Τά «παράσημα» τοῦ στρατηγοῦ
Μέσα στό λεύκωμα τῶν ἡρώων τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας, τῆς 25ης Μαρτίου 1821, μιά μορφή φωτεινή προβάλλει. Εἶναι ἀπό τούς πρωταγωνιστές τῆς Ἐθνεγερσίας. Ἡ ζωή του πολυκύμαντη, ἡ προσφορά του ἀνιδιοτελής. Φέρνει πάνω του ἑπτά παράσημα, ἑπτά σοβαρά τραύματα.
Εἶναι ὁ Ἰωάννης Τριανταφύλλου, γεννημένος τό 1797 στό Ἀβορίτι τῆς Δωρίδας. Γιά τό ψηλό του ἀνάστημα τοῦ δίνουν τό παρατσούκλι «Μακρυγιάννης».
Μόλις ἑνός ἔτους χάνει τόν πατέρα του σέ συμπλοκή μέ τούς Τούρκους. Καθώς μεγαλώνει, φουντώνει ἡ φλόγα νά διώξει τόν τύραννο κατακτητή. Μυεῖται στά μυστικά τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. «Μπῆκα στὸ μυστικὸν καὶ πῆγα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἐργαζόμουνε διὰ τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκείαν μου νὰ τὴν δουλέψω ᾽λικρινῶς», γράφει.
Κι ὁ ἐθνικός ξεσηκωμός τοῦ ᾽21, «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστιν τήν ἁγίαν καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερίαν», παίρνει σάρκα καί ὀστά. Ὁ Μακρυγιάννης ἀπό τό ξεκίνημα τοῦ Ἀγώνα δρᾶ σ᾽ ὅλα τά πολεμικά μέτωπα τῆς Πελοποννήσου καί τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας. Γιά τούς ἀξιόλογους ἀγῶνες του, τό 1824 προάγεται διαδοχικά σέ χιλίαρχο, ἀντιστράτηγο καί στρατηγό. Σέ διάφορα σημεῖα τῶν «Ἀπομνημονευμάτων» του φαίνεται πώς, γιά νά ἀνταπεξέλθει στίς ἀνυπέρβλητες δυσκολίες τῆς Ἐπανάστασης, ἀντλεῖ δύναμη ἀπό τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Πρίν ἀπό τή μάχη στό Νεόκαστρο τῆς Πύλου, ὅπου θά ἀναμετροῦνταν μέ τόν ἀναρίθμητο στρατό τοῦ Ἰμπραήμ, ὁ Μακρυγιάννης καλεῖ τόν ἱερέα καί ἐξομολογοῦνται, λειτουργοῦνται καί μεταλαβαίνουν.
Παραμονές τῆς σύγκρουσης στούς Μύλους τοῦ Ναυπλίου τόν πλησιάζει ὁ γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ. Γίνεται μεταξύ τους ὁ παρακάτω διάλογος: «Ἐκεῖ ὁποὔφκειανα τὴς θέσες εἰς τοὺς Μύλους, ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῇ. Μοῦ λέγει: "Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμον θὰ κάμετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ;". Τοῦ λέγω: "Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κι ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὁποῦ μᾶς προστατεύει· καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας σ᾽ αὐτὲς τὴς θέσες τὴς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾽ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὣς τώρα, ὅλα τὰ θερία πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ ᾽μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν· καὶ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη· καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς". "Τρὲ μπιέν", λέγει κι ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος».
Μέ τήν ἀπάντησή του ὁ στρατηγός ἀποκαλύπτει τό ἐσώτατο μυστικό τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς. Πάντα στήν ἱστορία οἱ Ἕλληνες εἶναι λίγοι κι ἔχουν ν᾽ ἀντιμετωπίσουν ὑπέρογκες ἐχθρικές δυνάμεις. Μά ἀμύνονται γιά τήν ἐλευθερία τους καί πιστεύουν πώς ὁ Θεός εἶναι ὁ συνήγορος τῶν ἀδικημένων.
Στούς Μύλους (1825) διακρίνεται ὁ Μακρυγιάννης, ἀλλά τραυματίζεται ἄσχημα. Ὁ Ἰμπραήμ, παρά τήν ἀριθμητική του ὑπεροχή, ὑποχωρεῖ ἄπρακτος, δίχως νά κάμψει τήν ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων.
