Ἀνατολικά τῆς πόλης τοῦ Ναυπλίου ὑψώνεται τό θρυλικό ἐντυπωσιακό βουνό Παλαμήδι. Πάνω του δεσπόζει ἕνα ἀπό τά ἐπιβλητικότερα κάστρα τῆς Ἑλλάδας, ἕνα καλοδιατηρημένο φρουριακό συγκρότημα τῆς Ἑνετοκρατίας, καταπληκτικό ἐπίτευγμα τῆς βενετσιάνικης ὀχυρωματικῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Ἡ πανοραμική θέα του γοητεύει, μαγεύει. Κάνοντας μιά “βουτιά” στήν ἱστορία, ἡ μνήμη σταματᾶ περίπου διακόσια χρόνια πρίν, στόν Νοέμβριο τοῦ 1822.
Κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 οἱ Ἕλληνες ἀγωνίζονται σκληρά νά πατήσουν τό «Γιβραλτάρ τῆς Ἑλλάδος», ὅπως χαρακτηρίζει τό Παλαμήδι ὁ γάλλος ναύαρχος Ἐντμόν Ζιριέν ντέ λά Γκραβιέρ. Τό πολιορκοῦν στενά. Ἡ ἐμφάνιση ὅμως τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη διασκορπίζει τούς πολιορκητές. Ἐξάλλου, εἶναι τόσο ἁπλό νά καταλάβουν ἕνα κάστρο τόσο βαριά ὀχυρωμένο; Μόνο τά ἐνενήντα δύο κανόνια του, τοποθετημένα στούς ὀκτώ προμαχῶνες του, σπέρνουν πανικό. Ἀπό τό 1715 βρίσκεται σέ χέρια τουρκικά κι εἶναι ἀπόρθητο.
Ἀλλά μετά τήν πανωλεθρία τοῦ Δράμαλη στά Δερβενάκια, 26 Ἰουλίου 1822, ἕνα φῶς ἐλπίδας ἀνατέλλει γιά τούς Ἕλληνες. Κατανικοῦν στόν Ἀργολικό Κόλπο τόν Μεχμέτ πασᾶ μέ τόν τουρκικό του στόλο, πού σκόπευε νά τροφοδοτήσει τούς ὁμοεθνεῖς του στό Παλαμήδι. Τά καράβια τῆς Μπουμπουλίνας, τοῦ Μιαούλη, τοῦ Κανάρη σημειώνουν ἀνέλπιστες ἐπιτυχίες. Τά πυρπολικά τους προκαλοῦν τρόμο στά τουρκικά πλοῖα κι ἀποτρέπεται ὁ σχεδιασμένος ἀνεφοδιασμός τοῦ Ναυπλίου. Ἡ χαρά στά ἑλληνικά στήθη πολλαπλασιάζεται, ὅταν συλλαμβάνουν καράβι ἀγγλικό πού ἐρχόταν ἀπό τή Σμύρνη γεμάτο τρόφιμα γιά τούς πολιορκημένους.
Καθώς στενεύει ὁ κλοιός, πείνα, μολυσματικές ἀρρώστιες μαστίζουν τούς δύστυχους ἔγκλειστους. Κατάντησαν νά τρῶνε ὄχι μόνον ἀκάθαρτα ζῶα ἀλλά κι αὐτές τίς σάρκες τῶν πεθαμένων ἀνθρώπων καί βράζοντας τά δέρματα τῶν ζώων νά ρουφοῦν τό ζουμί τους. Μάταια ὁ Βελή πασᾶς ἀπό τήν Κόρινθο ἐπιχειρεῖ μέ τό στράτευμά του νά τούς συμπαρασταθεῖ. Μπροστά στά δεινά οἱ πολιορκημένοι ἔρχονται σέ διαπραγματεύσεις μέ τόν «Γέρο τοῦ Μοριᾶ». Κατά τόν ἱστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, ὁ Κολοκοτρώνης τούς στέλνει γράμμα μέ ἀποφάσεις ξεκάθαρες:
«... τοῖς ἐχαρίζετο ἡ ζωή καί τοῖς ἐδίδοντο καί πλοῖα πρός διαβίβασιν ὅλων εἰς τά παράλια τῆς Ἀσίας· εἰ δέ καί δέν ἔστεργαν, θά τούς ἔτρωγεν ὅλους ἐντός ὀλίγου ἡ ἑλληνική μάχαιρα».
Σκιαγμένοι, μέ τήν ἀβεβαιότητα ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους, οἱ τοῦρκοι ἀξιωματικοί ἀποφασίζουν νά συνέλθει στό Ναύπλιο γενικό συμβούλιο. Ἀφήνουν λίγους φύλακες στό ἀπρόσβλητο κάστρο κι ἀνυποψίαστοι κατεβαίνουν στήν πόλη νά συναποφασίσουν καί μέ τ’ ἄλλα ἐπίσημα μέλη τους.
