Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται

 fotodoxonὝμνους θεσπέσιους ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τίς ποικίλες ἀκολουθίες της πρός τόν πολυέλεο Θεό γιά τίς ἄπειρες δωρεές του. Ὡστόσο, σ’ ἕναν ἀπό τούς Οἴκους τῆς Δ´ στά­σεως τῶν Χαιρετισμῶν ταπεινά ὁμολογοῦμε• Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύ­δων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου• ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσ­φέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλληλούϊα! Σάν ποταμός ξεχύνονται στήν ζωή  μας οἱ οἰκτιρμοί, τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ὕμνος μας, σάν νά θέλει νά ἀναμετρηθεῖ μ᾿ αὐτό τό ρεῦμα, σπεύδει νά ἁπλωθεῖ σέ ὅλο τό μῆκος τοῦ ποταμοῦ, ἀλλά μένει πίσω. Κάθε ὕμνος νι­κᾶται, ὑστερεῖ, ὅσο κι ἄν τρέχει, δέν κατορθώ­νει νά φθάσει τό πλῆθος τῶν πολλῶν οἰ­κτιρ­μῶν σου, Κύριε. Κι ἄν ἀκόμη σοῦ προσ­­φέρου­με ὠδές ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου, ἅγιε Βασιλιᾶ, καί πάλι δέν ἐπι­τε­λοῦμε τίποτε ἄξιο πρός ὅσα ἔχεις δωρίσει σέ μᾶς πού ἀνα­φωνοῦμε «ἀλληλούϊα» (=αἰνεῖτε τόν Θεό).
 Δέν ἔχει ὅρια ὁ ἄπειρος Θεός• ἄπειρα εἶναι τά μεγαλεῖα του ἀλλά καί οἱ εὐεργεσίες του ἀ­πέραντες, ἀναρίθμητες. Ἄν ἐπιχειρούσαμε νά καταγράψουμε ἁπλῶς στό χαρτί τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, θά κυριευόμασταν ἀπό κατάπληξη, θά παρέλυε τό χέρι μας, θά γονατίζαμε συντε­τριμμένοι! Πῶς νά ἀνταποκριθοῦμε στίς ὕψι­στες εὐλογίες του ἐμεῖς, τά φτωχά καί ἀδύ­να­μα πλάσματά του; Κι ἄν ὅλη τήν ζωή μας ἀ­φι­- ερώναμε στό νά εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυ­στα τόν μέγιστο Εὐεργέτη μας, δέν θά μπο­ρούσαμε νά προσφέρουμε τήν ἀντάξια εὐχα­ριστία. Εὔ­στοχα ὁμολογοῦμε στούς Αἴνους τοῦ βαρέος ἤ­χου• «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ   πάν­­­των, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; Δι’ ἡμᾶς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις• διὰ τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν• πρὸς τοὺς ἀχαρίστους ὁ εὐεργέτης• πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους ὁ ἐλευθερωτής• πρὸς τοὺς ἐν σκότει καθημένους ὁ ἥλιος τῆς δι­και­οσύνης• ἐπὶ τὸν Σταυρὸν ὁ ἀπαθής• ἐπὶ τὸν ἅδην τὸ φῶς• ἐπὶ τὸν θάνατον ἡ ζωή• ἡ ἀνά­στασις διὰ τοὺς πεσόντας•πρὸς ὃν βοή­σω­μεν•ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι». Πραγματικά, ὅταν ὁ ἄνθρω­πος μελετᾶ ἀπό τό ἕνα μέρος τήν ἀ­θλιότητά του, τίς ἀδυναμίες του, τό χρέος του πρός τόν Θεό, κι ἀπό τό ἄλλο μέρος τίς εὐ­εργεσίες, τίς δωρεές, τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θε­οῦ, τότε δέν βρίσκει λόγια νά εὐχαριστήσει τόν μέγιστο Εὐ­εργέτη του.
 Μία ἀμυδρή εἰκόνα τῶν ἀπείρων εὐεργε­σι­ῶν τοῦ Θεοῦ θά ἐπιχειρήσω νά σᾶς παρου­σι­άσω. Καί παίρνω ὡς ὁδηγό στήν προσπάθεια αὐτή δύο ζευγάρια χαιρετισμῶν πού ἀ­πευ­θύ­νουμε στήν Παναγία μας στήν Δ´στάση τῆς ἀκολουθίας.
