Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ἰνδικτιών

«Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει νέου χρόνου, ὦ καί Παλαιέ καί δι᾿ ἀνθρώπους Νέε»

  clepsydra Οἱ ἄνθρωποι πάντα αἰσθάνονταν τήν ἀνάγκη τῆς μέτρησης τοῦ χρόνου κι ἔκαναν ἀρκετές προσπάθειες γιά νά τοποθετοῦν χρονικά τά διάφορα γεγονότα. Σ᾿ αὐτό τούς βοήθησε ἡ θέση τοῦ ἥλιου κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας, οἱ φάσεις τῆς σελήνης, οἱ ἐποχές τοῦ ἔτους, διάφορες θρησκευτικές γιορτές κ.ἄ. Ἔτσι οἱ ἀρχαῖοι Ἔλληνες γιά τή χρονολόγηση χρησιμοποιοῦσαν τίς ὀλυμπιάδες πού ἡ κάθε μία εἶχε διάρκεια τεσσάρων ἐτῶν. Οἱ Αἰγύπτιοι ἀσχολήθηκαν ἐπιμελῶς μέ τό θέμα τῆς μέτρησης τοῦ χρόνου καί κατήρτισαν τά πιό ἀκριβῆ ἡμερολόγια τῆς ἀρχαιότητας. Καί οἱ Ρωμαῖοι ἐπίσης ἔκαναν πολλές προσπάθειες γιά τή βελτίωση τοῦ ἡμερολογίου.
   Ἡ χρησιμοποίηση τῆς ἰνδικτιῶνος γιά χρονολόγηση, ἀνέρχεται στά χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καί ἄρχισε στήν Αἴγυπτο τό 297-298 μ.Χ. Ἡ λέξη ἰνδικτιών ἤ ἴνδικτος εἶναι μεταγλώττιση τῆς λατινικῆς index, πού σημαίνει πίνακας, χρονολογικό σύστημα. Κάθε ἰνδικτιών διαρκοῦσε πέντε χρόνια. Ἀργότερα εἰσήχθη τό σύστημα τῆς 15ετοῦς ἰνδικτιῶνος. Ὅταν ὁλοκληρωνόταν τό 15ο ἔτος, ἄρχιζε ἡ μέτρηση ἀπό τήν ἀρχή. Δηλαδή δέν προσθέτονταν κάθε νέα ἰνδικτιών στίς παλαιότερες, ὅπως συνέβαινε μέ τίς ὀλυμπιάδες. Μία εὔλογη ἐξήγηση γιά τήν καινοτομία αὐτή διασώζει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στόν Συναξαριστή του. Ὀφείλεται, λέει, στό γεγονός ὅτι κάθε 15ετία ὑφίσταται τό ἀνθρώπινο σῶμα τίς μεγάλες ἀλλαγές. Στά 15, λόγου χάριν, ἀρχίζει ἡ τριχοφυΐα, στά 30 ἡ ὡριμότης, στά 45 γίνεται ὁ ἄνθρωπος μεσήλικας, στά 60 ἀρχίζει νά ἀσπρίζει, στά 75 μπαίνει στή γεροντική ἡλικία.
   Ἐπί Μ. Κωνσταντίνου, τήν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 312 μ.Χ., ἄρχισε νά χρησιμοποιεῖται στό Βυζάντιο ἡ 15ετής ἰνδικτιών. Ἀργότερα, τό 357 μ.Χ. ἐπί Ἰουστινιανοῦ, καθιερώνεται ὡς ἐπίσημη χρονολόγηση στά κρατικά ἔγγραφα καί εἶναι σέ χρήση σέ ὅλη τή βυζαντινή περίοδο.
   Σήμερα ἔχει καθιερωθεῖ τό Γρηγοριανό ἡμερολόγιο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο τό ἔτος ἀρχίζει τόν Ἰανουάριο καί ἔχει 12 μῆνες (πολιτικό ἔτος). Ἐν τούτοις ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τήν παράδοση τῆς ἰνδίκτου. Τό ἐκκλησιαστικό ἔτος ἀρχίζει τήν 1η Σεπτεμβρίου. Ὑπάρχει μάλιστα καί εἰδική ἀκολουθία μέ γραφικά ἀναγνώσματα καί εὐχές πού ζητοῦν ἀπό τόν Κύριο «νά εὐλογήσει τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητος» αὐτοῦ.
   Κατά τόν Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη γιά 3 λόγους: γιορτάζουμε τήν 1η Σεπτεμβρίου:
   α) Ὡς ἀρχή τοῦ ἔτους, διότι ὁ Σεπτέμβριος εἶναι «ἀρχἠ συλλήψεως καί ἐγκυμοσύνης ὅλων σχεδόν τῶν καρπῶν».
   β) Γιά τήν ἀνάμνηση τῆς μετάβασης τοῦ Κυρίου στή συναγωγή τῶν Ἰουδαίων ὅπου διάβασε τό 64ο κεφάλαιο τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα πού ἀναφέρεται σ᾿ Αὐτόν.
   γ) Γιά νά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά «εὐλογήσῃ τόν νέον χρόνον, καί χαρίσῃ τοῦτον εἰς ἡμᾶς εὐτυχῆ καί γεμᾶτον ἀπό ὅλα τά σωματικά ἀγαθά». Ἀμήν.


Ο.
Ἀπολύτρωσις 47 (1992) 117