Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κυριακή ΚΕ΄ Ἐφ 4,1-7

῾Η κλήση τοῦ Θεοῦ· ἡ διαφύλαξη τῆς ἑνότητος
 

   Στά τρία πρῶτα κεφάλαια τῆς πρός ᾿Εφεσίους ᾿Επιστολῆς ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναλύει τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Παρουσιάζει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί ἀποκαλύπτει μεγάλες θεολογικές ἀλήθειες πού συνδέονται μ᾿ αὐτό· ῾Ο Χριστός δημιούργησε μέ τή θυσία του μία νέα κοινωνία, τήν ᾿Εκκλησία, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἑνωμένοι μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους.

   ῾Ο ἀπόστολος μετά τή θεολογική τοποθέτηση ἐκθέτει στά κεφ. 4-6 τίς πρακτικές συνέπειες τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῶν χριστιανῶν, τό χρέος τους· α) Νά διατηρήσουν τήν ἑνότητα, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. β) Νά κόψουν κάθε σχέση μέ τήν ἁμαρτία καί νά εὐθυγραμμίσουν μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς τους.

 kyrios toxo2  ῾Η περικοπή μας ἀποτελεῖ τήν εἰσαγωγή στό πρακτικό μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς. ᾿Αρχίζει μέ μία θερμή ἔκκληση πρός τούς πιστούς, νά ζοῦν ἀντάξια πρός τήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί νά διατηροῦν τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό εἶναι τό ἀποτέλεσμα ἀλλά καί ὁ στόχος τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
 

α) ῾Η ζωή τῶν πιστῶν ἀντάξια τῆς θείας κλήσεως (4,1)
 

4,1. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε.

   Μέ τόν συμπερασματικό σύνδεσμο οὖν περνᾶ ὁ ἀπόστολος ἀπό τό θεολογικό μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς στό πρακτικό, θεμελιώνοντας στό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ τήν ἠθική διδασκαλία πού ἀκολουθεῖ (πρβλ. Ρω 12,1· Κλ 3,1). Δέν μιλᾶ σάν ἕνας ἠθικολόγος πού διδάσκει καλά πράγματα, ἀλλά ὡς θεολόγος. Θέτει τή θεολογική βάση τῶν πραγμάτων. ῎Ετσι γίνεται φανερό ὅτι κάθε ἀγαθό καί ὡραῖο πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

   Τό ρῆμα παρακαλῶ δηλώνει τήν εὐγένεια καί τήν ταπείνωση τοῦ Παύλου. ᾿Ενῶ ὡς ἀπόστολος καί διδάσκαλος ἔχει δικαίωμα νά ἀπευθύνει ἐντολές καί παραγγέλματα στούς μαθητές του, ὡστόσο δέν τούς προστάζει, ἀλλά ταπεινά τούς προτρέπει καί παρακλητικά τούς νουθετεῖ μέ ἀγάπη καί διάκριση.

   ᾿Εγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ· ῾Η προσωπική ἀντωνυμία ἐγώ πού χρησιμοποιεῖ ὁ Παῦλος δέν ἐκφράζει ἐγωισμό ἀλλά συναίσθηση τοῦ χρέους καί τῆς εὐθύνης του. ῾Ως ἀπόστολος ἔχει τή συνείδηση ὅτι εἶναι πνευματοκίνητος· «δοκῶ δέ κἀγώ πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν», γράφει στούς Κορινθίους (Α´ Κο 7,40). Τό ἐπίθετο δέσμιος προσδιορίζει τίς συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ὁ ἀπόστολος γράφει τήν ᾿Επιστολή. βρίσκεται φυλακισμένος στή Ρώμη. ᾿Αλλά δέν εἶναι τυχαῖος φυλακισμένος, εἶναι δέσμιος ἐν Κυρίῳ. Τό γεγονός αὐτό δίνει ἰδιαίτερο κύρος στά παραγγέλματα πού ἀπευθύνει στούς μαθητές του. ᾿Αναμοχλεύει τήν εὐγνωμοσύνη τους, κινεῖ τό φιλότιμό τους, διεγείρει τή συμπάθειά τους. Εἶναι δέσμιος ὄχι ἀπό δικά του σφάλματα ἀλλά ἀπό πόθο γιά τή δική τους σωτηρία. ῞Οπως σημειώνει ὁ Θεοδώρητος· «῾Η θύμηση τῶν δεσμῶν ἔχει τή δύναμη ἀκόμη καί αὐτούς πού εἶναι ἀναίσθητοι ἀπό σοβαρά πάθη νά τούς ἀνάβει τόν πόθο γιά τήν ἀρετή».