α) «Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν͘ χαῖρε ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀνα­βλύ­ζεις ποταμόν!» Ὅλα τά φῶτα τά ὑλικά δέν μποροῦν νά φω­τίσουν οὔτε τήν συνείδηση οὔτε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ὅλοι οἱ προβολεῖς, ὅλες οἱ ἑστί­ες φωτός καί ἀκτινοβολίες, πού ἀνακά­λυ­ψε ἡ ἐπιστήμη, δέν μποροῦν νά φωτίσουν τό σκο­τεινό μνῆμα γιά νά δεῖ ὁ ἐναγώνιος ἄν­θρωπος τί ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου. Σ᾿ αὐτό τό ζοφερό σκοτάδι ἔρχεται καί τόν συναντᾶ ὁ πολύφωτος φωτισμός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού λέγει «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12• πρβλ. 12,46). Μέ τήν διδασκαλία του, μέ τήν ζωή του, μέ τήν ἀνάστασή του ρίχνει φῶς στά δυσεπί­λυτα προβλήματα, στά μυστήρια τῆς ζωῆς. Ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο Κανόνα• «νῦν πάν­τα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Ὁ ἀναστημένος Κύ­ριος μᾶς ὁδήγησε στήν ἀνθρωπογνωσία καί στήν ἀλη­θινή θεογνωσία. Ἔσπασε τίς πλάκες τοῦ μνή­ματος καί μᾶς ἀποκάλυψε ὄχι τήν ἀ­θανασία τῆς ψυχῆς, γιά τήν ὁποία μιλοῦσαν καί ἄλλες θρησκεῖες καί φιλοσοφίες, ἀλλά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Βιώνοντας αὐτήν τήν ὕψιστη εὐ­εργεσία ἕνα γνήσιο παιδί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γ. Βερίτης, παιανίζει• «Πλάκες πού στέ­κατε βα­ρειές στά μνήματα καί στίς καρδιές, σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!». Μέγιστος εὐερ­γέτης μας ὁ Χριστός!
 Χαρακτηρίζεται ἀκόμη ὡς «ὁ πολύρρυτος ποταμός». Ἔρχεται στήν ζωή μας γιά νά μᾶς δροσίσει, νά μᾶς ποτίσει στήν ξηρασία, στήν ἀνομβρία πού στεγνώνει τήν ψυχή. Μές στούς αἰῶνες ἀκούγεται γλυκειά ἡ φωνή του• «ἐὰν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰω 7,37). Ὦ σεῖς πού διψᾶτε γιά τήν ἀλήθεια, πού διψᾶτε γιά τήν χαρά, ὦ σεῖς πού καίγεστε μέσα στά καμίνια τῶν παθῶν καί τῆς ἀθλι­ό­τητος, ἐλᾶτε νά ξεδιψάσετε, ἐλᾶτε! Ποιός δέν διψᾶ γιά ἀλήθεια; Ποιός δέν διψᾶ γιά χαρά; Ποιός δέν διψᾶ γιά λύτρωση; Ὅλοι διψοῦμε, καί τί­ποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς ξεδιψάσει. Τήν δίψα αὐτήν δέν τήν σβήνουν τά ποτά καί τά ἀνα­ψυ­κτικά. Δέν τήν δροσίζουν τά ναρκωτικά. Ὄχι! Αὐτά τήν αὐξάνουν περισσότερο, ὅπως τό θα­λασσόνερο κάνει πιό ἔντονη καί πιό μαρ­τυρική τήν ἀνάγκη τοῦ διψασμένου γιά νερό. Τήν δίψα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μόνον ὁ Κύ­ριος τήν ἱκανοποιεῖ. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει• «ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ δι­ψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω 4,14). Αὐτός εἶ­ναι ὁ δροσοβόλος πολύρρυτος ποταμός.
