Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Πλοῦτος καί τελειότης

  xr  Μέ τό ἄρθρο αὐτό θά ἀπαντήσουμε σέ νέα ἐρώτηση, πού μᾶς ὑπέβαλαν, γιά τό πῶς ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος τήν τελειότητα γενικά καί εἰδικότερα τί σχέση ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη μέ τήν τελειότητα. Ὁ ἀναγνώστης πού μᾶς ρωτᾶ, μαθητής τῆς Β΄ Λυκείου, ἀναφέρεται συγκεκριμένα στή φράση τοῦ Ἰησοῦ πρός τόν πλούσιο νεανίσκο· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα, καί δός πτωχοῖς, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Εἶναι, λοιπόν, οἱ ὁρίζοντες τῆς τελειότητος τόσο στενοί, ὥστε νά περιορίζεται σέ μιά ἑκούσια πτώχευση χάριν τῶν ἄλλων; Καί ἄν ναί, δέν ἀποτελεῖ μιά ὑποτιμητική καί ἐξωπραγματική ἀντιμετώπιση τῆς κοινωνικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου αὐτή ἡ ἐξάρτηση τῆς τελειότητος ἀπό τήν πτωχεία;
   Ἡ τελειότης γενικά στόν Χριστιανισμό δέν ἔχει καμία σχέση οὔτε μέ τόν πλατωνικό στοχασμό οὔτε μέ θρησκευτικές τελετουργίες, οὔτε μέ τή βουδιστική ἀπάθεια. Εἶναι ἔννοια βασικά θεολογική, ἐκκλησιολογική, θά λέγαμε καλύτερα, πού ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπό τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό μέσα στήν Ἐκκλησία του. Ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε «δυνάμει» καί «ἐνεργείᾳ» τέλειος, «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν». Τό «κατ' εἰκόνα» εἶναι ὁ σπόρος πού ὅταν καλλιεργεῖται, πραγματοποιεῖ τό «καθ' ὁμοίωσιν» καί βλαστάνει τήν τελειότητα. Εἶναι ἡ λογική καί ἡ ἐλευθερία, πού καταξιώνονται, ὅταν γίνουν πίστη καί ὑποταγή.
   Ὁ δρόμος γιά τήν τελειότητα θά ἦταν πιό εὔκολος καί σύντομος, ἄν ἡ ἁμαρτία δέν ἐξόριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν παράδεισο, ἀπό τήν κατάσταση δηλαδή τῆς ἀθωότητος καί τῆς εἰρήνης, πού ἦταν οἱ ἰδανικότερες καί ἀσφαλέστερες συνθῆκες γιά τή θέωση. Μέ τήν ἁμαρτία ὅμως διασαλεύτηκαν οἱ ἁρμονικές σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό του, καί ὁ ἴδιος βρέθηκε νά περιπλανιέται σέ ἀμφίβολα μονοπάτια ἀναζητώντας μάταια τή λύτρωση. Κάθε προσπάθειά του νά βρεῖ εἰρήνη ἀποδείχτηκε ἄκαρπη· οὔτε ἡ θρησκεία οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ὁ πολιτισμός δέν μπόρεσαν νά τοῦ χαρίσουν τή σωτηρία. Ἔπρεπε νά ἐνανθρωπήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιά νά ἀνοίξει ξανά ὁ κλεισμένος δρόμος καί νά γίνει δυνατή ἡ ἐπιστροφή πρός τό χαμένο ἀγαθό.