 ῾Ο προσδιορισμός ἐν Κυρίῳ ἐκφράζει τή στενή σχέση καί τό σύνδεσμο τοῦ ἀποστόλου μέ τόν Χριστό. Εἶναι ἀδιάρρηκτα δεμένος μαζί του, νιώθει τό Πάθος τοῦ Κυρίου δικό του (πρβλ. Γα 2,20). Τώρα πού εἶναι φυλακισμένος ἀξιώνεται νά ἔχει στό ἴδιο του τό σῶμα τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ. Τά δεσμά του τά θεωρεῖ ὡς ἕνα λαμπρό παράσημο, διότι ἐπιβεβαιώνουν τόν ἐσωτερικό δεσμό του μέ τόν Κύριο. Γι᾿ αὐτό τοποθετεῖ στήν ἀρχή τῆς προτροπῆς του τό δέσμιος ἐν Κυρίῳ ὡς μιά ἰδιότητα πολύτιμη, ὡς ἕνα μεγάλο ἀξίωμα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος πλέκει τό ἐγκώμιο τῶν δεσμῶν τοῦ Παύλου καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει· «Τίποτε, λοιπόν, δέν εἶναι τόσο λαμπρό ὅσο ἡ φυλακή γιά τόν Χριστό, ὅσο οἱ ἁλυσίδες πού κρατοῦν δέσμια τά ἅγια ἐκεῖνα χέρια. ᾿Από τό νά εἶναι ἀπόστολος, ἀπό τό νά εἶναι διδάσκαλος, ἀπό τό νά εἶναι εὐαγγελιστής, αὐτό εἶναι λαμπρότερο· τό νά εἶναι δέσμιος γιά τόν Χριστό. Τό νά φυλακίζεται κάποιος γιά τόν Χριστό εἶναι καλό ὄχι διότι αὐτό τοῦ χαρίζει τή βασιλεία ἀλλά διότι ὑπομένει γιά τόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ». Προτείνει μάλιστα ὁ ἱερός πατέρας πρακτικούς τρόπους μέ τούς ὁποίους μποροῦμε νά μιμηθοῦμε τόν Παῦλο ἐπιβάλλοντας ἑκούσια δεσμά στόν ἑαυτό μας. Μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ, λέει, νά δέσουμε τά χέρια μας ἐμποδίζοντάς τα ἀπό τήν πλεονεξία· νά δέσουμε τή σκέψη μας, γιά νά μή ξεφεύγει στούς πονηρούς λογισμούς κτλ.

  ῞Ενας φυλακισμένος ζητάει συνήθως στά γράμματά του νά τόν βοηθήσουν στά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει καί νά φροντίσουν γιά τήν ἀποφυλάκισή του. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὅμως δέν παρακαλεῖ γιά τόν ἑαυτό του. ῾Η ἀγωνία καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τούς παραλῆπτες τῆς ᾿Επιστολῆς τόν κάνει νά παρακαλεῖ γιά τή δική τους πνευματική πρόοδο.

 ᾿Αξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε· Εἶναι γνωστό ἀπό τήν Π.Δ. ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ περιπλανήθηκε καί περπάτησε πολύ μέχρι νά φθάσει ἀπό τήν Αἴγυπτο στή γῆ τῆς ᾿Επαγγελίας. ῾Η ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι μία πορεία γιά τή νέα γῆ τῆς ᾿Επαγγελίας, γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Χριστός εἶναι «ἡ ὁδός» (᾿Ιω 14,6) ἀλλά καί ὁ ὁδηγός, ὁ καθηγητής (Μθ 23,10) πού μᾶς καθοδηγεῖ στήν πορεία γιά τόν οὐρανό. Μεταξύ τῶν ἄλλων ὀνομάτων πού πῆραν οἱ πρῶτοι χριστιανοί εἶναι καί τό χαρακτηριστικό ὄνομα «οἱ τῆς ὁδοῦ» (Πρξ 9,2). Μᾶς θυμίζει ὅτι βρισκόμαστε σέ πορεία, εἴμαστε περαστικοί ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί δέν πρέπει νά χάσουμε ἀπό τό στόχο μας τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού εἶναι ἡ ἀσφαλής ὁδός καί ὁ μόνος κατάλληλος ὁδηγός.

  ῾Ο ἀπ. Παῦλος συνιστᾶ στούς πιστούς ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως καί ἀλλοῦ «ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου» (Φι 1,27) ἤ «ἀξίως τοῦ Κυρίου» (Κλ 1,10) ἤ «ἀξίως τοῦ Θεοῦ» (Α´ Θε 2,12). ῞Ολες αὐτές οἱ ἐκφράσεις ἀποδίδουν τό ἴδιο νόημα· Κλήση εἶναι τό προσκλητήριο πού μᾶς ἀπευθύνει ὁ Κύριος, ὁ Θεός, τό Εὐαγγέλιο. ῾Ο Κύριος μέ τό Εὐαγγέλιό του μᾶς καλεῖ νά συμμετέχουμε στούς γάμους τοῦ ᾿Αρνίου, στήν καινή ζωή. Κατά τό Βάπτισμά μας ἀποδεχτήκαμε αὐτή τήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Τό ὄνομα πού πήραμε ὁ καθένας, ὄνομα ἑνός ἁγίου, εἶναι μία συνεχής κλήση καί ὑπόμνηση νά βαδίσουμε στά χνάρια τοῦ ἁγίου μας, γιά νά τόν ἔχουμε προστάτη καί παραστάτη ἐδῶ στή γῆ καί νά συναντηθοῦμε μαζί του στή χαρά τοῦ παραδείσου. ᾿Επιπλέον, «ἡ σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ῾Αγίου», μέ τήν ὁποία σφραγιστήκαμε στό Βάπτισμα, ἀποτύπωσε στήν ἴδια τήν ὕπαρξή μας τό προσκλητήριο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ὄνομα χριστιανός, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ὁποῖο μᾶς τιμᾶ ὁ Κύριος. Αὐτό δέν πρέπει νά τό λησμονοῦμε. ῾Ο Μ. Βασίλειος στήν ὁμιλία του «Εἰς τούς ἁγίους Τεσσαράκοντα μάρτυρας» ἀναφέρει ὅτι ὁ καθένας ἀπό τούς στρατιῶτες πού παρουσιάστηκε στόν ἀλαζόνα τύραννο δέν δήλωσε ἄλλο ὄνομα, ἀλλά εἶπε· «Χριστιανός εἰμι!». Αὐτό πού ἔλαβε ἀπό τό κοινό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος.

   Τό ὄνομα χριστιανός δηλώνει ὅτι εἴμαστε α) μιμητές τοῦ Χριστοῦ, μικροί Χριστοί, β) ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. γ) Μᾶς ἐξασφαλίζει τήν υἱοθεσία ἀπό τόν Θεό Πατέρα (βλ. ᾿Ιω 1,12) καί μᾶς κάνει συγκληρονόμους τοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος λέει· «Κληθήκατε σέ μεγάλα ἀξιώματα· νά καθίσετε μαζί μέ τόν Χριστό, νά συμβασιλεύσετε μαζί του».

   Οἱ προσκεκλημένοι σέ ἐπίσημες δεξιώσεις ὀφείλουν νά πηγαίνουν ἐκεῖ κατάλληλα ντυμένοι. Καί ὁ πιστός ὀφείλει νά ἀνταποκριθεῖ στό προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ, νά περιπατεῖ ἀξίως τῆς κλήσεως. Στήν παραβολή τῶν γάμων ὁ Κύριος μᾶς λέει ὅτι ἐκδίωξε ἀπό τό γαμήλιο τραπέζι ἕναν καλεσμένο, ὁ ὁποῖος δέχθηκε μέν τήν πρόσκληση, ἀλλά παρουσιάσθηκε χωρίς «ἔνδυμα γάμου» (Μθ 22,1-14). Μόνο μέ τόν Χριστό ὡς ἔνδυμα θά παρουσιασθοῦμε ἄφοβα μπροστά στόν Κύριο.
 

β) Οἱ ἀρετές πού συντελοῦν στή διατήρηση τῆς ἑνότητος (4,2-3)
 

   ᾿Αναλύοντας τό «ἀξίως τῆς κλήσεως» ὁ ἀπόστολος περιγράφει τά γνωρίσματα τῆς συμπεριφορᾶς τῶν χριστιανῶν. ᾿Εφόσον ὁ κάθε πιστός καλλιεργεῖ τίς ἀρετές πού τό ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ἔχει χαρίσει, προάγεται πνευματικά ὁ ἴδιος καί ἀποκτᾶ τίς προϋποθέσεις ὥστε νά ἀγωνίζεται γιά τή διατήρηση τῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας.
 

4,2. μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πρᾳότητος, μετά μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ.

 ῾Ο χριστιανός, γιά νά περιπατήσει ἀξίως τῆς κλήσεώς του καί νά βαδίσει μέ ἀσφάλεια τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, ἔχει πρωτίστως ἀνάγκη ἀπό ταπεινοφροσύνη καί πρᾳότητα. Πρέπει δέ συνεχῶς νά προάγεται σ᾿ αὐτές τίς ἀρετές· αὐτό σημαίνει τό μετά πάσης. Σέ ὅλες, δηλαδή, τίς ὧρες καί κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, στίς ἀποτυχίες ἤ στίς ἐπιτυχίες, ἀλλά καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, φίλους ἤ ἐχθρούς, μεγάλους ἤ μικρούς, ὁ χριστιανός νά εἶναι ταπεινόφρων καί πρᾶος.

 ῾Η ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ φυσιολογική, ἡ ὑγιής κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Τόν βοηθᾶ ὥστε νά ἔχει συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του ἀλλά καί τῶν δωρεῶν πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός. ᾿Αντίθετα, ἡ ὑπερηφάνεια χαρακτηρίζεται ὡς ἀπόνοια, τρέλα. Τό ταπεινό φρόνημα εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά ἑλκύσει ὁ ἄνθρωπος τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Πρμ 3,34· πρβλ. ᾿Ια 4,6· Α´ Πέ 5,5). Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Χριστός μακαρίζει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλους τούς ταπεινόφρονες· «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μθ 5,3). Παρέχει δέ τόν ἑαυτό του ὡς ὑπόδειγμα ταπεινώσεως, διότι «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φι 2,8).

  Οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας παρομοιάζουν τόν ταπεινό ἄλλοτε μέ κατάκαρπο δένδρο πού, καθώς βαραίνει ἀπό τούς καρπούς, γέρνει πρός τά κάτω τά κλαδιά του, καί ἄλλοτε μέ δοχεῖο βαρύ καί γεμάτο, πού δέν κάνει θόρυβο ἄν τό χτυπήσεις. ᾿Ονομάζουν δέ τήν ταπείνωση ἁγία, ὁσία, πανοσία, χριστομίμητη, ὑψοποιό, καύτρα τῶν δαιμόνων, σύντομη ὁδό σωτηρίας, πηγή καί σύνδεσμο ὅλων τῶν ἀρετῶν.

  Γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ταπεινοφροσύνης οἱ πατέρες συνιστοῦν τά ἑξῆς μέσα·

α) Νά μελετοῦμε τήν ἴδια τή φύση μας. Εἴμαστε θνητοί ἄνθρωποι, φτωχοί καί ἀδύναμοι. Γιά ποιό λόγο νά καυχηθοῦμε;

β) Νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἁγίους. Βλέποντας τή δική τους τελειότητα καί ἀντικρύζοντας τή δύναμή τους θά συνειδητοποιοῦμε τήν ἀθλιότητα καί τήν ἀδυναμία μας.

γ) Τά προτερήματά μας νά τά ἀποδίδουμε στή θεία χάρη. «Εἶναι λάμποντα ἐλαττώματα οἱ ἀρετές καί τά κατορθώματά μας, ἐφόσον δέν ἔχουμε ταπεινοφροσύνη», λέει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος.

Σέ συνάρτηση μέ τήν ταπεινοφροσύνη βρίσκεται ἡ πρᾳότης. ῾Η πρᾳότης δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἀρετή πού μᾶς προφυλάγει κατά τήν ὥρα τοῦ θυμοῦ, ἀλλά μία κατάσταση γλυκύτητος καί εἰρήνης, πού ἐξασφαλίζει τίς προϋποθέσεις ὥστε νά μήν προκαλούμαστε οὔτε νά προκαλοῦμε τούς ἄλλους. Γλυκαίνει μέσα μας κάθε πικρία πού δημιουργεῖται ἀπό τά λάθη τῶν ἄλλων καί μᾶς ὁπλίζει μέ τέτοια δύναμη, ὥστε νά μεταστρέφουμε τήν ὀργή σέ χαμόγελο, τήν ταραχή σέ εἰρήνη. ῞Οπως οἱ ἀστροναῦτες, μέ τήν εἰδική στολή πού φοροῦν, ζοῦν καί κινοῦνται ἄνετα σέ περιβάλλοντα πού δέν μποροῦν νά ζήσουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἔτσι καί οἱ πρᾶοι παραμένουν γαλήνιοι καί εἰρηνικοί μέσα στήν ταραχή καί τήν ἀναστάτωση. Μέ τήν πραότητα ὁ πιστός προγεύεται τή μακαριότητα τοῦ παραδείσου.

῾Η ταπεινοφροσύνη καί ἡ πραότης εἶναι δύο ἀρετές πού κάνουν τόν χριστιανό νά μοιάζει μέ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶπε· «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Μθ 11,29).

῾Ο ἀπόστολος συνιστᾶ ἀκόμη στούς πιστούς νά συμπεριφέρονται μετά μακροθυμίας, μέ μεγαλοψυχία καί ὑπομονή. ᾿Ενῶ ἡ πραότητα ἐκδηλώνεται πρός ἴσους ἤ πρός τούς μεγαλυτέρους, ἡ μακροθυμία χαρακτηρίζει τή σχέση τοῦ ἀνωτέρου πρός τόν κατώτερο. Στόν ἀπόλυτο βαθμό ἡ μακροθυμία εἶναι γνώρισμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παρά τήν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου «μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μή βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλά πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι» (Β´ Πέ 3,9). ῾Η δική μας μακροθυμία εἶναι ἀντανάκλαση τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. ῾Ο μακρόθυμος δέν παραιτεῖται ἀπό τήν ἐλπίδα ὅτι ὅλα μποροῦν νά βελτιωθοῦν. ῎Ετσι εἶναι ἐπιεικής σ᾿ ἐκείνους πού τόν ἀδικοῦν καί τούς βοηθᾶ νά γίνουν καλύτεροι. Εἶναι «βραδύς εἰς ὀργήν» (᾿Ια 1,19)· ὅταν ἀδικεῖται δέν σπεύδει νά τιμωρήσει.

Στήν πρός Κολασσαεῖς ᾿Επιστολή ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναφέρει μαζί μέ ἄλλες ἀρετές τήν ταπεινοφροσύνη, τήν πραότητα καί τή μακροθυμία ὡς τά λαμπρά ἐνδύματα πού φοροῦν οἱ «ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ» (3,12-13).

᾿Ανεχόμενοι ἀλλήλων· ῾Η ἀνοχή ἀποτελεῖ τή συνισταμένη τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς πραότητος καί τῆς μακροθυμίας. Οἱ διαφορετικοί χαρακτῆρες, τά ποικίλα χαρίσματα ἀλλά καί οἱ ἀνθρώπινες ἀτέλειες καί ἀδυναμίες ἀπαιτοῦν τήν ἀνοχή τοῦ ἑνός χριστιανοῦ πρός τόν ἄλλο. ᾿Εφόσον δέν ὑπάρχει τέλειος ἄνθρωπος, φυσικό εἶναι νά προκύπτουν διαφωνίες ἀνάμεσα σέ συνεργάτες, σέ φίλους, στά μέλη μιᾶς οἰκογένειας. Μόνο μέ τήν ἀνοχή μποροῦν νά ξεπεραστοῦν ὁμαλά ὅλα τά προβλήματα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι θά κατορθώσουμε νά εἴμαστε ἀνεκτικοί, ὅταν ἔχουμε αὐτογνωσία. «῎Αν δέν ἀνέχεσαι τόν πλησίον σου», ρωτᾶ ὁ ἱερός πατέρας, «πῶς θά σέ ἀνεχθεῖ ὁ Θεός; ῎Αν δέν ὑπομένεις τόν σύνδουλό σου, πῶς θά σέ ὑπομείνει ὁ Κύριος;».

῾Η ἀνοχή χαρακτηρίστηκε ὡς ἡ μητέρα καί ὁ φύλακας τῆς ἑνότητος. Εἶναι ὁ σπόγγος πού σβήνει τίς παρεξηγήσεις καί ἀποκαθιστᾶ τήν ἠρεμία. Δένει τούς ἀνθρώπους, γλυκαίνει τίς σχέσεις, ἁπαλύνει τίς ἀντιθέσεις, οἰκοδομεῖ τήν εἰρηνική συμβίωση. Μέ τήν ἀνοχή διατηροῦμε τή γαλήνη τῆς ψυχῆς μας, ἀφοῦ ἀποφεύγουμε τίς συχνές καί ὀδυνηρές συγκρούσεις μέ τούς ἄλλους καί ἀποσποῦμε τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

 ῾Η ἀνοχή δέν σημαίνει ἀδιαφορία γιά τόν ἀδελφό. ῎Αν δοῦμε ὅτι οἱ ἀδυναμίες του βλάπτουν τόν ἴδιο καί ὄχι ἐμᾶς, μέ προσευχή, διάκριση καί λεπτότητα πρέπει νά τοῦ τίς ἐπισημάνουμε. ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, θέλοντας νά προλάβει τόν κίνδυνο τῆς ἀδιαφορίας, συνιστᾶ· «Προσέχετε, ἵνα μή, μετερχόμενοι παραλόγως τήν ἀνοχήν, κρημνισθεῖτε εἰς τῆς ἀδιαφορίας τό βάραθρον. Βαστάζετε ἀλλήλων τά βάρη, ἵνα ἀλλήλους σώσητε· μή ἀδιαφορεῖτε, ἵνα μή ἀλλήλους ἀπολέσητε».

Στό τέλος τοῦ στίχου ὁ ἀπόστολος μέ ἔμφαση προσθέτει· ἐν ἀγάπῃ, γιά νά τονίσει ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πηγή ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ ἀρετές πού ἀνέφερε προηγουμένως. Αὐτή εἶναι τό κίνητρο πού δίνει χρῶμα καί περιεχόμενο σ᾿ αὐτές. Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά δείξει ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία, ἀνοχή, κινούμενος ἀπό νωθρότητα ἤ ἀδιαφορία ἤ ἀκόμη ἀπό ὑπερηφάνεια. «Δέν πάλεψα μέ κανέναν», ἔγραφε κάποιος, «διότι κανείς δέν ἄξιζε τή διαμάχη μου». Γιά τόν χριστιανό ὅμως ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης. Λέγεται πώς κάποτε ἕνας βασιλιάς ἀνέθεσε στόν ζωγράφο τῶν ἀνακτόρων του νά τοῦ φτιάξει τό πορτραῖτο. ῾Ο καλλιτέχνης βρέθηκε σέ δύσκολη θέση, διότι ὁ βασιλιάς εἶχε στό πρόσωπο μιά ἄσχημη οὐλή, ἀπό τραῦμα σέ κάποια μάχη. ῎Αν ζωγράφιζε τό πρόσωπο ὅπως ἦταν, θά φαινόταν ἡ δυσμορφία. Τότε ἡ ἀγάπη τοῦ καλλιτέχνη πρός τόν γενναῖο βασιλιά βρῆκε τρόπο νά τακτοποιήσει τή δυσκολία. «Μεγαλειότατε», τοῦ εἶπε, «θέλω νά σᾶς ζωγραφίσω σέ μιά ἀπό τίς ἱερότερες στιγμές τῆς ζωῆς σας. ᾿Εκεῖ πού κάθεστε στό γραφεῖο σας μέ ἀκουμπισμένο τό χέρι στό πρόσωπό σας καί μελετᾶτε ἀπορροφημένος τά σοβαρά προβλήματα τοῦ κράτους». ῎Ετσι, βάζοντας τό χέρι στό πρόσωπο τοῦ βασιλιᾶ, τοῦ ἔκρυψε τό βαθύ τραῦμα. Παρόμοιες πληγές καί ἀσχήμιες ἔχουμε καί ἐμεῖς καί οἱ ἄλλοι πού μᾶς περιβάλλουν. ῾Η ἀγάπη καί ἡ ἀνοχή τίς κρύβει, τίς καλύπτει. Προσέχει μόνο τίς ἀρετές τοῦ ἄλλου, ἐνῶ ἀνέχεται τίς ἐλλείψεις καί τίς ἀδυναμίες του.
 

4,3. σπουδάζοντες τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης.

 Οἱ ἀρετές, πού προηγουμένως ἀνέφερε ὁ ἀπόστολος ὡς γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ, ἔχουν στόχο νά διαφυλάξουν τήν ἑνότητα, τό πιό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Κάθε διαίρεση πλήττει τήν ἴδια τήν ὑπόσταση τῆς ᾿Εκκλησίας, θέτει σέ κίνδυνο τήν ἀποστολή της καί ἀποδεικνύει τά μέλη της ἀνάξια νά φέρουν τό ὄνομα χριστιανός.

 ῾Η ᾿Εκκλησία, πού ὡς σύνολο εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, συνεχίζει τό ἔργο τῆς ἀνάπλασης τῶν ἀνθρώπων καί τῆς ἑνότητος τῆς διαιρεμένης ἀνθρωπότητος. ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης ἐξηγεῖ τί σημαίνει ἑνότης τοῦ Πνεύματος· «Εἶναι ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν στά τῆς πίστεως καί ἡ μεταξύ τους ἀγάπη καί ἡ τελεία ὁμόνοια». Αὐτή ἡ ἀγάπη καί ἡ ὁμοφροσύνη εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ᾿Από τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδή ἀπό τήν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας, παρουσιάζεται μέσα στούς κόλπους της, καθώς ὁ Θεός πατέρας ἑνώνει ἁρμονικά ὅλους τούς πιστούς στό ὄνομά Του.

 ῾Ο ἀπόστολος δέν ζητᾶ ἀπό τούς πιστούς νά ἐπιτύχουμε τήν ἑνότητα, διότι εἶναι ἕνα ἀγαθό πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Προτρέπει μόνο νά τήν τηρήσουμε, νά τή διατηρήσουμε καί νά τή διαφυλάξουμε, ὡς ἕναν πολύτιμο θησαυρό πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος. Καί τό ἔργο τῆς διατήρησης τῆς ἑνότητος εἶναι μεγάλο καί σοβαρό. ᾿Απαιτεῖ προσοχή καί ἐπιμέλεια, φροντίδα καί θεῖο ζῆλο. Σπουδάζοντες τηρεῖν τήν ἑνότητα, τονίζει ὁ ἀπόστολος. ῎Αν, γιά νά σπουδάσουμε μία ἐπιστήμη ἤ νά ἐπιτύχουμε μία ἐπίγεια σταδιοδρομία, καταβάλλουμε ἐπί χρόνια ἐπίπονη προσπάθεια, πόσο μᾶλλον πρέπει νά κοπιάσουμε γιά τή διατήρηση αὐτοῦ τοῦ θεϊκοῦ δώρου; «Οὐκ ἀκόπως ἰσχύσομεν εἰρηνεύειν», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος.

῾Η προσπάθεια τοῦ πιστοῦ γιά τή διατήρηση τῆς ἑνότητος στηρίζεται στήν προσωπική καί ζωντανή του σχέση μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο, τήν πηγή τῆς ἑνότητος. ῾Η ἐξωτερική ἁρμονία καί ὁμόνοια εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ζωῆς. ῾Ο ὅλος ἀγώνας τοῦ πιστοῦ καί ἡ συνεχής πνευματική του τροφοδοσία μέ τά μυστήρια, τήν προσευχή καί τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τόν διαφυλάττουν μέσα στήν παρουσία τοῦ Πνεύματος. Τότε, ὄχι μόνο ὁ ἴδιος δέν δίνει ἀφορμές γιά συγκρούσεις καί διαιρέσεις, ἀλλά καί ὅταν τίς προξενοῦν οἱ ἄλλοι, τίς ἐξουδετερώνει μέ σύνεση καί ἀγάπη.

᾿Εν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης· Τό συνδετικό ὑλικό πού ἑνώνει τούς πιστούς μέσα στήν ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη (βλ. Κλ 3,14). ῾Ο ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ἡ εἰρήνη μας ἀλλά καί ὁ σύνδεσμος, τό συνδετικό ὑλικό, πού μᾶς συνδέει καί μέ τά ἄλλα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Χριστός, χαρίζοντάς μας τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, μᾶς κάνει χαρούμενους, γαλήνιους καί εἰρηνικούς. ῞Οταν ὅμως εἴμαστε χαρούμενοι καί εἰρηνικοί μέσα μας, εἴμαστε καί μέ τούς γύρω μας γλυκεῖς, ἀνεκτικοί, ὑποχωρητικοί.
 

γ) ῾Ο Κύριος πηγή τῆς ἑνότητος (4,4-6)
 

Στούς στίχους 4-6 τονίζεται ἔντονα ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας μέ τή συνεχῆ ἐπανάληψη τοῦ ἐπιθέτου εἷς, μία, ἕν (ὑπάρχουν ἑπτά τύποι τοῦ ἐπιθέτου μέσα σέ τρεῖς στίχους). πρότυπο γιά τήν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος τήν ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος. Τήν πρακτική καί ἠθική διδαχή του τή στηρίζει στή θεολογική καί δογματική ἀλήθεια.
 

 4,4. ῞Εν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν.

῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός δέν σώζει ἁπλῶς τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τούς ἑνώνει μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἄλλους λυτρωμένους εἰς ἕν σῶμα, τήν ᾿Εκκλησία, πού ἔχει κεφαλή της τόν Χριστό. ῾Η εἰκόνα τοῦ σώματος χρησιμοποιεῖται συχνά στήν Κ.Δ., γιά νά δηλώσει τήν ᾿Εκκλησία (βλ. Α´ Κο 12,13-27· ᾿Εφ 1,23· 2,15-16 κ.ἀ.). ῞Οπως στό ἀνθρώπινο σῶμα ὅλα τά μέλη ἐπικοινωνοῦν μέ τόν ἐγκέφαλο καί αὐτός ἐξασφαλίζει τήν κοινωνία τῶν μελῶν μεταξύ τους, ἔτσι τό ἕν Πνεῦμα, πού κατοικεῖ μέ τά μυστήρια στόν κάθε πιστό ξεχωριστά, ἐξασφαλίζει τήν κοινωνία τῶν πιστῶν καί τούς κρατᾶ ἑνωμένους μέσα στή μία ᾿Εκκλησία.

῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης λέει ὅτι εἴμαστε ἕνα σῶμα, διότι μεταλαμβάνουμε ἀπό τόν ἴδιο ἄρτο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁ ὁποῖος εἶναι τό σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Συναπτόμαστε καί ἑνωνόμαστε μαζί του σέ ἕνα σῶμα πνευματικό· «ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κο 10,17).

 Μέ τήν πρόθεση ἐν δηλώνεται ἡ κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι καθώς καί ἐκλήθησαν, ἀμέσως μετά ἀπό τήν κλήση τους. Εἴτε ἦταν εἰδωλολάτρες εἴτε ἰουδαῖοι, δέν ἔγινε διάκριση· ἐκλήθησαν ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως, στόν αὐτό τρόπο σωτηρίας καί γιά τίς ἴδιες μέλλουσες ἐπαγγελίες.

῾Υπάρχουν περιπτώσεις στίς ὁποῖες πολλοί, ἐπιδιώκοντας νά πετύχουν ἕνα πράγμα, συγκρούονται μεταξύ τους καί διαιροῦνται. Π.χ. οἱ ἀθλητές πού ἀγωνίζονται γιά τό ἴδιο βραβεῖο, συνάδελφοι πού ἐπιδιώκουν τήν ἴδια προαγωγή καί διάκριση. ῾Η κοινή ὅμως ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν δέν τούς χωρίζει ἀλλά τούς ἑνώνει. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «῾Ο Θεός σᾶς κάλεσε στά ἴδια· δέν ἔδωσε στόν ἕνα τίποτε περισσότερο ἀπό ὅ,τι στόν ἄλλο. Σέ ὅλους χάρισε τήν ἀθανασία, σέ ὅλους τήν αἰώνια ζωή, σέ ὅλους τήν ἀθάνατη δόξαϜ ὅλους τούς συνανέστησε καί τούς συνεκάθισε μαζί του στούς οὐρανούς. Σεῖς, λοιπόν, πού στά πνευματικά ἔχετε τόση ἰσοτιμία, γιά ποιό λόγο νά μεγαλοφρονεῖτε καί νά διχάζεσθε;».

Μέ τή φράση ἐλπίς τῆς κλήσεως ὑμῶν ἐννοεῖται ἡ ἐλπίς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Αὐτή ἡ ἐλπίς βιώνεται μέσα στή στρατευομένη ᾿Εκκλησία. Περιλαμβάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τήν υἱοθεσία, τά μυστήρια καί γενικά ὅλα τά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουν οἱ πιστοί ὡς μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτά ἀποτελοῦν τόν «ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος» (Β´ Κο 1,22· 5,5· ᾿Εφ 1,14), τήν πρόγευση τῆς αἰωνιότητος καί τῆς μελλοντικῆς εὐδαιμονίας καί βεβαιώνουν τούς πιστούς γιά τή μέλλουσα μακαριότητα, πού θά ἀπολαύσουν ἐν μέρει μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί πού θά ὁλοκληρωθεῖ μετά τή Β´ Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων.
 

4,5. εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα.

῾Η ἑνότητα τοῦ Πνεύματος, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος, στηρίζεται πάνω σέ τρία θεμέλια, πού στήν οὐσία εἶναι ἕνα καί τό αὐτό. ῾Η μία πίστις εἶναι ἡ μοναδική ἀλήθεια πού ἀποκάλυψε ὁ θεάνθρωπος ᾿Ιησοῦς Χριστός καί ἡ σωτηρία πού προσφέρει. Μέ τό ἕν βάπτισμα ντυνόμαστε τόν Χριστό καί πολιτογραφούμαστε στήν ᾿Εκκλησία Του. ῾Η ἑνότητα στηρίζεται στόν ἕνα Κύριο, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό· Αὐτός ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση τῆς πραγματικῆς ἑνότητος.

Μέ τή δεύτερη αὐτή τριάδα ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος τό νόημα τό ὁποῖο διατύπωσε μέ τήν τριάδα τοῦ προηγούμενου στίχου. Στό «ἕν σῶμα» ἀντιστοιχεῖ τό εἷς Κύριος, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό «ἕν Πνεῦμα» διατυπώνεται ἐδῶ ὡς ἕν βάπτισμα, διότι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού τελεῖ τά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η «μία ἐλπίς τῆς κλήσεως» εἶναι ἡ μία πίστις.

῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, θέλοντας νά ἀσφαλίσει τούς πιστούς ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις, ἐπισημαίνει· «Μία μόνη ἐστίν ἡ ἀληθής καί σωτήριος πίστις, ἐκείνη δηλονότι ἥν ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἐδίδαξε καί οἱ θεοφόροι ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ ἅγιοι μάρτυρες ὁμολόγησαν καί οἱ θεῖοι πατέρες ἐστήριξαν».
 

4,6. εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί διά πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν.

῾Ο εἷς τριαδικός Θεός ἀποτελεῖ τήν πηγή καί τό ὑπόδειγμα τῆς ἑνότητος τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τήν ἐπανάληψη τοῦ ἐπιθέτου «πᾶς» στίς φράσεις πάντων, ἐπί πάντων, διά πάντων καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν, ὁ ἀπ. Παῦλος θέλει νά τονίσει μέ ἔμφαση ὅτι ὅλοι ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, τήν ᾿Εκκλησία. Κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τόν ὁποῖο ἀκολουθοῦν καί ἄλλοι πατέρες, τό ἐπί πάντων σημαίνει τήν κυριαρχία καί δεσποτεία τοῦ Θεοῦ, τό διά πάντων τήν πρόνοια καί τό ἐν πᾶσιν ἡμῖν τήν ἐνοίκηση· «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» (Β´ Κο 6,16· πρβλ. Λε 26,12).

῾Ο Θεός βέβαια κυριαρχεῖ, κυβερνᾶ καί φροντίζει γιά ὅλο τό σύμπαν. ῾Οπωσδήποτε ὅμως ὁ ἀπόστολος γράφει ἔχοντας ὑπ᾿ ὅψιν του τή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τούς παραλῆπτες τῆς ᾿Επιστολῆς. ῾Ο εἷς Θεός εἶναι ὁ πατέρας ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ κυρίαρχος καί δεσπότης, πού προνοεῖ γιά ὅλους καί κατοικεῖ μέσα στίς καρδιές τους. ῾Επομένως, ὅλοι ὀφείλουν νά ἀποτελοῦν μία οἰκογένεια, νά ἔχουν μία καρδιά, νά εἶναι ἑνωμένοι.
 

4,7. ῾Ενί δέ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

 ᾿Από τό σύνολο τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ ἀπόστολος περνᾶ ἑνί δέ ἑκάστῳ, στά μέλη πού τήν ἀπαρτίζουν. Καθώς τά ἄτομα μπαίνουν στήν ᾿Εκκλησία καί ἑνώνονται σέ ἕνα σῶμα, δέν γίνονται μάζα. ᾿Απεναντίας, τό Πνεῦμα τό ἅγιο μέ τή δύναμή του διασπᾶ τό κάθε ἄτομο καί τό μετατρέπει σέ πρόσωπο, σέ ἐλεύθερη προσωπικότητα. Καί ἐνῶ στό ἄτομο κυριαρχεῖ τό «ἐγώ», ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ φιλαυτία, στό πρόσωπο κυριαρχεῖ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού ἀνακαινίζει καί ἐξαγιάζει τά ἀτομικά χαρακτηριστικά καί προάγει τόν ἄνθρωπο.

 ῾Η χάρις εἶναι ἡ πρακτική ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τά διάφορα χαρίσματα. Οἱ πατέρες διακρίνουν· α) γενικά χαρίσματα· πίστη, υἱοθεσία, μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας, β) εἰδικά χαρίσματα· τά τάλαντα μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός ἔχει προικίσει τόν κάθε πιστό καί γ) ἔκτακτα χαρίσματα· χαρισματικές ἐνέργειες καί δυνάμεις.

 Τά πρῶτα, πού εἶναι καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, εἶναι κοινά σέ ὅλους· τά ἄλλα ποικίλλουν. ῞Ολα τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τά προσωπικά τους χαρίσματα, ἔχουν τά γενικά, ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία. Τά εἰδικά καί τά ἔκτακτα χαρίσματα δίδονται ἀπό τήν ἴδια πηγή, τόν Χριστό. Δέν γίνεται αὐθαίρετα ἡ διανομή ἀλλά κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι καί σωστή ἀλλά καί συμφέρουσα γιά τούς πιστούς ἡ δωρεά.

῾Ο Χριστός δίδει τά χαρίσματα γιά τό καλό τῆς ᾿Εκκλησίας, γιά τήν οἰκοδομή τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (4,12). Καθένας ἔχει λάβει τά δικά του προσόντα καί τάλαντα, μέ τά ὁποῖα ἐπιτελεῖ κάποια διακονία καί διακρίνεται. Αὐτό ὅμως δέν βλάπτει οὔτε ἐμποδίζει τήν ἑνότητα· ἀντίθετα τήν ἐνισχύει, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἀπόστολος στούς στ. 7-16. Στό ἴδιο θέμα ἀναφέρεται ὁ ἀπ. Παῦλος καί ἀλλοῦ (βλ. Ρω 12,3-8· Α´ Κο 12,12-27), ἐνισχύοντας τή διδασκαλία του μέ τό παράδειγμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. ῾Η ποικιλία τῶν μελῶν δίνει στό σῶμα τήν ἁρμονία καί τήν ἑνότητα. ῎Ετσι, ὁ καθένας ὀφείλει νά χαίρεται καί νά ἀπολαμβάνει τά χαρίσματα τῶν ἄλλων καί νά τά θεωρεῖ δικά του, καθώς ἐπίσης καί νά μήν ὑπερηφανεύεται γιά τά προσωπικά του χαρίσματα, ἀλλά νά αἰσθάνεται ὅτι ἀνήκουν σέ ὅλους. ᾿Επιπλέον, κανείς δέν μπορεῖ νά νιώθει ὅτι εἶναι αὐτάρκης. ῾Ο καθένας ἔχει ἀνάγκη ἀπό τούς ἄλλους, ἀκόμη καί τούς πιό ἄσημους, διότι κάθε πιστός συνεισφέρει στήν οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας.

 Εἶναι ἐκτροπή ἀπό τό χάρισμα καί προσβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά χρησιμοποιήσει κανείς τά χαρίσματά του, γιά νά καταφρονήσει αὐτούς πού δέν ἔχουν χαρίσματα ἤ πού ἔχουν μικρότερα χαρίσματα. ῞Οπως ἐπίσης εἶναι προσβολή κατά τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά αἰσθάνεται ἡττοπάθεια καί κατωτερότητα καί νά μαραίνεται ἐκεῖνος πού δέν βλέπει νά ἔχει μεγάλα καί σπουδαῖα χαρίσματα. Αὐτός ὁ μαρασμός μαραίνει τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας καί διασπᾶ τήν ἑνότητα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος συμβουλεύει· «᾿Εάν ὁ τάδε ἔχει κάποιο χάρισμα περισσότερο, μή στενοχωριέσαι, διότι καί ὁ κόπος εἶναι σ᾿ αὐτόν περισσότερος. Καί ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔλαβε τά πέντε τάλαντα, πέντε τοῦ ζητήθηκαν· ἐκεῖνος δέ πού ἔλαβε τά δύο, δύο μόνο προσέφερε, καί τίποτα λιγότερο δέν ἔλαβε ἀπό τόν προηγούμενο».

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)