 β) Τό δεύτερο ζευγάρι τῶν χαιρετισμῶν• «Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταρ­γοῦσα, χαῖρε ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τε­κοῦ­σα», εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ «φθορέας τῶν φρενῶν» μας εἶναι ὁ σατανᾶς. Αὐτός διαστρέφει τά κριτήρια γιά τήν σωστή ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων, κατα­στρέφει τόν τρόπο τῆς σκέψης. Αὐτός δημι­ουργεῖ ἀνθρώ­πους μέ «ἀδόκιμον νοῦν», μέ σά­πια καί ἄρρω­στα μυαλά. Καί ὅπως στήν φυσική μας ζωή δέν ὑπάρχει ἀρρώστια χειρότερη ἀπό τήν τρέ­λα, ἔτσι καί στήν πνευματική ζωή ἡ πιό σο­βα­ρή ἀρρώστια εἶναι αὐτή ἀκριβῶς, νά κατα­στραφεῖ ἡ πυξίδα τῆς ψυχῆς μας, ὁ νοῦς, πού ὁδηγεῖ κάθε μας βῆμα, πού κατευ­θύνει κάθε μας πράξη. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι φω­τισμένος ὁδηγούμαστε στόν σωστό δρόμο, μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ποῦ τό ψέμα, ποῦ εἶναι τό σκοτάδι καί ποῦ τό φῶς, ποῦ εἶναι ὁ δρόμος καί ποῦ ὁ κρημνός. Ἔρ­χε­ται, λοιπόν, ὁ ἀλητήριος, ὁ κακοῦργος, ὁ σα­τανᾶς καί εἰσχωρεῖ μέσα στήν σκέψη μας, ὅπως τό σκουλήκι στό μῆλο, ὅπως ὁ ἰός καί τό μικρόβιο στόν ὀργανισμό μας. Καταστρέφει τόν νοῦ μας, κι ἔτσι δέν σκεφτόμαστε καί δέν ἐνερ­γοῦμε σωστά. Δέν πλησιάζουμε τόν πατέρα μας, τόν Θεό, ἀλλά τόν ἐχθρό μας διάβολο• δέν ἀγαποῦμε τήν ἀλήθεια ἀλλά τό ψέμα, δέν κα­τευθυνόμαστε στήν σωτηρία ἀλλά στήν κα­τα­στροφή. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός ἔρχεται καί μᾶς χαρίζει τήν «ἁγνεία», τήν σωφροσύνη, ἀποκα­θιστᾶ τήν φθορά καί μᾶς ἐπαναφέρει στό ἀρ­χαῖο κάλλος. Μέ τό Βάπτισμα μᾶς δίδει νοῦ φωτισμένο, τόν δικό του νοῦ• «ἡμεῖς νοῦν Χρι­στοῦ ἔχομεν» (Α´ Κο 2,16), διακηρύττει ὁ ἀπό­στολος Παῦλος. Μέσα στήν ἁγία Ἐκκλησία του, καλλιεργούμενοι μέ τό Εὐαγγέλιο καί ἁγιαζό­μενοι μέ τήν χάρη τῶν μυστηρίων, ἀνανε­ώ­νουμε, ἀνακαινουργιώνουμε καθημερινά τόν νοῦ μας, τό φρόνημά μας. Γράφει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος• «μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰ­ῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαι­νώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐά­ρε­στον καὶ τέλειον» (Ρω 12,2). Ἀνακαινουρ­γιώ­νουμε τό νοῦ μας, τό φρόνημά μας καί μπο­ροῦμε ἔτσι νά διακρίνουμε ποιό εἶναι τό θέ­- λημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γλυτώνουμε ἀπό τόν σει­σμό τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τά πυρά τοῦ ἐχθροῦ μας πού θέλει νά καταστρέψει τόν νοῦ μας καί ἐπιστρέφουμε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.
 Ἀλλά ἡ κορυφαία, ἡ μέγιστη εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ πρός τό γένος μας εἶναι ὅτι μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν βραχνά τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό κατέβηκε στήν γῆ ὁ πανάγαθος Θε­ός, γιά νά γίνει, ὅπως ψάλλουμε σέ ἕναν ἄλλον Οἶκο τῶν χαιρετισμῶν «ὁ πάντων χρεω­λύτης ἀνθρώπων». Ἦρθε γιά νά σχίσει τό χειρόγρα­φο τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅπως παρα­στα­τικά δι­δά­σκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολασ­σαεῖς Ἐπιστολή (βλ. 2,14-15). Παρου­σιάζει ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος μία μεγαλο­πρεπέ­στατη εἰ­κόνα θριάμβου. Ὁ σατανᾶς μᾶς ἔχει ὅλους δε­μένους καί μπροστά στά μάτια μας κραδαίνει ἕνα χειρόγραφο, ἕνα γραμμάτιο πού ἀποδει­κνύει ὅτι εἴμαστε σκλάβοι του, δέν μποροῦμε νά σηκώσουμε κεφάλι. Καί ἔρ­χεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἀναλαμβάνει τόν ἀγώνα. Ξεντύ­νεται, ὅπως ξεντύνονται οἱ ἀθλη­τές στό στά­διο•«ἀπεκδυσάμενος», γράφει ὁ ἀπόστο­λος, γυμνός ἀνέβηκε ἐπάνω στόν σταυ­ρό ὁ Κύριος καί ἐκεῖ κάρφωσε τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρ­τι­ῶν μας. Μέ τήν θυσία του, μέ τό αἷμα του κα­τήργησε τήν ἔχθρα καί μᾶς συμ­φι­λίωσε μέ τόν Θεό, γκρέμισε τό μεσότοιχο πού μᾶς χώ­ριζε ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπους μας, μᾶς χάρισε τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα (βλ. Ἐφ 2,14-15).
