Κυρ. Α΄ Λουκᾶ Λκ 5,1-11

 Ἡ κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν


  thaumasti aliia Στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεώς του ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τούς μαθητές πού θά τόν ἀκολουθοῦσαν καί θά γίνονταν συνεργάτες καί συνεχιστές τοῦ ἔργου του. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέχθηκε (βλ. σχόλια στό 1,3), δέν τηρεῖ αὐστηρά τήν χρονολογική τάξη τῶν γεγονότων, προτάσσει τῆς κλήσεως ὁρισμένα περιστατικά πού συνέβησαν ἀργότερα. Εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου στήν συναγωγή τῆς Καπερναούμ, ἡ ἀπαλλαγή τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου ἀπό τόν πυρετό καί ἄλλα σημεῖα πού ἱστοροῦνται στό τέλος τοῦ προηγουμένου κεφαλαίου (βλ. 4,31-44). Κατόπιν διηγεῖται τήν κλήση τῶν μαθητῶν, θεωρώντας την ὡς τό σπουδαιότερο γεγονός τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ Ἰησοῦ στήν Καπερναούμ. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο τήν περιγράφει μέ λεπτομέρειες, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες παραλείπει ἡ ἐπιγραμματική ἀφήγηση τῶν δύο ἄλλων συνοπτικῶν εὐαγγελιστῶν (βλ. Μθ 4,18-22· Μρ 1,16-20).

5,1. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ.
   Ὁ Ἰησοῦς δέν προερχόταν ἀπό τόν κύκλο τῶν φαρισαίων, τούς ὁποίους ὁ λαός σχεδόν φοβόταν. Ἦταν ἁπλός καί προσιτός στά λαϊκά στρώματα. Μιλοῦσε μέ σαφήνεια καί ἁπλότητα, ὥστε νά γίνεται ἀντιληπτός ἀπό τὸν ὄχλον, αὐτόν γιά τόν ὁποῖο τόσο περιφρονητικά μιλοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ φαρισαῖοι (βλ. Ἰω 7,48-49). Ἡ θρησκευτική ἡγεσία τῶν ἰουδαίων καί ἐκεῖνοι πού κατεῖχαν ὑψηλότερες κοινωνικές θέσεις, δηλητηριασμένοι ἀπό τήν ἔπαρση καί τήν αὐτάρκειά τους, δέν ἔνιωθαν τήν ἀνάγκη νά ἀκούσουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, ὁ Ἰησοῦς κηρύττει στήν παραλία τῆς Καπερναούμ -ἐκεῖ πιθανόν θά ἦταν καί ἡ ἀγορά τῆς πόλεως-, ὅπου συγκεντρώνονταν πολλοί ψαράδες καί ἄλλοι ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, τό ἐκλεκτό κατάλοιπο τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α΄ Κο 1,26-28). Ὅλοι αὐτοί συνωστίζονταν, ὅπως δηλώνει τό ρῆμα ἐπικεῖσθαι, στήν προσπάθειά τους νά πλησιάσουν τόν Ἰησοῦ, γιά νά ἀκούσουν τήν διδασκαλία του.
  Ἡ λίμνη Γεννησαρὲτ πῆρε τό ὄνομά της ἀπό τήν παρακείμενη ὁμώνυμη πεδιάδα. Ἡ ἴδια λίμνη ἀναφέρεται στό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν (34,11) μέ τήν ὀνομασία «Χενερέθ (κινύρα)», προφανῶς λόγω τοῦ σχήματός της, πού ἔμοιαζε μέ τό μουσικό ὄργανο κινύρα, τήν γνωστή ἅρπα. Λόγῳ τῆς μεγάλης ἐκτάσεώς της οἱ Ἑβραῖοι τήν ὀνόμαζαν θάλασσα. Ἔτσι ἀπαντᾶ στά Εὐαγγέλια ὡς «θάλασσα τῆς Γαλιλαίας» (Μθ 4,18· 15,29· Μρ 1,16· Ἰω 6,1), ἐπειδή βρισκόταν στήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας ἤ «θάλασσα τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω 6,1· 21,1), ἐπειδή στίς ὄχθες της κτίσθηκε πρός τιμήν τοῦ αὐτοκράτορα Τιβερίου ἡ πόλη Τιβεριάς. Σέ ἀντίθεση πρός τούς ἄλλους τρεῖς εὐαγγελιστές ὁ Λουκᾶς τήν χαρακτηρίζει λίμνην, ἐπειδή ἀπευθύνεται σέ πιστούς ἐκτός Παλαιστίνης, πού δέν γνώριζαν τήν τοπική συνήθεια.