Ἐξαιρετικά εἶναι τά χαρίσματα τοῦ περίφημου στρατηγοῦ. Δέν κινεῖται ὑπό τήν ἐπήρεια σκοπιμοτήτων. Πολεμᾶ τό ψέμα, τόν δόλο καί ὑπερασπίζεται τήν ἀλήθεια. Στίς φάσεις τοῦ ἔνοπλου διχασμοῦ, ὅταν οἱ ἔριδες δηλητηριάζουν τίς καρδιές τῶν Ἑλλήνων καί οἱ ἀγῶνες τους ὑπονομεύονται, ἡ παρουσία τέτοιου ἑνωτικοῦ στοιχείου σάν τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ὅσο ποτέ ἀναγκαία. Μέ τό ταπεινό του φρόνημα συμβάλλει στό νά γεφυρωθοῦν τά χάσματα. Τί ἄλλο δείχνουν τά παρακάτω λόγια του;
«Τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλᾶμεν κι ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγῃ οὔτε ὁ δυνατὸς "ἐγώ" οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγῃ ὁ καθεὶς "ἐγώ"; Ὅταν ἀγωνιστῇ μόνος του καὶ φκειάσῃ ἢ χαλάσῃ, νὰ λέγῃ "ἐγώ"· ὅταν ὅμως ἀγωνίζωνται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε "ἐμεῖς". Εἴμαστε εἰς τὸ "ἐμεῖς" κι ὄχι εἰς τὸ "ἐγώ"». Ἕνα ἄρωμα ἀγάπης, ὁμοψυχίας, συνεργασίας καί ταπεινοφροσύνης διαχέουν τά φωτισμένα λόγια του.
Ἀπό ὑπερβολική σωματική ἐξάντληση πεθαίνει στήν Ἀθήνα στίς 27 Ἀπριλίου 1864 σέ ἡλικία 67 χρονῶν. Τόν ἐπικήδειο λόγο ἐκφωνεῖ στόν μητροπολιτικό ναό ὁ γιατρός καί συγγραφέας Ἀναστάσιος Γούδας. Βουρκωμένο τό ἐκκλησίασμα ἀκούει τόν ὁμιλητή νά ξεσκεπάζει μία-μία τίς πληγές τοῦ ἁγνοῦ πατριώτη:
«Μὴ ἐκπλήττεσθε ἂν ὁ στρατηγὸς δὲν φέρῃ ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων του πολλὰ παράσημα. Ἀποκαλύψατε τὴν κεφαλὴν του καὶ θέλετε εὕρει ἀνωτέρω τοῦ δεξιοῦ μετώπου ἓν πολύτιμον παράσημον, μίαν οὐλὴν καὶ ὑπ᾽ αὐτὴν κάταγμα μετ᾽ εἰσθλάσεως· ἀποκαλύψατε τὸν τράχηλόν του καὶ θέλετε εὕρει πολυτιμότερον παράσημον, σφαῖραν ἐχθρικὴν ἐγκεκυστωμένην καὶ ἄχρι τῆς σήμερον εἰς τὰς σάρκας τοῦ στρατηγοῦ· ἀποκαλύψατε τὸ στῆθος καὶ θέλετε ἰδεῖ διὰ μιᾶς τρία συνάμα ἔτι πολυτιμότερα παράσημα, τρεῖς μεγάλας οὐλάς· ἀποκαλύψατε τὸν ἀριστερὸν βραχίονα καὶ θέλετε εὕρει τὸ μέγιστον ἴσως τῶν παρασήμων, ἀπηρχαιωμένον κάταγμα μετά τινος δυσμορφίας. Ἀποκαλύψατε τὸν δεξιὸν μηρὸν καὶ ἐπ᾽ αὐτοῦ θέλετε εὕρει παράσημον πολυτιμότερον πάσης οἵας δήποτε ταινίας, μίαν δηλαδὴ τεραστίαν οὐλήν. Ἀποκαλύψατε ἤδη καὶ τὰ ὀπίσθια, ὢ φρικιῶ καὶ νὰ τὸ ἀναλογισθῶ! Ἐνταῦ-θα θέλετε εὕρει, ὢ τῆς σκληρότητος, ὢ τῆς ἀπανθρωπίας, ὢ τῆς ἀγνωμοσύνης, ἐνταῦθα, λέγω, θέλετε εὕρει σῆψιν ἐξ ἀτροφίας, διαβιβρώσκουσαν καὶ ζώσας ἔτι τὰς σάρκας τοῦ στρατηγοῦ ἐκείνου, μὲ τοῦ ὁποίου τὸ αἷμα εἶναι ἴσως πολλαὶ πέτραι τῆς Ἀκροπόλεως καὶ ἄχρι τῆς σήμερον βεβαμμέναι».
Στούς καιρούς μας, ἡ ἐθνική μνήμη εἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀναβαπτίζεται μέσα σέ τέτοιες ὑπέροχες, σπάνιες προσωπικότητες, γιά νά κρατιέται διαρκῶς σέ ἐγρήγορση.
Ἑλληνίς