4 Φεβρουαρίου 1843. Φτερουγίζει γιά τήν αἰωνιότητα ὁ ἥρωας τῶν ἡρώων, κατέχοντας τήν κεντρικότερη θέση στό «εἰκονοστάσι» τοῦ Γένους. Γύρω ἀπό τό φέρετρό του ἐπώνυμοι πολιτικοί, στρατιωτικοί, ἀγαπημένοι του συναγωνιστές· παρών ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Πλαπούτας. Ὅλοι θρηνοῦν γοερά καί ὑποκλίνονται σεβαστικά μπρός στό σύμβολο τοῦ ἡρωισμοῦ καί τῆς θυσίας, τῶν μαχῶν καί τοῦ θριάμβου. Τόν ἐπικήδειο, πού ράγισε καρδιές, ἐκφωνεῖ στόν μητροπολιτικό ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης ὁ δεινός ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί συγγραφέας Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος.
Λαοθάλασσα συνοδεύει τόν «Γέρο τοῦ Μοριᾶ» στήν τελευταία κατοικία του, στό Α´ νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν. Θάβεται μέ τή στολή τοῦ ἀντιστρατήγου. Ἐκεῖ ὁ ποιητής Παναγιώτης Σοῦτσος ἐκφωνεῖ τόν ἐπιτάφιο: «Ἀνὴρ μέγας ἐτελεύτησε καὶ ὁ προσκληθεὶς νὰ πλέξῃ τὸν ἐπιτάφιον στέφανον αὐτοῦ, ἀνάγκη νὰ περιλάβῃ ὁλόκληρον τὸν μεγάλον ἑλληνικὸν Ἀγῶνα».
Ἀληθινός πατέρας τῆς νίκης τοῦ 1821 εἶναι ὁ στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ὁ ἐθνεγέρτης μέ τ᾽ ἀετήσιο βλέμμα καί τή βροντερή φωνή ἀποτελεῖ πρότυπο βαθιᾶς πίστης στόν Θεό καί ἀπέραντης ἀγάπης στήν πατρίδα.
Κάτω ἀπό ἕνα δέντρο, στό Ραμoβούνι, βουνό τῆς Μεσσηνίας, ἡ γενναία Ζαμπέτα Κολοκοτρώνη φέρνει στόν κόσμο τόν πρωτότοκο γιό της, στίς 3 Ἀπριλίου 1770, Δευτέρα τοῦ Πάσχα. Καθώς ὁ Θεοδωράκης μεγαλώνει, ἀναστενάζει γιά τά βάσανα τοῦ Γένους καί νοσταλγεῖ τό γλυκοχάραμα τῆς λευτεριᾶς.
«Γιόκα μου», λέει ἡ χήρα μάνα, καθώς τόν καμαρώνει πού φοράει τ’ ἄρματα τοῦ συγχωρεμένου πατέρα του, «ὁ Θεός νά σ’ ἀξιώσει νά κάνεις ἐσύ ὅ,τι δέν μπόρεσαν νά πετύχουν ὁ πατέρας σου κι ὁ παππούς σου».
Θεριεύει ἡ φλόγα του γιά λευτεριά, ὅταν ὁρκίζεται ὡς μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, δίνοντας μιά ὑπόσχεση ποτισμένη μ’ αὐταπάρνηση:
«Ἐγώ, ἡ φαμίλια μου, τ᾽ ἄρματά μου, ὅ,τι ἔχω, εἶναι γιά τήν Ἑλλάδα»!
Ἡ ποθητή ὥρα ἔρχεται. Τό μεγάλο ὅραμα παίρνει σάρκα καί ὀστά. Καινούργιες λαμπρές σελίδες τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας γράφονται μέ τούς θριάμβους στό Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) καί στήν Τριπολιτσά (23 Σεπτεμβρίου 1821).
Διηγεῖται στά «Ἀπομνημονεύματά» του: «Μόλις εἶχε συσταθεῖ τό στρατόπεδό μου κι οὔτε κατάλαβα πῶς σκόρπισαν τά παλληκάρια μου καί μ’ ἐγκατέλειψαν. Ἔμεινα μόνος μέ τ’ ἄλογό μου. Ἦταν μία ἐκκλησιά εἰς τόν δρόμον καί τό καθισιό μου ἦτον ὅπου ἔκλαιγα τήν Ἑλλάς: "Παναγιά μου, βοήθησε καί τούτη τή φορά τούς Ἕλληνες, διά νά ἐμψυχωθοῦν". Ἔκανα τόν Σταυρό μου, ἀσπάσθηκα τήν εἰκόνα της, βγῆκα ἀπό τό ἐκκλησάκι, πήδηξα στό ἄλογό μου καί ἔφυγα. Σέ λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν ὀχτώ ἀρματωμένοι, ὁ ἐξάδελφός μου ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης καί ἑπτά ἀνήψια του.