5,2. καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα.
  Στό σημεῖο ὅπου βρέθηκε ὁ Ἰησοῦς ὅταν τά πλήθη τόν περικύκλωσαν, ἦταν ἀραγμένα δύο ἁλιευτικά πλοῖα. Πρόκειται γιά μικρά καΐκια πού χρησιμοποιοῦσαν στό ἐπαγγελματικό ψάρεμα. Εἶχαν περίπου 8 μέτρα μῆκος καί 2 μέτρα φάρδος καί μποροῦσαν νά μεταφέρουν βάρος περίπου ἑνός τόνου.
  Στήν λίμνη ὑπῆρχαν ἄφθονες ποσότητες ψαριῶν καί σέ διάφορες ποικιλίες. Τό ψάρι, ὅπως μποροῦμε νά διαπιστώσουμε καί ἀπό τήν συχνή ἀναφορά του στά Εὐαγγέλια (Μθ 14,15-21· 15,32-39· 17,24-27· Μρ 6,35-44· 8,1-10· Ἰω 6,1-14· 21,1-14) ἀποτελοῦσε βασικό εἶδος διατροφῆς τῶν Ἑβραίων. Οἱ κάτοικοι τῶν παραλίμνιων πόλεων καί χωριῶν, λοιπόν, ἦταν φυσικό νά ἀσχολοῦνται μέ τήν ἁλιεία.
  Οἱ ψαράδες τῶν δύο πλοιαρίων εἶχαν βγεῖ στήν στεριά καί ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα, ἔπλεναν καί τακτοποιοῦσαν τά δίχτυα τους, μετά ἀπό τό ψάρεμα πού εἶχε προηγηθεῖ κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας (βλ. στ. 5). Ἡ ὥρα, ἑπομένως, ἦταν πρωινή ἤ τουλάχιστον προμεσημβρινή. Τό ψάρεμα γινόταν βασικά μέ δίχτυα. Ὑπῆρχαν διάφορα εδη διχτυῶν. Στίς εὐαγγελικές διηγήσεις ἀναφέρονται τό ἀμφίβληστρον (βλ. Μθ 4,18· Μρ 1,16), ἡ σαγήνη (Μθ 13,47) καί τά μακριά δίχτυα σάν τά σημερινά, μέ φελλούς στήν πάνω μεριά καί βαρίδια στήν κάτω. Αὐτό τό τελευταῖο εἶδος διχτυῶν χρησιμοποιοῦσαν οἱ ψαράδες τῆς περικοπῆς μας, ὅπως δείχνει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ψάρευαν (βλ. στ. 6).