Ἀσέληνη καί βροχερή ἡ νύχτα τῆς 29ης Νοεμβρίου τοῦ 1822. Μία ἀπό τίς πολιορκητικές ὁμάδες μέ ἀρχηγό τόν τολμηρό Ἀρκάδα Στάικο Σταϊκόπουλο ἔχει βάρδια. Δύο ἀλβανοί φυγάδες, ταλαιπωρημένοι ἀπό τίς κακουχίες καί ἐλπίζοντας πλούσιες ἀμοιβές, συναντοῦν τόν καπετάν Στάικο καί τοῦ ἐκμυστηρεύονται πώς τό φρούριο εἶναι ἀφύλακτο. Εἶναι ἡ πιό κατάλληλη εὐκαιρία νά καταλάβει τό Παλαμήδι «ἀναιμωτί», δίχως νά χυθεῖ αἷμα. Ὁ ἀρχηγός τῆς πολιορκίας μέ τήν ἐνθουσιώδη προκήρυξή του πυρακτώνει τά 350 παλληκάρια του. Εὔχεται ὁλόκαρδα νά γιορτάσουν τή σεπτή μνήμη τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα «διά τῆς ἁλώσεως τοῦ ἰσχυροτέρου φρουρίου τῶν ἐχθρῶν τοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος».
Τό σκοτάδι βοηθᾶ τήν ἔφοδο. Σκαρφαλώνουν μερικοί στά τείχη. Πρῶτος ὁ Δημήτριος Mοσχονησιώτης πατᾶ τό πόδι του στό φρούριο ἀπό τόν προμαχώνα «Ἀχιλλέα»· τόν ἴδιο προμαχώνα ἀπό ὅπου εἶχαν μπεῖ καί οἱ Τοῦρκοι, ὅταν πῆραν τό κάστρο ἀπό τούς Ἑνετούς. Γι’ αὐτό ὀνομαζόταν «Γιουρούς-Nτάπια». Χαράματα κυριεύουν τό ἄπαρτο κάστρο. Στρέφουν τά κανόνια πρός τό Ναύπλιο κι ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ἠχοῦν οἱ φωνές τους: «Καλῶς σᾶς ηὕραμεν ἀγάδες». Καθώς ἀνεμίζει ἀπό ψηλά ἡ ἑλληνική σημαία τοῦ σταυροῦ, ἀκούγονται κρότοι κανονιῶν συνοδευόμενοι ἀπό τίς ἰαχές: «Καί τοῦ χρόνου ἀγάδες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου!».
30 Νοεμβρίου 1822. Ἡ γιορτή τοῦ Πρωτοκλήτου βρίσκει τούς Ἕλληνες νικητές, κύριους τοῦ Παλαμηδιοῦ. Στό ἱστορικό βενετσιάνικο ἐκκλησάκι, μέσα στό φρούριο, τελοῦν μέ μάτια νοτισμένα μιά ἀλησμόνητη δοξολογία. Ἀφιερώνουν τόν ναΐσκο στή μνήμη τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἐπειδή κατέλαβαν τό κάστρο τή μέρα τῆς γιορτῆς του. Πυροβολώντας καί ἀλαλάζοντας τραγουδοῦν:
«Ὅλα τά κάστρα κι ἄν χαθοῦν
καί ὅλα κι ἄν ρημάξουν,
τό Παλαμήδι τ’ ὄμορφο
Θεός νά τό φυλάξει!»
Ταπεινωμένοι οἱ Ὀθωμανοί ὑπογράφουν τήν παράδοση τῆς πόλης καί τῶν κάστρων της. Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση προσφέρει τά καράβια της, γιά νά μεταφέρουν τούς πασάδες μέ τίς οἰκογένειές τους στή Μ. Ἀσία. Ὁ Κολοκοτρώνης δίνει ἐντολή στόν ὑπασπιστή του Φωτάκο μαζί μέ δύο ἄλλους νά παραλάβουν τά κλειδιά τοῦ κάστρου. Πικραμένος ὁ τοῦρκος φρούραρχος τούς τά παραδίδει. Ὅλος συγκίνηση καί ἱκανοποίηση ὁ Κολοκοτρώνης τ’ἀκουμπᾶ στά χείλη του. Τό Ἐκτελεστικό κάνει πρόταση στό Βουλευτικό νά βραβεύσει τόν νικητή τοῦ Παλαμηδιοῦ. Ὁ γενναῖος Στάικος Σταϊκόπουλος προάγεται ἀπό χιλίαρχος σέ στρατηγό.
Τό ἐλεύθερο πιά Ναύπλιο γίνεται τό κέντρο τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων καί ἡ ἕδρα τῆς ἐπαναστατικῆς Κυβέρνησης.
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Νοέμβρ. 2021