 Νά, λοιπόν, ὁ μεγάλος Εὐεργέτης μας! Εἶναι ὁ «πολύφωτος φωτισμός», πού μᾶς φωτίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια καί στήν σω­τη­ρία. Εἶναι ὁ «πολύρρυτος ποταμός» πού μᾶς ξεδι­ψάει καί μᾶς χαρίζει τό ἀθάνατο νερό γιά νά ἔχουμε αἰώνια ζωή. Εἶναι αὐτός πού κατήρ­γησε τόν «φθορέα τῶν φρενῶν» μας καί μᾶς ἀ­ποκατέ­στη­σε μέ νοῦν σώφρονα, μέ νοῦν Χρι­στοῦ. Εἶναι αὐτός πού ἀνέλαβε νά ξοφλήσει ὅλα τά χρέη μας, ὥστε ἐλεύθεροι καί πλούσιοι νά ζήσουμε στήν οὐράνια βασιλεία του. Ὅ­ποιος, βέβαια, δέν μετανόησε, ὅποιος δέν με­λετάει τήν Γραφή, ὅποιος δέν πιστεύει, ὅποιος δέν κοινωνεῖ τά ἄχραντα Μυστήρια, δέν μπο­ρεῖ νά νιώσει τόν Χριστό εὐεργέτη. Ὅποιος ὅμως γεύθηκε μέ τήν πίστη καί τήν μετάνοια καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὅλες αὐτές τίς εὐερ­γε­σίες, τίς μεγάλες εὐερ­γεσίες τοῦ Χριστοῦ, νιώ­θει ἐπι­τακτική τήν ἀ­νάγκη μέρα καί νύχτα νά δοξάζει, νά εὐχα­ρι­στεῖ, νά ἐξυμνεῖ τόν μεγάλο Εὐεργέτη. Καί μετά ἀπό πολλές δοξολογίες, μετά ἀπό ὁλόθερμες εὐχαριστίες περιορίζε­ται νά πεῖ• «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνε­σθαι σπεύ­δων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰ­κτιρ­μῶν σου•ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσ­­­­φέ­ρωμέν σοι, Βασι­λεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦ­μεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλ­ληλούϊ­α!». Ὁποιο­δή­ποτε ἀνταπό¬δομά μας πρός τόν Κύριο, ὅποια θερμή καί καρδιόβαλτη εὐ­χαρι­στία μας, εἶναι πάμφτωχη, ἀπελπι­στι­κά πενιχρή γιά νά εὐχα­ρι­στήσει ἐπάξια τόν Εὐερ­γέ­τη.
 Ἀλλά, θά πεῖ κανείς, τί μπορεῖ νά προσφέ­ρει στόν Θεό ἡ εὐχαριστία μας; Γιατί ὁ ἀ­πό­στολος Παῦλος παραγγέλλει κατ᾿ ἐπανάλη­ψη στίς Ἐπιστολές του νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό (βλ. Β´ Κο 4,15• 9,12• Ἐφ 5,4• Φι 4,6• Κλ 2,7• 4,2•  Α´ Θε 1,2• 5,18• Β´ Θε 1,3• Α´ Τι 2,1• 4,3); Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς δι­κές μας εὐ­χα­ριστίες; Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ἀναμ­φί­βολα, δέν ἀπολαμβάνει οὔτε κερδίζει τίποτε ἀπό μᾶς. Κι ὅ­μως, πολύ χαίρεται, ἀναπαύεται, εὐα¬ρε¬στεῖται ὁ Θεός, ὅταν τόν εὐχαριστοῦμε. Γιατί; Διότι, ὅταν τόν εὐ¬χαριστοῦμε, συνδεόμαστε μαζί του καί ἀπολαμβάνουμε πλου­σιώ­τερα τήν χάρη του. Νά γιατί θέλει ὁ Θεός νά τόν εὐχα­ρι­στοῦ­με!
Ἡ εὐγνωμοσύνη, ἐξάλλου, εἶναι μία ἀπό τίς βασικές φυσικές ἀρετές πού πρέπει νά χαρα­κτηρίζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά πού, δυστυχῶς, σπάνια τήν συναντοῦμε. Ἄν πικραίνονται οἱ γονεῖς ἀπό τά ἀχάριστα παιδιά τους, οἱ εὐερ­γέτες ἀπό τούς ἀγνώμονες εὐεργετημένους, πολύ περισσότερο πικραίνουμε ἐμεῖς τόν Θεό, ὅταν στεκόμαστε μέ ἀχαριστία ἔναντι τῶν με­γάλων του δωρεῶν.
 Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, ἕνα πραγμα­τικό περιστατικό, γιά νά δείξω πόσο ἀπαίσια καί ἐγκληματική εἶναι ἡ ἀχαριστία. Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας νεαρός σπούδαζε στήν Ἀθήνα ἰα­τρική. Καταγόταν ἀπό κάποιο μικρό κι ἀπό­μακρο χωριό τῆς Πίνδου.    Δούλευαν σκληρά στό χωριό οἱ φτωχοί γονεῖς καί τά ἄλλα παιδιά τῆς οἰκογένειας καί ζοῦσαν μέ πολλές στερή­σεις, γιά νά ἐξασφαλίσουν κάθε δυνατή ἄνεση στίς σπουδές τοῦ φοιτητῆ. Ἦρθε ὁ καιρός τῶν διακοπῶν καί ὁ φοιτητής γύρισε στήν οἰκογέ­νειά του. Τόν δέχθηκαν μέ μεγάλη χαρά καί πολλή ἀγάπη, τόν περιποιήθηκαν ὅσο μποροῦσαν καλύτερα, τοῦ πρόσφεραν ὅ,τι ἐκλε­κτώτερο εἶχαν. Τόν καμάρωναν ὅλοι, ἦταν τό καύχημα τῆς οἰκογένειας. Ὅταν οἱ διακοπές τελείωσαν, ὁ πατέρας φόρτωσε τό μουλάρι μέ ἀγαθά, ἔβαλε καί τόν φοιτητή γιό καβάλα, γιά νά μήν κουραστεῖ, καί πεζοπορώντας ὁ ἴδιος, τόν κατέβασε στήν Καλαμπάκα, ἀπ᾿ ὅπου θά ἔπαιρνε τό τραῖνο γιά τήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ, στόν σι­δηροδρομικό σταθμό, συνάντησαν κάποιους συμφοιτητές τοῦ παιδιοῦ ἀπό τήν γύρω περι­οχή. Σέ κάποια στιγμή, καθώς περιμένοντας μιλοῦσαν ὅλοι μαζί, ἕνας πρόσεξε τόν πατέρα, πού καθόταν παράμερα, καί ρώτησε τόν γιό: «Ὁ πατέρας σου εἶναι καί δέν μᾶς τόν σύστη­σες;». Καί ὁ νεαρός φοιτητής, πού ντράπηκε νά συστήσει τόν πατέρα του, διότι ἦταν φτω­χικά ντυμένος καί σκευρωμένος ἀπό τήν πολλή δουλειά, ἀπάντησε: «Ὄχι, εἶναι ὁ ἀγωγιάτης»! Τό ἄκουσε ὁ πατέρας καί πόνεσε πολύ, ἀλλά συγκρατήθηκε, δέν μίλησε. Ξεπροβόδισε στορ­γικά τόν γιό του καί φαρμακωμένος γύρισε στό χωριό. Ὅταν ἐκεῖ τόν καλωσόρισαν καί τόν ρώτησαν «πῶς τά πέρασες, πατέρα;», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δέν εἶμαι πατέρας ἐγώ, ἀγωγιάτης εἶμαι». Καί τήν ἴδια στιγμή ἔπεσε κάτω νεκρός ἀπό συγκοπή καρδιᾶς. Τόν εἶχε σκοτώσει ἡ ἀχαριστία τοῦ παιδιοῦ του!
 Ἀσύγκριτα μεγαλύτερη εἶναι, ὡστόσο, ἡ δική μας ἀχαριστία ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Δέν θέλουμε νά τόν λέμε «πατέρα». Τόν περιφρονοῦμε, ὅ­πως ὁ νεαρός ἐκεῖνος φοιτητής τόν «ἀγω­γιά­τη». Δέν βρίσκει ὁ Θεός θέση στήν ζωή μας, δέν χωρᾶ μές στήν καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό ἕνα ἀπό τά πικρά παράπονά του εἶναι τό παρά­πονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν παιδιῶν του. Τό μεταφέρει πολύ ζωηρά ὁ προφήτης Ἠσαΐας στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς προφητείας του͘ «῎Α­κουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλά­λησεν» (στ. 2). Μάρτυρες ἐπικαλεῖται ὁ Θε­ός τόν οὐρανό καί τήν γῆ, πού παρακολουθοῦν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πρώτη στι­γμή τῆς ὕπαρξής τους. Καί τί καταθέτει μπροστά σ᾿ αὐτούς τούς μάρτυρες; Τόν πόνο του, τό παράπονό του• «Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν» (στ. 2). Γέννησα παιδιά καί τά μεγάλωσα, τά ἀνέδειξα, αὐτά ὅμως μέ καταφρόνησαν, μέ ἀρνήθηκαν. Καί συνεχίζει͘ «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φά­τνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ. ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (στ. 3). Γνω­ρί­ζει τό βόδι τό ἀφεντικό του καί τό γαϊδούρι γνωρίζει ὅτι τό παχνί πού τρώει εἶναι τοῦ κυ­ρίου του. Ὁ Ἰσραήλ ὅμως, πού τόσο τόν εὐ­ερ­γέτησα, ὁ λαός μου ὁ Ἰσραήλ δέν μέ κα­τανόησε καί δέν μέ ἀναγνωρίζει.
Τό παράπονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν ἀν­θρώπων τό ἀκοῦμε καί στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου. Μετά τήν θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ὅταν μόνον ὁ ἕνας ἀπό τούς δέκα ἐπέστρεψε γιά νά εὐχαριστήσει, ὁ Κύριος μέ δικαιολογημένο παράπονο ρώτησε• «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λκ 17,17). Κι ὅταν, μετά ἀπό τά τόσα σημεῖα πού ἔκανε καί τίς τόσες εὐεργεσίες πού σκόρπισε, ἀντιμετώπιζε σκληρή καί ἀμετανόητη τήν πό­λη τῆς Ἰερουσαλήμ, ἐξέφρασε καί πάλι μέ πό­νο τό παράπονό του• «Ἰερουσαλήμ, Ἰερου­σα­λήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! Πο­σάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Μθ 23,37• πρβλ. Λκ 13,34).
 Τό παράπονο τοῦ Κυρίου τό ἀκοῦμε, καί δονεῖ καί συγκλονίζει τίς καρδιές μας, καθώς ψάλ­λεται τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα: «Λαός μου, τὶ ἐποί­­ησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; Τοὺς τυ­φλοὺς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκα­θάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσά­-μην. Λαός μου, τὶ ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀν­τα­­πέ­δω­κας; Ἀντὶ τοῦ μάννα, χολήν• ἀντὶ τοῦ ὕ­­δατος, ὄξος• ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προ­­ση­λώσατε».
 Εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι κι ἐμεῖς, ὁ νέος Ἰσραήλ, διότι δέν εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. Ἀλλά κι ἄν ἐπιχειρούσαμε νά ἐκφράσουμε τήν εὐ­χα­ριστία μας πρός τόν Θεό, τάχα θά τό κατορ­θώναμε; Τί θά μπορούσαμε νά ἀνταποδώσουμε στίς τόσες δωρεές του; Ὁ μακαριστός ἐπί­σκο­πος Αὐγουστῖνος ἔλεγε στά κηρύγματά του• «Φαντασθεῖτε νά ἐρχόταν κάθε μήνα ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, νά χτυπᾶ τήν πόρτα μας κρα­τών­τας ἕνα διπλότυπο καί νά μᾶς ἐνημερώνει τί ἀκριβῶς χρωστοῦμε στόν Θεό γιά τά δισεκατομμύρια κιλοβάτ ἐνέργειας πού σκορπάει ὁ ἥλιος γιά νά μᾶς θερμάνει, γιά νά μᾶς φωτίσει καί γιά νά μᾶς δώσει ζωή!». Πραγματικά, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι χρωστοῦμε στόν Θεό ἕνα ὁλό­κλη­ρο σύμπαν•͘ τόν ἥλιο, τήν βροχή, τά λουλούδια, τίς θάλασσες, τίς πηγές, ὅλα τά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουμε.
 Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δίδασκε ὅτι χρω­στοῦ­με στόν Θεό ἕνα σύμπαν, διότι ἕνα σύμπαν δη­μιούργησε ὁ Θεός καί τό δημιούργησε γιά μᾶς. Χρωστοῦμε, ἐπίσης, ἕναν ἄνθρωπο, διότι ὁ Θε­ός μᾶς ἔπλασε. Μᾶς ἔπλασε μάλιστα μέ ἰδιαί­τερη φροντίδα καί μᾶς τίμησε μέ τό «κατ᾿ εἰ­κόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἑπομένως, τοῦ ἀνήκουμε, εἴμαστε περιουσία του. Κι ὅταν μετά τήν πτώση μας χάσαμε τήν δόξα πού μᾶς χά­ρισε, Ἐκεῖνος ἦλθε καί μᾶς ἀνέπλασε. Γιά τήν ἀνάπλασή μας, δέν ἀρκέστηκε στόν παντο­δύ­ναμό του λόγο οὔτε στήν ἰδιαίτερη στοργή καί φρον­τίδα του. Γιά νά μᾶς ἀναπλάσει πρόσφερε τό ἴδιο του τό αἷμα! Θυσιάσθηκε γιά μᾶς ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἑπομένως, χρωστοῦμε στόν Θεό, ὄχι μόνον ἕνα σύμπαν, ὄχι μόνον ἕναν ἄν­θρω­πο, ἀλλά καί ἕναν Θεό!
Ἄνοιξε, Κύριε, τήν καρδιά μας, φώτισε τήν σκέψη μας νά μελετήσουμε καί νά κατανοή­σουμε αὐτές τίς μεγάλες ἀλήθειες ἐμεῖς πού λεγόμαστε χριστιανοί, ἀλλά μᾶς ἔχουν ἀπορ­ροφήσει τά βιοτικά, μᾶς ἔχει ἀποκοιμίσει ὁ εὐ­δαιμονισμός καί δέν σκεπτόμαστε τίποτε πέρα ἀπό τά φθαρτά, σάν νά εἴμαστε βο­σκη­ματώδη ζῶα! Ναί. Χρωστοῦμε στόν Θεό ἕναν Θεό, διότι ἕνας Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί θυ­σιάσθηκε γιά τήν ἀναγέννησή μας καί τήν σω­τηρία μας!
 Νά δώσουμε, λοιπόν, στόν Θεό ἕνα σύμπαν; Ποῦ νά τό βροῦμε οἱ φτωχοί; Νά δώσουμε ἕναν Θεό; Οὔτε σκέψη. Τρελαίνεται ὁ νοῦς μου καί μόνο νά μελετήσω ἕνα τέτοιο θέμα. Του­λά­χι­στον νά τοῦ δώσουμε ἕναν ἄνθρωπο, τόν ἑ­αυ­τό μας. Καί ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὁ Θεός ζη­τάει τήν καρδιά μας• «δός μοι, υἱέ, σὴν καρ­δί­­αν», ἀν­τηχεῖ ἡ φωνή του μές στούς αἰ­ῶνες (Πρμ 23,26). Κύριε, τί τήν θέλεις τήν καρ­διά μου ἐσύ ὁ παντοδύναμος καί πλούσιος Θε­ός; Καί Ἐ­κεῖ­νος ἀπαντᾶ: Παιδί μου, δός μου τήν καρ­διά σου! Νά τήν ζεστάνω μέ τήν ἀγάπη μου, νά τήν ἀσφαλίσω μέ τήν στοργή μου στά παντο­δύ­ναμά μου χέρια. Δός μου τήν καρδιά σου, νά τήν ἐξευγενίσω, νά τήν ἁγιάσω, γιά νά εἶναι εὐτυχισμένη ἐδῶ, καί αἰώνια στήν βα­σιλεία τῶν οὐρανῶν!
