Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Τό ὁλοκαύτωμα τοῦ Δικώμου -Κυριάκος Μάτσης

matsis c 1955 - 2015. Κύλησαν ἤδη 60 χρόνια ἀπό τήν κυπριακή ἐποποιΐα 1955-1959, τότε πού ὁ εὐωδιαστός ἀνθός τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου, τά λεβέντικα χριστιανικά νιάτα της, ἔ­χυσαν τό ἄλικο αἷμα τους γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ ἀγγλικοῦ ζυγοῦ καί τή λευτεριά τῆς πα­τρί­δας τους.
 Σήμερα, πού ἰσχυροί «ἀγέρηδες» στοχεύ­ουν νά γκρεμίσουν διαχρονικές ἀ­ξίες καί ἰδανι­κά, ἡ ἡρωική μορφή τοῦ Κυριάκου Μάτση (1926-1958) ἐμ­πνέει τίς νέες γενιές καί τούς δείχνει τόν δρόμο τῆς τιμῆς καί τοῦ χρέους.
Ἀπό μικρός στό ὀρεινό χωριό του, Παλαι­χώ­ρι τῆς Λευκωσίας, ὀνειρεύεται νά κάνει κάτι γιά τό πολύπαθο νησί του. Τοῦ στοιχίζει πού οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς κωφεύ­ουν στά δίκαια αἰτήματά τους καί τούς ἀντιμετωπίζουν μέ ψυχρή ἀδιαφορία. Κι ὅσο μεγαλώνει, τόσο φουντώνει μέσα του ὁ πόθος γιά θυσία, γιά ἡρωισμό. Περνᾶ στή Γεωπονική σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἔρχεται στήν πό­λη τοῦ ἁγίου Δημητρίου στίς 28 Ὀκτω­βρίου 1946. Ἀμέσως πηγαίνει στό Πανεπιστήμιο, τήν ὥρα πού οἱ φοιτητές γιορτάζουν λαμπρά τήν ἐθνική ἐπέτειο. Στό τέλος ὁ νεαρός Κύπριος παίρνει τόν λόγο καί χαιρετίζει μέ παλμό τούς Ἕλ­ληνες Μακεδόνες. Τό ἀκροατήριο ἐνθουσιάζεται. Ὁ Πρύτανης συγκινεῖται ἀπό τήν πατριωτική φλόγα του καί τόν ἀγκαλιάζει.
 Σάν φοιτητής γράφει συνεχῶς καί δί­νει διαλέξεις γιά τό ἐθνικό δράμα τῆς Κύπρου. Ἡ ἐφημερίδα τῆς Θεσσαλονίκης «Μακεδονία» δημοσιεύει τά φλογερά του ἄρθρα. Ὅσοι ἀπολαμβάνουν τή ρη­το­ρική του δεινότητα καί τή γλυκειά φωνή του τόν χαρακτηρίζουν «τό ἀηδονάκι τῆς Κύπρου». Μιά μέρα ὁ συγκάτοικός του κύπριος φοι­τη­τής τόν εἰρωνεύεται, γιατί κοιμᾶται μές στίς κουρελοῦδες. Ὁποία ὅμως ἡ ἔκπληξή του, ὅταν πληροφορεῖται ὅτι ὁ Κυριάκος εἶχε χαρίσει τά σκεπάσματά του σ' ἕναν φτωχό ἄρρωστο συμφοιτητή τους!
 Εἶναι ἀπό τά πρῶτα μέλη τῆς «Ἐ­θνι­κῆς Ὀργάνωσης Κυπρίων Ἀγωνι­στῶν» (Ε.Ο.Κ.Α.). Στόν ἐθνικό ξεση­κω­μό τοῦ 1955 εἶναι ἀρχηγός τῶν συνδέσμων καί διαβιβάσεων τῆς Ε.Ο.Κ.Α. «Στρατιώτης τοῦ καθήκοντος, ἁγνός καί τίμιος, ὑπόδει­γμα εἰς τούς ὑφισταμένους του, ἐμ­ψυχω­τής», χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἀρχηγό τῆς Ε.Ο.Κ.Α. Γεώργιο Γρίβα-Διγενῆ. Οἱ Ἄγ­γλοι ἔχουν ἑστιασμένα τά βλέμματά τους πάνω του. Ἔχουν πληροφορίες πώς ἔ­χει ἐπαφή μέ τόν Ἀρχηγό. Ἐπείγονται νά τοῦ ἁρπάξουν μυστικά. Τόν συλ­λαμ­βάνουν καί τόν βασανίζουν στίς φυλακές τῆς Ὀ­μορφίτας. Τό παλληκάρι δέν λυγίζει. Ὁ ἄγ­γλος Κυβερνήτης τῆς Κύπρου, ὁ Τζών Χάρντιγκ, ἔρχεται στή φυλακή νά γνωρίσει αὐτόν τόν θερμό πατριώτη. Προσπαθεῖ νά βρεῖ ἕναν τρόπο νά τοῦ ἀποσπάσει χρήσιμες γιά τόν Ἀγώνα πληροφορίες. Τοῦ προσ­φέρει μισό ἑκατομμύριο κυπριακές λί­ρες, ἀρκεῖ νά τοῦ ἀποκαλύψει τό λημέρι τοῦ Ἀρ­χηγοῦ. Ὁ Κυριάκος ἀηδιάζει τίς βρό­μι­κες διαπραγματεύσεις καί φωνάζει:
- Ἐξοχώτατε, οὐ περὶ χρημάτων τὸν ἀγῶνα ποιούμεθα, ἀλλὰ περὶ ἀρε­τῆς!
 Μαζί μέ ἄλλους ἕξι πετυχαίνει τή δραπέτευσή τους ἀπό τίς φυλακές. Εἶ­ναι πλέον ἐλεύθερος νά βοηθήσει τήν Ε.Ο.Κ.Α. Ὁ Διγενής τοῦ ἀναθέτει τόν τομέα τῆς γραφικῆς Κερύνειας. Περιδιαβαίνει πόλεις καί χωριά, φτιάχνει κρησφύγετα, τοπογραφικούς χάρτες, προσφέρει τίς στρατιωτικές καί γεωπονικές του γνώσεις. Ξεσηκώνει καρ­διές, ἐμπνέει μέ τήν παρουσία του. Σ' ἕνα γράμμα του στούς συγγενεῖς του διακρίνει κανείς τόν σεβασμό του στόν λόγο τοῦ Θεοῦ:
 «Εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά κάνου­με πέτρα τήν καρδιά, γιά νά σταθοῦμε ἄξιοι τοῦ χρέους μας. Δοκίμασα πιό ἔν­τονο τόν πειρασμό ὅταν, περαστικός γιά λίγες μέρες ἀπό τό χωριό, ἤμουν ὑ­ποχρεωμένος νά μή πάω νά δῶ τούς δικούς μου. Ἦταν βέβαιο πώς κάποτε θά τούς ρωτοῦσαν ἄν μέ εἶδαν, καί ἔ­πρεπε νά λέν «ὄχι» καί νά μποροῦν νά ὁρκιστοῦν γι᾽ αὐτό. Μά ἔτσι θά εἶ­ναι πιό ἔντονη ἡ χαρά, ὅταν βρεθοῦμε τή μέρα τῆς ΝΙΚΗΣ». Ὑποφέρει μέ τή σκέψη πώς μποροῦν δικά του πρόσω­πα νά ψευδορκήσουν. Τέτοιοι ἱεροί ἀ­γῶνες δέν πρέπει ἐξαιτίας του νά σπιλωθοῦν.
 Κάποτε εἶχε πεῖ στόν ὑπαρχηγό τῆς Ε.Ο.Κ.Α. Γρηγόρη Αὐξεντίου: «Προ­βλέ­πω πώς θά ἔχουμε τήν ἴδια τύχη καί ἴσως τό ἴδιο τέλος». Τά προγνωστικά του βγαίνουν ἀληθινά. Εἶναι 19 Νοεμβρίου 1958. Ἄγγλοι ἐρευνοῦν σπιθαμή πρός σπιθαμή τήν περιοχή τοῦ Δικώμου, χτισμένου στίς νότιες πλαγιές τοῦ Πενταδάκτυλου. Ἐκεῖ βρίσκεται τό κρησφύγετο τοῦ Μάτση καί τῶν συντρόφων του. Φεύγουν οἱ ἀποι­κιο­κράτες, μά πάλι ἐπιστρέφουν. «Εἴ­μα­στε προδομένοι», διαπιστώνει ὁ τομεάρχης.
- Ἔ, Μάτση, παραδώσου!
 Καπνοί βγαίνουν ἀπό τή σπηλιά. Ὁ Μάτσης καίει ἔγγραφα καί διαταγές τῆς Ε.Ο.Κ.Α. Διατάζει τούς δύο ἀγαπημένους του συντρόφους, τόν Κώστα Χριστοδούλου καί τόν Ἀνδρέα Σοφιόπουλο, νά ἐγκαταλείψουν τό κρησφύγετο. Δέν ὑποχωρεῖ στήν ἄρνησή τους. Μέ δάκρυα τόν ἀσπάζονται γιά τελευταία φορά καί βγαίνουν ἔξω.
- Κυριάκο Μάτση, παραδώσου!, ἐ­παναλαμβάνει πολλές φορές ὁ ἐχθρός.
 Κι αὐτός θά τούς πεῖ μέ τόν δικό του τρόπο τό ἀρχαῖο «Μολὼν λαβέ».
- Ἄν βγῶ, θά βγῶ πυροβολώντας! Δέν θά μέ βγάλετε ζωντανό ἀπό δῶ μέσα. Ἐλᾶτε, ἄν τολμᾶτε, νά μέ βγά­λε­­τε!
 Οἱ Βρετανοί δέν κοπιάζουν νά πολεμήσουν κατά μέτωπο μέ τόν γενναῖο ἀντίπαλό τους. Προτιμοῦν τήν εὔκολη λύ­ση. Τοῦ πετοῦν χειροβομβίδες καί σφαῖ­ρες. Ἡ ἐπιθυμία του νά θυσιαστεῖ γιά τήν πατρίδα πραγματοποιεῖται. Τό σῶμα τοῦ ἐθνομάρτυρα μπαρουτοκαπνισμένο, μέ κομμένο τό ἕνα του πόδι, μά ἡ ψυχή του λαμπρή, ἀνάλαφρη πε­τᾶ γιά τούς οὐρανούς. Ὁ δυνάστης καί νε­κρό τόν ἐκδικεῖται. Ἀρνεῖται νά δώ­σει τή σορό στούς δικούς του γιά νά ταφεῖ μέ τιμές στό χωριό του. Τόν θάβουν ἄδοξα στά «Φυλακισμένα Μνή­μα­τα» τῆς Λευκωσίας, πού γίνηκαν πραγματικά μέχρι σήμερα κόσμου προσκυνητάρι.

Ἑλληνίς