5,3. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.
   Ὁ Ἰησοῦς ζητάει τήν συγκατάθεση τοῦ Πέτρου, γιά νά χρησιμοποιήσει τό ἕνα ἀπό τά δύο πλοῖα ὡς ἕδρα διδασκαλίας. Ἀπευθύνει σ’ αὐτόν εὐγενική παράκληση, ἠρώτησεν αὐτόν, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ὁ ἰδιοκτήτης. Ἀπό τήν λεπτομέρεια αὐτή φαίνεται πόσο ὁ Κύριος σεβάσθηκε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί τό δικαίωμα τῆς περιουσίας του.
   Τά ρήματα «ἀνάγειν» καί «κατάγειν» ὡς ναυτικοί ὅροι σημαίνουν ἀντίστοιχα «ἀνοίγομαι στό πέλαγος» καί «φέρνω τό πλοῖο στήν παραλία». Τό «ἐπανάγειν» σημαίνει «ἀνοίγομαι καί πάλι στό πέλαγος». Ὁ Ἰησοῦς παρακάλεσε τόν Πέτρο ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον, νά ἀπομακρύνει τό πλοῖο λίγα μόνο μέτρα ἀπό τήν ἀκρογιαλιά, ὥστε τό νερό νά ἀποτελέσει φυσικό φράγμα ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί στό πλῆθος πού συνωστιζόταν γύρω του. Μέ αὐτόν τόν τρόπο θά μποροῦσαν ὅλοι νά τόν βλέπουν καί νά τόν ἀκοῦν καλύτερα.
   Εὐχαρίστως ὁ Πέτρος διέθεσε τό πλοῖο του, γιά νά κηρύξει ὁ Διδάσκαλος. Δέν λογάριασε τήν κόπωση ὅλης τῆς νύχτας μήτε τήν στενοχώρια του γιά τήν ἀποτυχημένη ψαριά. Λαχταροῦσε κι αὐτός ν᾿ ἀκούσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Ἰησοῦ.
  Γιά τό καθίσας ἐδίδασκεν βλ. σχόλια στό 4,20.

5,4. Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν.
   Ὁ Κύριος δέν θέλησε νά ἀφήσει δίχως ἀμοιβή τόν ἰδιοκτήτη τοῦ πλοίου, πού τοῦ ἐξασφάλισε τόν πρωτότυπο ἄμβωνα. Μετά τό τέλος τῆς ὁμιλίας, τόν προτρέπει νά ὁδηγήσει καί πάλι τό πλοῖο εἰς τὸ βάθος, στά ἀνοιχτά τῆς λίμνης, καί μαζί μέ τούς συνεργάτες του νά ξαναρρίξουν τά δίχτυα γιά ψάρεμα. Εἶχε, ἐξάλλου, τό σχέδιό του· «διά τῶν ἁλιευτικῶν ἐπιτηδευμάτων ἁλιεύει τούς μαθητάς», κατά τό λογοπαίγνιο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἤθελε νά ἁλιεύσει τούς πρώτους μαθητές του φανερώνοντας τήν δύναμή του καί κερδίζοντας τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τους.

5,5. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον.
   Ὁ Κύριος δέν ἦταν ψαράς· ὡς ἄνθρωπος ἦταν ἀνειδίκευτος σ᾿ αὐτή τήν τέχνη. Τό παράγγελμά του θά φάνηκε ἀσφαλῶς παράλογο στόν Πέτρο, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅτι ἡ ὥρα ἦταν ἐντελῶς ἀκατάλληλη γιά ψάρεμα. Κι ὅμως ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν παρουσία καί τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἔμπειρος ψαράς ὑποτάσσεται στήν ἀδικαιολόγητη προτροπή του. Τόν προσφωνεῖ ἐπιστάτα, πού σημαίνει «διδάσκαλε». Ὁ Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ τήν λέξη αὐτή ἀντί τῆς ἑβραϊκῆς «ραββί», τήν ὁποία προτιμοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές. Δέν εἶναι γνωστό ἄν ὁ Πέτρος εἶχε δεῖ ἤδη τόν Ἰησοῦ νά ἐπιτελεῖ ἄλλα σημεῖα. Βέβαιο εἶναι ὅτι τόν γνώριζε ἀπό τότε πού τοῦ τόν σύστησε ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας (βλ. Ἰω 1,42-43).
   Ἡ ἀνενδοίαστη ἀνταπόκριση τοῦ Πέτρου στό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου θυμίζει τήν πρόθυμη ὑπακοή τῆς Παρθένου Μαρίας στό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου (Λκ 1,38) καί ἀποτελεῖ σπουδαῖο μάθημα γιά τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων. Ὁ ἀποφασιστικός λόγος του, ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον, ἐπαναλαμβάνεται συχνά ἀπό τά χείλη ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ὑποτάσσονται στό θέλημα τοῦ Κυρίου δίχως ὅρους καί ὅρια, ἀκόμη κι ὅταν ἡ λογική τους ἀντιστρατεύεται.