Στόν βίο τοῦ ἁγ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος πέ­ρασε τά χρόνια τῆς ζωῆς του στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἀναφέρεται ὅτι κάποια χριστου­γεν­νιάτικη νύχτα εἶδε σέ ὅραμα τόν Κύριο νά τοῦ λέει• «Ἱερώνυμε, δέν θά μοῦ δώσεις τίποτε;». «Τί νά σοῦ δώσω, Κύριε; Ὅλα σοῦ τά δίδω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. «Δέν θέλω οὔτε τά χρήματά σου οὔτε τά συγγράμματά σου οὔτε τίς ὁμιλίες σου οὔτε τήν σοφία σου, Ἱερώνυμε». «Τί θέλεις, Κύριε, ἀπό μένα;», ρωτᾶ ὁ ἅγιος, καί λαμβάνει τήν ἀπάντηση: «Τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε». Πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας! Ζητάει ἀπό μᾶς τίς ἁμαρτίες μας,͘ τά πάθη μας, τήν ἀθλιότητά μας, τήν βρο­μιά μας, τόν βοῦρκο μας, αὐτό ζητάει ὁ Κύριος νά τοῦ προσφέρουμε.
 Νά γιατί ἡ ὕψιστη εὐχαριστία μας πρός τόν Κύριο εἶναι ἡ Θ. Εὐχαριστία. Τόν εὐχαριστοῦμε, βέβαια, κι ὅταν τόν ἀγαποῦμε, κι ὅταν τηροῦμε τίς ἐντολές του καί δείχνουμε ἔτσι ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας. Τόν εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν συγχωρητικότητα. Ἀλλά ἡ ὕψιστη μορφή εὐχαριστίας εἶναι αὐτή πού ὀνομάζεται «θεία Εὐχαριστία» καί προσ­φέρεται τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας μέ τό Μυ­στήριο. Ὅταν μετά ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱε­­ρᾶς Ἐξομολογήσεως, ὅπου καταθέτουμε μέ συν­τριβή τά ἁμαρτήματά μας στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, πλησιάζουμε καί κοινωνοῦμε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», τότε ὁ Κύριος δέχεται τήν πιό δυνατή καί γνήσια εὐχαριστία μας!
Καί ὅμως, ἀλίμονο, τί τραγικό! Ὑπάρχουν χριστιανοί -δέν ἀναφέρομαι σέ ἀνθρώπους ἄθεους καί εἴρωνες- χριστιανοί πού θέλουν νά λογαριάζονται μέλη τῆς ὀρθοδό¬ξου Ἐκ­κλη­σίας, καί ὅμως δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ! Κοι­νω­νοῦν ἴσως κάποιες φορές, ἀλλά δίχως προε­τοιμασία καί Ἐξομολόγηση. «Στῶμεν κα­λῶς», ἀδέλφια μου, «στῶμεν μετὰ φόβου»! Μία τέ­τοια προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας Κοι­­νω­νίας δέν εἶναι εὐχαριστία, εἶναι περι­φρό­­νη­ση, καταφρόνια στόν Κύριο καί καταδίκη τῆς ψυ­­χῆς μας!
 Ὁ Κύριος ζητᾶ τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Κύριος ἐκλιπαρεῖ τήν μετάνοιά μας. Ὁ Κύριος θέλει τήν Ἐξομολόγησή μας. Ξέρετε ποιός εἶναι ὁ ὕμνος πού περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τόν εὐ­φραί­νει; Ὁ ὕμνος τοῦ ἄσωτου υἱοῦ• «πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐ­κέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λκ 15,21). Ὁ ὕμνος τοῦ τελώνη• «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13). Ὁ ὕμνος πού ἐπάνω στόν σταυρό ἔδωσε στόν εὐγνώμονα ληστή τό κλειδί γιά νά ξεκλειδώσει τόν παράδεισο καί νά γίνει ὁ πρῶτος κάτοικός του•͘ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42). Στ᾿ ἀλήθεια, ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου κι ἄν εἶναι οἱ εὐχαριστίες μας, πῶς νά συγκριθοῦν πρός τό ὕψος μιᾶς τέτοιας θεϊ­κῆς ἀγάπης;

Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 103-120.