– Κανένα παλληκάρι δέν εἶναι στήν Πιάνα, μοῦ εἶπε ὁ Ἀντώνης. Οὔτε στήν Ἁλωνίσταινα. Εἶναι φευγάτα.
– Ἄς μήν εἶναι κανείς, ἀποκρίθηκα. Ὁ τόπος σέ λίγο θά γιομίση παλληκάρια… Ὁ Θεός ὑπέγραψε τήν λευτεριά τῆς Ἑλλάδος καί δέν θά πάρη πίσω τήν ὑπογραφή του.
Κι ἡ Παναγιά σ’ ἕνα μήνα μᾶς χάρισε στό Βαλτέτσι νίκη τρανή».
Οἱ ἱστορικοί μαρτυροῦν πώς οἱ ἐπιτυχίες αὐτές ὀφείλονται ἀποκλειστικά στόν «Γέρο τοῦ Μοριᾶ». Καθιερώνεται πλέον ἀρχηγός τῆς Ἐπανάστασης στήν Πελοπόννησο.
Ἡ Πύλη ἀνησυχεῖ γιά τούς θριάμβους τῶν Ἑλλήνων. Διατάζει ἀμέσως τόν ἱκανό Μαχμούτ πασά, τόν γνωστό Δράμαλη, μέ τούς 30.000 στρατιῶτες του νά σβήσει τή φωτιά τῶν Ἑλλήνων πού ἄναψε στόν Μοριᾶ. Ὁ ἀντίπαλος σχεδιάζει τήν ἀνακατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς καί τήν κατάπνιξη τῆς Ἐπανάστασης. Πανικό σκορπᾶ στό πέρασμά του.
«Μιά μόνο καρδιά δέν δείλιασε αὐτή τή στιγμή. Μιά ψυχή μένει ὀρθή, μιά θέλησι ἀλύγιστη: ὁ Κολοκοτρώνης. Ἔχει καταλάβει πώς τώρα ὁ ἀγώνας εἶναι γιά ὅλα κι ἔχει ζώσει τό σπαθί νά γλυτώση ἄλλη μιά φορά τήν Ἐπανάστασι καί τήν Ἑλλάδα», σημειώνει ὁ βιογράφος του ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς.
Μέ τή στρατηγική ἰδιοφυΐα του κατορθώνει νά περιορίσει τόν στρατό τοῦ Δράμαλη στήν Ἀργολίδα καί νά ματαιώσει τήν πορεία του πρός τήν Τριπολιτσά. Κοντά στή Νεμέα μπαίνει ἡ πανίσχυρη στρατιά τοῦ ἐχθροῦ στά στενά τῶν Δερβενακίων. Ἡ δραματική μάχη ἀρχίζει. Ἀπό κάθε κοτρώνι καί κάθε χαμόκλαδο ἐκτοξεύεται κατά τῶν Τούρκων φωτιά, μολύβι, πού σκορπᾶ θανατικό. Ἡ τουρκική πανωλεθρία δέν περιγράφεται. Πέντε χιλιάδες νεκροί ἦσαν ξαπλωμένοι σ᾽ αὐτές τίς «Θερμοπύλες τοῦ Μοριᾶ». Στά Δερβενάκια γίνηκε μιά ἀπό τίς πιό ἔνδοξες καί δραματικές μάχες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Θά τή θυμίζει παντοτινά ἡ μεγάλη στήλη στόν δημόσιο δρόμο τῶν Δερβενακίων μέ τήν ἐπιγραφή: «Νίκη 26 Ἰουλίου 1822, κατά δραμαλικῆς στρατιᾶς, ἀρχιστρατηγοῦντος τοῦ ἀειμνήστου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη». Ἐκεῖ σήμερα δεσπόζει ὁ κατάλευκος ἀνδριάντας του.
Ἡ δόξα τοῦ Κολοκοτρώνη φθάνει στό ἀπόγειό της. Τοῦ προσφέρουν τιμές ἡ Γερουσία καί ὁ λαός, κατά τόν ἱστορικό Κωνσταντῖνο Παπαρρηγόπουλο. Ἡ προσωπικότητά του γίνεται σύμβολο στίς καρδιές καί τραγούδι στά χείλη τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων.
Τίς τελευταῖες δεκαετίες ἔγινε στήν πατρίδα μας συστηματική προσπάθεια παραχάραξης, ἀποδόμησης τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 καί σπίλωσης τῆς μορφῆς τοῦ ἀσυναγώνιστου αὐτοῦ ἥρωα. Εὐτυχῶς ὅμως διασώζονται μέχρι σήμερα τά «Ἀπομνημονεύματά» του -οἱ ἄμεσες πηγές, οἱ αὐθεντικές μαρτυρίες τῆς Ἐθνεγερσίας-, πού μέσα ἀπό τίς σελίδες τους «ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ» καθιερώνεται, ὅπως εὔστοχα εἰπώθηκε, ὡς «ὁ σκληρός πυ- ρήνας τῆς ἐθνικῆς μας συνείδησης».
Ἑλληνίς
"'Απολύτρωσις", Φεβρ. 2024