5,6. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν.
   Ἦταν τόσο πολλά τά ψάρια πού συγκεντρώθηκαν, ὥστε τό δίχτυ διερρήγνυτο. Ὁ ρηματικός αὐτός τύπος, ἀποπειρατικός παρατατικός, δηλώνει ὅτι τό δίχτυ κόντευε νά σπάσει.
   Ὁ Ἰησοῦς ὡς παντοδύναμος Θεός ἐξουσιάζει τά πάντα. Τό δικό του θέλημα καί ἡ δύναμη τοῦ λόγου του ἐπιτέλεσαν τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας, πού δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ λογικά. Μία θαυμαστή ἁλιεία ἱστορεῖται καί στό Ἰω 21,3-14. Δέν πρόκειται ὅμως γιά τό ἴδιο περιστατικό. Ἐκεῖ ὁ ἀναστημένος Κύριος ἐμφανίζεται «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» καί ἐπαναλαμβάνει τό σημεῖο πού περιγράφεται ἐδῶ ὡς δηλωτικό τῆς ταυτότητός του καί ὡς σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἀπό τούς μαθητές του.

5,7. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά.
   Τό «κατανεύω» εἶναι ναυτικός ὅρος, πού στήν νεοελληνική σημαίνει «κάνω σινιάλο». Ὅταν τά πλοῖα βρίσκονται σέ μεγάλη ἀπόσταση τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, οἱ ναυτικοί συνεννοοῦνται κουνώντας τά χέρια τους ἤ ἕνα ὕφασμα ἤ μέ κάποιο ἄλλο ὀπτικό σημάδι. Τό πλοῖο τοῦ Πέτρου ἦταν στά ἀνοιχτά τῆς λίμνης, ἐνῶ τῶν συνεταίρων του, τῶν γιῶν τοῦ Ζεβεδαίου, βρισκόταν στήν παραλία. Γιά τόν λόγο αὐτό μποροῦσαν νά συνεννοηθοῦν μόνο μέ νοήματα.
   Ἀπό τό ὅτι ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, γέμισαν καί τά δύο πλοῖα, φαίνεται ὅτι καί τά ψάρια ἦταν πάρα πολλά καί τά πλοῖα σχετικά μικρά. Τό βυθίζεσθαι, ἀποπειρατικός ἐνεστώτας, δέν σημαίνει ὅτι τά πλοῖα εἶχαν ἀρχίσει νά βυθίζονται, ἀλλά ὅτι ἀπό τό βάρος κόντευαν νά βυθισθοῦν. Τό ἐκτόπισμά τους, δηλαδή, ξεπέρασε τήν γραμμή ἀσφαλείας. Ἐπειδή ἀγνοοῦσαν τήν ἀκριβῆ ἑρμηνεία τῶν δύο αὐτῶν ρημάτων, ὁρισμένοι ξένοι μελετητές βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τούς ἑξῆς προβληματισμούς: Πῶς οἱ μαθητές πῆραν τελικά τά ψάρια, ἀφοῦ τά δίχτυα καταστράφηκαν ἀπό τό βάρος; Πῶς διέσωσαν τά πλοῖα, ἀφοῦ καταποντίζονταν; Ἡ ἔννοια τοῦ ἀποπειρατικοῦ χρόνου ἀπαντᾶ ἱκανοποιητικά στίς παραπάνω ἀπορίες.

5,8. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε.
   Ἡ ἀναφορά τοῦ διπλοῦ ὀνόματος Σίμων Πέτρος μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε ὅτι ὁ εὐαγγελιστής ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του τήν πρώτη ἐπαφή τοῦ Πέτρου μέ τόν Ἰησοῦ, τότε πού ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος» (Ἰω 1,43), τήν ὁποία καταγράφει ὁ Ἰωάννης. Δέν ὑπάρχει, ἑπομένως, διαφωνία μεταξύ τοῦ Ἰωάννη καί τῶν ἄλλων τριῶν εὐαγγελιστῶν γιά τήν ἐκλογή τῶν μαθητῶν, ὅπως κάποιοι ἰσχυρίσθηκαν. Ὁ Ἰωάννης περιγράφει τήν πρώτη γνωριμία· οἱ ἄλλοι τήν προϋποθέτουν καί παραδίδουν τήν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν καί ἀργότερα τόν ὁριστικό καθορισμό τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἐπιτελείου, τήν ἐκλογή τῶν δώδεκα καί τήν ἀποστολή τους (βλ. Μθ 10,1-4· Μρ 3,13-19· Λκ 6,13-16).
   Τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας ἀποκάλυψε τήν θεϊκή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ. Μπροστά σ’ αὐτή τήν ἀποκάλυψη, ὁ Πέτρος συγκλονίζεται. Ἀντιπαραβάλλει τήν δική του ἀδυναμία καί ἁμαρτωλότητα πρός τό μεγαλεῖο καί τήν ἁγιότητα Ἐκείνου, τόν ὁποῖο αὐθόρμητα προσφωνεῖ Κύριε. Συναισθάνεται ὁ Πέτρος πόσο μικρός καί ἀνάξιος εἶναι γιά νά φιλοξενεῖ τόν Ἰησοῦ στό πλοιάριό του. Γονατιστός μέ συντριβή ἀναφωνεῖ· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι. Ὁ αὐθορμητισμός του δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά σκεφθεῖ πόσο ἄτοπη καί ἐκτός λογικῆς εἶναι ἡ παράκλησή του, ἀφοῦ γιά νά βγεῖ ἀπό τό καράβι του ὁ Ἰησοῦς θά ἔπρεπε νά πέσει στήν θάλασσα. Εἶναι καί αὐτή μία λεπτομέρεια πού δηλώνει τή φυσικότητα καί ἀλήθεια τῆς διηγήσεως.

5,9. Θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον.
   Ἡ θαυμαστή ψαριά ἄφησε ἔκθαμβους τούς ἁπλούς ψαράδες, ὄχι βέβαια γιά τόν ἀπροσδόκητο πλοῦτο πού πιθανόν θά ἔφερνε, ἀλλά ὡς ὑπερφυσικό γεγονός, πού σημείωνε τήν παρουσία ἑνός κραταιοῦ προσώπου.

5,10. ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν.
  Οἱ ἐπαγγελματίες ψαράδες τῆς λίμνης συνήθως σχημάτιζαν συντεχνίες, μικρές ἁλιευτικές ἑταιρεῖες. Τά μέλη τους ὀνομάζονταν «μέτοχοι» (βλ. στ. 7) ἤ κοινωνοί, μετεῖχαν στήν ἑταιρεία προσφέροντας τά πλοῖα, τά δίχτυα καί τόν κόπο τους καί «κοινωνοῦσαν», μοιράζονταν, τά κέρδη. Μιά τέτοια ἑταιρεία εἶχαν δημιουργήσει τά δυό ζευγάρια τῶν ἀδελφῶν: Πέτρος-Ἀνδρέας, Ἰάκωβος-Ἰωάννης.
   Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς τρεῖς ἀπό τούς τέσσερις συνεταίρους, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. Παραλείπει τόν ἀδελφό τοῦ Πέτρου, τόν Ἀνδρέα, τόν ὁποῖο ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι δύο εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 4,18· Μρ 1,16). Σκοπός του, προφανῶς, ἦταν νά πληροφορήσει τούς ἀναγνῶστες του μέ ποιόν τρόπο κλήθηκαν οἱ τρεῖς κορυφαῖοι μαθητές, τούς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς ἔπαιρνε μαζί του σέ καίριες στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὅπως στήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μρ 5,37· Λκ 8,51), στήν Μεταμόρφωση (Μθ 17,1· Μρ 9,2· Λκ 9,28), στήν Γεθσημανῆ (Μθ 26,37· Μρ14,33).
  Μέ τήν προτροπή μὴ φοβοῦ ὁ Κύριος καθησυχάζει τόν Πέτρο, ὅπως ἄλλοτε ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τόν Ζαχαρία (βλ. Λκ 1,13) καί τήν παρθένο Μαρία (βλ. Λκ 1,30). Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στό Σινᾶ (πρβλ. Ἔξ 19,16-18· 20,18) καί γενικότερα στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ συνοδευόταν ἀπό φαινόμενα πού προκαλοῦσαν τόν τρόμο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Θεός ἦρθε γιά νά διώξει τόν φόβο καί νά καταστήσει τούς ἀνθρώπους μετόχους στήν χαρά τῆς βασιλείας του.
   Τό ρῆμα «ζωγρῶ» ἀναφέρεται στήν σύλληψη ζωντανῶν ὄντων. Ὁ Πέτρος καλεῖται νά ἀλλάξει ὄχι ἐπάγγελμα ἀλλά τό ἀντικείμενο τῆς ἁλιείας του. Ἀντί νά πιάνει στά δίχτυα του ψάρια καί νά τά ὁδηγεῖ στόν θάνατο, θά συλλαμβάνει ἀνθρώπους ἀπό τήν θάλασσα τοῦ κόσμου, ὅπου πλανῶνται πνευματικά νεκροί, καί θά τούς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀνωτερότητα τῆς ἐπικειμένης ἀποστολῆς εἶναι ὁλοφάνερη.

5,11. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
   Οἱ εὐλογημένοι ψαράδες ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπό τήν πλούσια ψαριά, ἀλλά δέν θέλησαν νά τήν ἐκμεταλλευθοῦν οἰκονομικά. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ κέρδους δέν στάθηκε ἐμπόδιο στήν κλήση πού τούς ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς. Τόν ἀκολούθησαν ἀφέντες ἅπαντα. Ἡ ἀποστολή πού ἀναλάμβαναν ἀπαιτοῦσε αὐταπάρνηση καί ἀπόλυτη ἀφοσίωση. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ἰησοῦς διέλυσε μία ἁλιευτική ἑταιρεία ἀποκτώντας τούς πρώτους μετόχους τῆς δικῆς του θείας «Ἑταιρείας».
   Στήν ἐκλογή τῶν μαθητῶν ὑπάρχει ἕνα στοιχεῖο πού παρουσιάζει ἔντονη ἀντίθεση μέ τήν τακτική πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἀρχηγοί διαφόρων κινημάτων. Ἐκεῖνοι ἀναζητοῦν τούς ὀπαδούς τους ἀνάμεσα στούς ἀνέργους καί ἀργόσχολους. Ὁ Κύριος κάλεσε τούς συνεργάτες του τήν ὥρα πού ἐργάζονταν (πρβλ. Ἔξ 3,1-4· Γ΄ Βα 19,19-21). Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔδειξε πώς τιμᾶ τήν ἐργασία. Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, δέν ἀπαξίωσε νά χαρακτηρισθεῖ «τέκτων» (βλ. Μθ 13,55· Μρ 6,3), δηλαδή τεχνίτης (ξυλουργός, οἰκοδόμος, σιδεράς).
  Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος σημειώνουν μέ ἔμφαση ὅτι «εὐθέως» τά ἄφησαν ὅλα οἱ τέσσερις ψαράδες, γιά νά ἀκολουθήσουν τόν Ἰησοῦ (βλ. Μθ 4,20.22· Μρ 1,18.20). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπαινεῖ τήν ὑπακοή τους καί προτρέπει: «Τοιαύτην γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπακοὴν ζητεῖ παρ᾿ ἡμῶν», νά ἐκτελοῦμε, δηλαδή, τό θέλημα τοῦ Κυρίου χωρίς τήν παραμικρή ἀναβολή.
  Συμβαίνει πολλές φορές νά ἀναπτύσσουμε μεγάλη δραστηριότητα γιά ἐπίγεια πράγματα, ἐνῶ ἀναβάλλουμε συνεχῶς ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν πνευματική ζωή καί μέ τήν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀναβλητικότητα ἀποτελεῖ μία καλοστημένη παγίδα τοῦ πονηροῦ. Γράφει σχετικά ὁ ἐπίσκοπος πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος: «Ὅλοι, ἀγαπητοί, ἄς φοβηθῶμεν τόν δαίμονα τῆς ἀναβολῆς. Αὐτός εἶνε ἐκεῖνος, ὅστις εἰς κάθε ὡραίαν μας ἀπόφασιν ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὑπέρ τῆς ὠφελείας τοῦ πλησίον, ἔρχεται καί μᾶς ψιθυρίζει· Αὔριον. Ὤ τόν παμπόνηρον! Μᾶς ὑπόσχεται τό ἀβέβαιον αὔριον, καί μᾶς ἁρπάζει τό παρόν... Ἄς μή λησμονῶμεν τό ὑπό τινος σοφοῦ λεχθέν ὅτι ἡ ὁδός ἡ ἄγουσα εἰς τήν κόλασιν εἶνε ἐστρωμένη μέ τά πολυάριθμα “θά”, μέ ὡραῖες ὑποσχέσεις, ὑποσχέσεις αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἐπραγματοποιήθησαν».
  Σέ κάθε ἐποχή ὁ Κύριος ἀπευθύνει σέ ὅλους τήν πρόσκληση νά γίνουν ἀκόλουθοί του· νά ἐγκαταλείψουν τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας καί νά βαδίσουν πιστά στά ἴχνη του (βλ. Α΄ Πέ 2,21· πρβλ. Κλ 3,8-10). Παράλληλα ὁ κάθε χριστιανός καλεῖται νά εἶναι στό περιβάλλον του ἕνας ἱεραπόστολος. Τό σύνθημα τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν: «Εἷς πρός ἕνα πρός ΙΧΘΥΝ» καί γνωρίζουμε ὅτι στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου συνέβαλαν πολύ οἱ χριστιανοί ἔμποροι πού ταξίδευαν στίς χῶρες τῆς Μεσογείου. Ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης π.χ. ἱδρύθηκε ἀπό μαθητές τοῦ ἀποστόλου Παύλου οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ πρίν ἀκόμη φθάσει ὁ διος ὁ ἀπόστολος. «Εἶνε κίβδηλος χριστιανός ὁ μή ἔχων πόθους ἱεραποστολικούς», γράφει κατηγορηματικά ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος.
  Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν γενική κλήση, ὁ Κύριος ἀπευθύνει καί ἰδιαίτερες κλήσεις σέ ὁρισμένα πρόσωπα, γιά νά ἀναλάβουν τήν εἰδική ἀποστολή νά συνεχίσουν τό ἔργο τῶν ἀποστόλων. Εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη νά ὑπάρχουν σέ κάθε ἐποχή οἱ ἀκούραστοι ἁλιεῖς, οἱ διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου, ἐκεῖνοι πού θά θελήσουν νά θυσιάσουν τήν σταδιοδρομία τους, νά κόψουν κάθε ἀνθρώπινο συναισθηματικό δεσμό καί νά ριχθοῦν μέ φρόνημα θυσίας στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς μέσα ἤ ἔξω ἀπό τήν πατρίδα τους. Ὁ Κύριος, τονίζοντας αὐτή τήν ἀνάγκη, προτρέπει τούς πιστούς· «δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ» (Μθ 9,38).
  Τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας μπορεῖ νά παραλληλισθεῖ μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πλούσια ψαριά ἦταν τύπος τῆς πλούσιας ἁλιείας τῶν ἀνθρώπων, προμήνυμα τοῦ μεγάλου πλήθους ἐκείνων πού ἐπρόκειτο νά ἁλιευθοῦν ἀπό τά δίχτυα τῶν ἀποστόλων. Μέ τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μέ τήν ἐπιμονή καί τήν ὑπομονή πού χαρακτηρίζει τούς ψαράδες, οἱ ἀπόστολοι ἅπλωσαν, πράγματι, τά δίχτυα τοῦ εὐαγγελίου καί συνέλαβαν πλῆθος ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁδήγησαν στόν Χριστό καί στήν σωτηρία.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 207-216