Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Eἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν

ypapanti c  Ἡ γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς, μέ τήν ὁποία ἀνοίγει ὁ Φεβρουάριος, φέρνει στόν νοῦ τήν ἁγία μορφή τοῦ πρεσβύτη Συμεών, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε, σύμφωνα μέ ὅ,τι τοῦ εἶχε ἀποκα­λύ­ψει τό ἅγιο Πνεῦμα, νά δεῖ καί νά δεχθεῖ στήν ἀγκαλιά του «τὸ σωτήριον» τοῦ Θεοῦ (Λκ 2,30), τόν σωτήρα τοῦ κόσμου.

  Ἀντικρύζοντας ὁ γέροντας τό θεῖο βρέφος -τόν ἴδιο τόν Θεό «ἐν σαρκί»- προφητεύει. Προβλέπει μέ τήν δύναμη τοῦ Πνεύματος τό μέλλον αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ καί ἀπευθυνόμενος στήν παρθένο μητέρα Του τονίζει· «Ἰδοὺ οὗ­τος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολ­λῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντι­λεγό­μενον» (Λκ 2, 34). Δηλαδή: Αὐτός θά γίνει αἰτία νά πέσουν καί νά ἀνυψωθοῦν πολλοί Ἰσραηλῖτες καί θά εἶναι σημεῖο πού θά ἀντιλέγεται, θά προκαλεῖ γύρω ἀπό τό πρόσ­ωπό του ἀντι­λο­γία.
  Πόσο ἀληθινά ἀποδείχθηκαν τά λόγια τοῦ Συ­με­ών, τό γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία. Πό­σοι Ἰσραηλῖτες προσέκρουσαν σ’ αὐτόν τόν «λίθον προσκόμματος» (Ρω 9,33) καί ἔ­πεσαν! Ἀνάμεσα στούς πρώτους, ἀρ­χιερεῖς, γραμ­ματεῖς καί φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ ἦταν ἄνθρωποι τῆς θρησκείας καί τοῦ Νόμου, δέν ἀνα­γνώ­ρισαν στόν Ἰησοῦ τόν Μεσσία, ὄχι διότι δέν τούς δό­θηκαν διαπιστευτήρια, ἀλλά διότι αὐτοτυφλώθηκαν καί πωρώθηκαν• ἐπειδή ζητοῦσαν «τὴν ἰδίαν δικαιο­σύνην στῆ­σαι», ἐπεδίωκαν δηλαδή νά ὑπερισχύσει ἡ δική τους δῆθεν εὐσέβεια, καί ὄχι νά ὑποτα­γοῦν στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ (βλ. Ρω 10,3). Καί δέν εἶναι μό­νον αὐτοί. Ἔπεσαν καί χι­λιά­δες ἄλλοι Ἑβραῖοι, πού βλέποντας τά σημεῖα τοῦ Κυρίου τόν ἀνα­γνώριζαν καί τόν ἐπευφημοῦσαν ὡς «υἱὸν Δαυΐδ» (βλ. Μθ 21,9) καί «βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ» (βλ. Ἰω 12,13), ἐνῶ στόν και­ρό τοῦ πειρασμοῦ ζητοῦσαν τόν θάνα­τό του καί κραύ­γα­ζαν ἀδιάντροπα· «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡ­μᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέ­κνα ἡμῶν!» (Μθ 27,25). Καί τούς μι­μήθηκαν χιλιάδες ἤ καί ἑκα­τομμύρια ἄλλοι στήν συνέχεια.
  Ὅμως καί πόσοι ἀνυψώθηκαν! Ἴ­σως σέ σύγκριση μέ τό πλῆθος τῶν πε­πτω­κότων νά μήν εἶναι πολλοί, εἶ­ναι ὅμως ὅ,τι ἁγνότερο καί τιμιώτερο εἶχε νά προσ­φέ­ρει ὁ Ἰσραήλ. Εἶναι ἀσφα­λῶς ὁ γέροντας Συμεών, ἡ προφήτιδα Ἄννα, «θυγάτηρ Φα­νουήλ» (Λκ 2,36), ὁ Ζαχαρίας καί ἡ Ἐλισάβετ, εἶναι ἡ παρ­θένος Μαρία καί ὁ Ἰωσήφ· κι ἀκόμη εἶ­ναι ὁ Ἰω­άννης ὁ βαπτιστής, οἱ μαθη­τές τοῦ Κυ­ρίου, τά πλήθη πού πί­στε­ψαν στό ἀπο­στολικό κήρυγμα -ὅσοι ἔμειναν μέ­χρι τέ­λους πι­στοί-, ὁ Παῦλος, «Ἑ­βραῖος ἐξ Ἑ­- βραίων» (Φι 3,5), οἱ ἑβραῖοι συνεργάτες του, καί σίγουρα πολλοί ἄλλοι πού δέν ἀ­ναφέ­ρουμε ἤ ἀγνοοῦμε. Εἶναι τό «κατά­λειμμα», γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ προ­­φή­της Ἠ­σαΐας (10,22), ἤ τό «λεῖμμα κατ’ ἐκλο­γὴν χάριτος» (Ρω 11,5) κατά τόν ἀπό­στολο Παῦλο. Ὅ­λοι αὐτοί προσέ­κρουσαν στόν λίθο Χριστό καί ὄχι μόνο δέν ἔπεσαν, ἀλλά διά τῆς πί­στεως σ’ Αὐτόν ἐκτινάχθη­καν στήν σφαί­ρα τοῦ οὐρα­νοῦ.