   Μέσα στόν κόσμο τῆς καινῆς διαθήκης μπορεῖ πιά ὁ καθένας νά γίνει τέλειος χάρη στό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ· ἀρκεῖ νά πιστέψει καί νά μετανοήσει. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἀρχίζει νά ζῆ μία νέα ζωή, ζωή χάριτος, στήν ὁποία καλλιεργεῖται καί μονιμοποιεῖται ἡ ἐν Χριστῷ εἰρήνη. Ἀσκώντας ὁ ἄνθρωπος τίς τρεῖς ἀγάπες πού διδάσκει τό εὐαγγέλιο, πρός τόν ἑαυτό του, τόν συνάνθρωπό του καί τόν Θεό, ἀποκαθιστᾶ τίς σχέσεις του καί ἀποκτᾶ τήν τελειότητα, τήν αἰώνια ζωή -γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν ἔκφραση τοῦ πλουσίου νεανίσκου. Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά ἀσκήσει αὐτές τίς τρεῖς ἀγάπες ὁ ἄνθρωπος πού διψᾶ γιά αἰωνιότητα; Μέ τόν πόθο τῆς σωτηρίας του θά δείξει τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του, μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, μέ τήν αὐταπάρνηση, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
   Ὁ νέος πού πλησιάζει τόν Χριστό ἔχει τήν πρώτη ἀγάπη, πρός τόν ἑαυτό του· ποθεῖ καί ἀναζητᾶ τήν τελειότητα. Εἶναι νέος, πλούσιος, πετυχημένος στή ζωή, ἀλλά δέν ἱκανοποιεῖται· νιώθει κάτι βασικό νά τοῦ λείπει. Καί ὁ Κύριος ἐπισημαίνει τίς ἐλλείψεις του. Τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον· «Πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς». Θά μποροῦσε νά τοῦ πεῖ ἁπλῶς νά βοηθᾶ τούς πτωχούς μέ μιά συνεχῆ ἐλεημοσύνη. Τοῦ προτείνει ὅμως ἕναν τρόπο νά ἐξοφλήσει ἅπαξ διά παντός τήν ἀγάπη πού ὀφείλει στούς ἄλλους μέ τή διανομή ὅλης του τῆς περιουσίας· μετά θά τούς ἀγαπᾶ πιά μόνο μέ τήν καρδιά του. Ἡ ἀγάπη ὅμως πρός τόν Θεό εἶναι χρέος πού δέν ἐξοφλεῖται καί πού θά διαρκέσει σέ ὅλη του τή ζωή. Γι' αὐτό καί τοῦ λέει· «Δεῦρο ἀκολούθει μου». Φαίνεται ὁλοκάθαρα πώς ἡ τελειότης γιά τόν Χριστό εἶναι μιά ἔννοια πολύ ρεαλιστική, πού δέν παραβλέπει τήν πραγματικότητα χάριν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκριβῶς χάριν τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται στήν πραγματικότητα σάν κάτι πολύ καίριο καί ἀναγκαῖο.
   Εἰδικότερα, γιά νά ἀπαντήσουμε στή συγκεκριμένη ἀπορία τοῦ ἀναγνώστου μας πάνω στήν περικοπή τοῦ πλουσίου νεανίσκου στό Μθ 19,16-22 (Λκ 18,18-27), θά πρέπει νά μελετήσουμε τή σχετική συνάφεια, ὥστε νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα της καί τό μήνυμά της. Ἄν, λοιπόν, διαβάσουμε μέ προσοχή τή διήγηση, θά καταλήξουμε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἰδέα πού τή διαρθρώνει εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἱεραποστολῆς καί οἱ ἀπαιτήσεις της. Τό βάρος τῆς περικοπῆς πέφτει στό δεύτερο σκέλος τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «ἀκολούθει μοι», πού ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντηση στή γεμάτη ἀγωνία ἀναζήτηση τοῦ νέου γιά τήν αἰώνια ζωή. Τό πρῶτο σκέλος «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς», δέν εἶναι παρά ἡ προϋπόθεση καί ἡ προπαρασκευή γι' αὐτό στό ὁποῖο ὁ Χριστός καλεῖ τόν νέο. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς γίνεται τό λάθος· οἱ περισσότεροι μένουν σ' αὐτή τή δευτερεύουσα πρόταση καί βλέπουν στήν περικοπή ἕνα κήρυγμα ἐλεημοσύνης καί ἔμπρακτης φιλανθρωπίας, ἤ ἀκόμη ἕνα κήρυγμα πατάξεως τοῦ πλούτου καί καταδίκης τῶν πλουσίων.
   Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἄλλη. Αὐτό πού ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τόν πλούσιο νέο εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία. Καί γνωρίζει ὡς παντογνώστης ὅτι γι' αὐτή τή συγκεκριμένη ψυχή πού ἔχει ἐκείνη τήν ὥρα μπροστά του, ἡ ἀπάρνηση τοῦ πλούτου εἶναι ἡ μεγαλύτερη θυσία πού μπορεῖ νά ἐπιτελέσει, ἡ φλογερότερη ἀπόδειξη τῆς ἐπιθυμίας του γιά τελειότητα. Γι' αὐτό καί τοῦ λέει· «Πήγαινε καί πούλησε τά ὑπάρχοντά σου». Ἴσως ἄν εἶχε μπροστά του κάποιον ἄλλο, ἡ προτροπή θά ἦταν διαφορετική· θά εἶχε ὅμως πάντα γνώρισμα τήν αὐταπάρνηση, τό σταύρωμα τῶν ἐγωϊστικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἐξάλλου ὁ πλοῦτος αὐτός καθαυτόν εἶναι πάντοτε μία ἀπό τίς μεγάλες ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπό τήν περιουσία του. Δέν χρειάζεται μάλιστα κἄν νά πρόκειται γιά περιουσία· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπ' αὐτά πού θεωρεῖ δικά του. Ὁ ἄνθρωπος δένεται μέ τά πράγματα, μέ τό περιβάλλον του, καί εἶναι πάντα πράξη θυσίας ἡ ὁποιαδήποτε ἀπάρνηση.
   Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος λόγος πού ὁ Χριστός ἔθεσε ὡς προϋπόθεση τό «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου». Εἶναι ὅτι ἡ ἱεραποστολή ἀπαιτεῖ πλήρη ἀπόθεση κάθε βιοτικῆς μέριμνας ἀπό τόν ἱεραπόστολο. Αὐτός πού θά ἀγωνιστεῖ γιά τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἶναι ὁλόκληρος ἀφιερωμένος στό ἱερό αὐτό ἔργο, ἐλεύθερος ἀπό κάθε γήινη φροντίδα, ἔστω καί τήν πιό ἀνθρώπινη, ἄν αὐτή πρόκειται νά τοῦ γίνει βάρος στό δρόμο του. Θά ἦταν ἀπαράδεκτο καί ἀνέντιμο μπροστά στόν Θεό νά λέμε ὅτι ἐργαζόμαστε γιά τήν ὑπόθεσή του, ἐνῶ οἱ ὑποχρεώσεις μιᾶς περιουσίας θά κλέβουν τή φροντίδα καί τόν χρόνο μας.
   Μ' αὐτές τίς ἀναλύσεις καταλήγουμε στίς ἑξῆς διαπιστώσεις: Φυσικά ἡ τελειότης δέν περιορίζεται στά στενά πλαίσια τῆς ἐλεημοσύνης. Βρίσκεται ὅμως στό «ἀκολούθει μοι», στή γεμάτη ὑποταγή μίμηση τοῦ Σωτῆρος. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι μία ἀπό τίς συνέπειες τῆς θυσίας, πού προϋποθέτει αὐτή ἡ μίμηση, καί πού εἶναι πολύ εὐκολότερη ἀπό αὐτήν. Ἄν δέν ἔχεις τή διάθεση νά πτωχεύσεις ἑκούσια, οὐδέποτε θά βρεῖς τόν δρόμο νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό. Καί ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ θέματος· ἡ τελειότης δέν μετρᾶται μέ τό μέγεθος τῆς ἀνέχειας καί τῆς κακοπάθειας, ἀλλά μέ τήν ποιότητα καί τό ὕψος τῆς θυσίας. Ὅταν τό ζενίθ τῆς αὐταπαρνήσεώς σου βρίσκεται στήν ἀπάρνηση τοῦ πλούτου σου, τότε ἡ θυσία τοῦ πλούτου εἶναι αὐτή πού θά σέ φέρει πιό κοντά στήν τελειότητα.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 59-61