  Ὅμως ἡ προφητεία τοῦ Συμεών δέν ἐκτείνεται μόνο μέχρι τά ὅρια τοῦ Ἰ­σραήλ. Ἐκπληρώθηκε καί ἐκπλη­ρώ­νεται καθημε­ρινά σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Ἀποτελεῖ ἱστορική δια­πί­στω­ση: Ὅποιος γνωρίσει τόν Ἰησοῦ ἤ θά τόν ἀναγνωρίσει ὡς Θεό καί θά τοῦ παραδώσει τόν ἑαυτό του ἤ θά σταθεῖ ἀπέναντί του ὡς ἐχθρός του. Μέση κατάσταση δέν ὑπάρχει. «Ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐ­μοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Μθ 12,30), εἶπε ὁ ἴδιος, κι αὐτό συμβαίνει πάντοτε. Κα­νείς δέν μισήθηκε τόσο, ὅσο ὁ Χριστός καί τό κήρυγμά του. Ἀλλά καί κανείς δέν ἀγαπήθηκε τόσο, ὅσο Αὐτός. Τόν μίσησαν, ἐκτός ἀπό τούς Ἑβραίους, τά ἐθνικά ἱερατεῖα καί ὅσοι ἐ­πωφελοῦν­ταν οἰκονομικά ἀπό τήν λατρεία τῶν ψευδοθεῶν. Γιά εὐνόητους λόγους. Τόν μίσησαν οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες ὡς ὑπονομευτή τάχα τῆς ἑνότητας τῆς αὐ­το­κρατορίας· ἐπειδή οἱ Χριστιανοί ἀρ­νοῦν­ταν νά τούς ἀναγνωρίσουν καί νά τούς λα­τρεύσουν ὡς «Κυρίους». Τά τριακόσια πρῶτα χρόνια ζωῆς τῆς Ἐκ­κλησίας αὐτό τό μῖσος καί ἡ ἐχθρότητα ἐκδηλώθηκαν μέ ἰδιαίτερη σκληρότητα καί ὁδήγησαν σέ διωγμούς πρωτο­φα­νοῦς ἀγριότητας χιλιά­δες πιστούς. Ἀλ­λά καί στήν ἐποχή μας· εἶ­ναι νωπά ἀκόμη τά αἵματα τῶν χιλιάδων ἐπίσης μαρτύρων τῆς σοβιετικῆς θηριωδίας καί ὅλων τῶν ὁμόλογων ἀθεϊστικῶν καθεστώτων τοῦ 20οῦ αἰώνα. Γιά νά ἀνα­φερ­θοῦμε μόνο σ’ αὐτά τά πασί­γνω­στα.
  Ἀλλά καί πόσοι ἀγάπησαν καί ἀ­γα­ποῦν τόν πρᾶο καί ταπεινό Ἰησοῦ! Χι­λιά­δες Δημήτριοι, Γεώργιοι, Μαρίνες καί Παρασκευές πού πότισαν μέ τό αἷ­μα τῆς θυ­σίας τους τό δένδρο τῆς χρι­στιανικῆς πί­στης. Ἀλλά καί Βασίλειοι καί Γρηγόριοι καί Χρυσόστομοι καί Φώτιοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι μό­νον ἀναδεί­χθη­καν μεγάλοι ἱεράρχες, πα­τρίκιοι τοῦ Ναζωραίου, ἀλλά σφράγισαν μέ τήν σφραγίδα τῆς χριστιανικῆς πίστης ἕναν ὁλόκληρο πολιτισμό πού ἔζησε καί με­γαλούργησε ἐπί μία καί πλέον χιλιετία. Καί ἀκόμη, ἀμέτρητοι ἄλλοι οἱ ὁποῖοι δια­κρίθηκαν καί διακρίνονται ὡς ἐκ­λε­κτοί ἐργάτες τοῦ πνεύματος στό στάδιο τῆς προσ­­ευχῆς καί τῆς ἄσκησης, τῆς ἱ­εραπο­στολῆς καί τῆς προσφορᾶς πρός τόν συν­άνθρωπο. Καί μαζί τους οἱ κα­θημερινοί ἄνθρωποι, οἱ ἁπλοί καί ἄση­μοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπνεόμενοι ἀπό τήν πίστη στόν Κύριο ζοῦν μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σε­μνό­τη­τι» (Α´ Τι 2,2) καί ἀ­ποτελοῦν «τὸ ἅλας τῆς γῆς» καί «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Μθ 5,13-14).
  Ἐμεῖς σέ ποιά παράταξη ἀνή­κου­με; Συγκαταλεγόμαστε στούς ἐχθρούς ἤ στούς φίλους τοῦ Κυρίου; Τό ὅτι λε­γόμαστε χριστιανοί δέν δηλώνει τί­ποτε, ἄν δέν ἔχουμε συνείδηση τῆς βα­ρύ­τη­τας αὐτοῦ τοῦ ὀνό­ματος. Καί τέτοια συνείδηση ἔχουν μόνον ὅσοι με­του­σιώνουν τό χριστιανικό κήρυ­γμα σέ ζωή. Ὅσοι ἀκολουθοῦν πιστά τά ἴχνη τοῦ «τῆς πίστεως ἀρχηγοῦ καὶ τελει­ω­τοῦ Ἰησοῦ» (βλ. Ἑβ 12,2) μέ ὁποιο­δή­ποτε τίμημα.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας