Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Σταυρός, πιστῶν διάσωσμα

cyprus c  - Ἦταν, παιδιά μου, πάλι τότε, σάν σήμερα, τοῦ Σταυροῦ, διηγεῖται ἡ κ. Γεωργία στά μεγάλα της ἐγγόνια. Μετά τήν ἐκκλησία ἑτοιμα­ζόταν ὅλη ἡ οἰκογένεια, νά ταξιδέψουμε. Ὁ παπ­πούς σας, ἀξι­ω­ματικός τοῦ πεζικοῦ, εἶχε πάρει μετά­θε­ση ἀπό τήν Ἀθήνα στή μακρινή Κύπρο.

  Μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἀνέβηκα τή σκάλα τοῦ ἀε­ροπλά­νου. Ἄ­ραγε, σκε­φτό­­­μουνα, θά ἀρ­γοῦσε ὁ και­ρός τῆς ἐπι­­στρο­φῆς;
  Ἡ σχολική χρονιά κύλησε ὄμορφα. Τό κα­λοκαίρι, εἴχαμε προ­­γραμματίσει νά γνωρί­σουμε ἀπό κον­τά τή γραφική αὐτή μεγα­λό­νη­σο μέ τήν ξεχωριστή της ἱστο­ρία.
 - Καί ποῦ πήγατε πρῶτα, γιαγιά;
 - Πουθενά, Γιῶργο. Δέν προλάβαμε. Τά μαῦρα σύννεφα τοῦ πολέμου κύκλω­σαν τό νησί. Ξημέρωσε ἡ ἀποφράδα κεί­νη μέρα, 20 Ἰουλίου 1974. Οἱ Τοῦρκοι καταπάτησαν ἄδικα τήν Κύπρο. Οἱ ὀρδές τους μανιακά λεηλατοῦσαν τήν Κερύ­­νεια, τό βόρειο ζηλευτό κομμάτι της. Τά ἅρ­ματα μάχης, οἱ ὀβίδες καί οἱ ἐμπρη­στικές τους βόμβες ἄλλαξαν τήν πανέ­μορφη ὄψη της. Ἐμεῖς μέναμε στό νότιο μέρος, στή Λεμεσό. Συχνά ἔπαιρνα, παι­διά μου, τηλέφωνο στό στρατό νά μάθω γιά τήν τύχη τοῦ παπποῦ σας. «Ὁ ἀν­τι­συν­ταγμα­τάρχης εἶναι σέ ἀποστολή», μοῦ ἔλεγαν. Κι ἐγώ σ᾽ αὐτές τίς δύσκολες μέρες, πού οἱ στιγμές ὄχι οἱ ὧρες ζύγιζαν αἰῶνες, ποῦ ἀλλοῦ νά βρῶ καταφύγιο; Μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πανα­γίας ἄφηνα τόν πόνο καί τήν ἱκεσία μου γιά τό δράμα τό δικό μου καί τόσων ἄλ­λων συνανθρώπων μας.
 Ξαφνικά χτύπησε μιά μέρα δυνατά ἡ ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ μας. Δέν ἀναγνώ­ρισα ἀμέσως τόν κύριο πού μπῆκε μέσα.
  - Ποιός ἦταν, γιαγιά; Μήπως κανένας Τοῦρ­κος; πετάχτηκε τρομαγ­μένη ἡ Μα­ρία.
  - Ἦταν ὁ παππούς σας, παιδιά μου, ἀξύρι­στος, ἄυπνος, μπαρου­το­­κα­πνισμέ­νος. Μέ βρα­χ­νή φωνή μᾶς διη­γήθη­κε τό θαῦμα πού ὁ ἴδιος ἔζησε. Καθώς πολε­μοῦσε, ἀνή­μερα τοῦ προφήτη Ἠλία, μιά ἐχθρική σφαίρα διαπέρασε τό ἀριστερό πέτο τοῦ γιακᾶ τοῦ στρατιω­τι­κοῦ του πουκαμίσου, τό ξέσχισε, σεί­σθη­κε ὁλό­κληρο τό σῶμα του, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν ἔ­παθε ἀπολύτως τίποτε. Μέσα ἀπό τό πουκάμισο εἶχε τό φυλαχτό του, ἕνα μι­κρό ξύλινο σταυρό. Εὐχαριστήσαμε καρ­διόβγαλτα τόν Θεό πού τόν ἔσωσε, τόν προστάτευσε.
  Τά πράγματα ὅλο καί χειροτέρευαν. Κάθε τόσο ἀναρωτιόμασταν: «Τί θά γί­νει; Πότε θά σταματήσει ὁ κατα­στρεπτι­κός αὐτός πόλεμος;». Ὥσπου ἕνα μεσημέ­ρι ὁ παποούς σας μᾶς ἀνακοίνωσε πώς ἔγινε ἐκεχειρία.
  - Πῶς τήν εἶπες τή λέξη, γιαγιά; Πρώ­τη φορά τήν ἀκοῦμε.
  - Ἐκεχειρία. Σημαίνει τήν προσωρινή παύση τῶν ἐχθροπραξιῶν. Μᾶς εἶπε λοι­πόν πώς ἔπρεπε γρήγορα νά ἑτοιμα­στοῦ­με, γιατί σέ δυό μέρες θά ἔφευγε τό πρῶ­το καράβι γιά τήν Ἑλλάδα μέ τά γυναι­κόπαιδα μόνο, δίχως τούς ἀξιωμα­τικούς. Αὐτοί θά συνέχιζαν νά ἀμύνον­ται.
  1η Αὐγούστου. Ἕνα μεγάλο πλοῖο, ἀγκυροβολημένο στό λιμάνι τῆς Λεμε­σοῦ σηκώνει ἄγκυρα. Ἦταν πολύ συγκι­νητικό τό φαινόμενο καί ὅποτε τό θυμᾶ­μαι δάκρυα τρέχουν ἀπό τά μάτια μου: Ὁλω­νῶν τά χέρια, μικρῶν-μεγά­λων, ση­κώ­θηκαν ψηλά. Στά πρόσωπά τῶν ἀξιωματικῶν πού χαιρετιῦσαν ἀπό τήν ἀπο­βάθρα ζωγραφιζόταν ἡ στενο­χώρια. Ἀ­ποχωρίζονταν, κάτω ἀπό τραγικές συν­θῆκες, τίς οἰκογένειές τους. Τό μέλλον ἦταν τόσο ἀβέβαιο.
  - Τί ἔγινε μετά, γιαγιά; Πότε ἦρθε στήν Ἑλλάδα ὁ παππούς;
  - Πρίν ἀπαντήσω στίς ἀπορίες σου, Ἐλευθερία μου, θά σᾶς πῶ κάτι θαυ­μα­στό.
  - Μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια, μ᾽ ἔκ­πλη­ξη εἶδα στό ἡμερολόγιο πώς τήν 1η Αὐ­γούστου ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τήν πρόοδο, τήν περιφορά, τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Κατά τή βυζαν­τινή ἐποχή, τέτοια μέρα, γινόταν λιτάνευση τοῦ τιμίου Σταυροῦ στήν Κων/λη καί τά περίχωρα, γιά ν᾽ ἁγιαστοῦν οἱ χριστιανοί. Καί τότε γιά πολλοστή φορά, παιδιά μου, δόξασα τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου πού, στή γιορτή τοῦ Σταυροῦ του, μᾶς ἔβγαλε σώους καί ἀβλαβεῖς ἀπό τή φρικτή λαί­λαπα τοῦ πολέμου καί μᾶς χάρισε τόσο σύντομα τή γλυκειά καί ποθητή ἐπιστροφή στήν πατρίδα.
Σάν φτάσαμε στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, δακρύβρεχτοι μᾶς ὑποδέχτηκαν συγγε­νεῖς καί φίλοι. Μᾶς ρωτοῦσαν πότε θά γυρίσει ὁ παππούς σας κι ἐγώ ἔδειχνα πρός τόν οὐρανό, δηλώνοντας πώς μόνο ὁ Θεός γνωρίζει.
  Οἱ μέρες κυλοῦσαν γεμάτες ἀνυπο­μο­νησία. Ὁ πόλεμος ξανάπλωσε τά φτερά του καί ἐπεκτεινόταν. Οἱ Τοῦρκοι κα­τέ­λαβαν τήν πιό ὄμορφη καί νεόκτιστη πό­λη τῆς Κύπρου, τήν Ἀμμόχωστο. Οἱ συνέ­πειες τοῦ πολέμου ἦταν ἀπερίγρα­πτες. Οἱ ἀπώλειες φοβερές.
   Ξημέρωσε πάλι 14 Σεπτεμβρίου. Μές τήν ἐκκλησιά, ἀτενίζοντας τόν ἀνθο­στό­λιστο Σταυρό πού ζωντάνευε τήν ἐσταυ­ρωμένη Ἀγάπη, ἄφησα τήν καρδιά μου νά ξεχυθεῖ. Καθώς ἔψελνα τό «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαὸν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου...», προσευχόμουνα ἐπίμονα στόν Κύριο νά σταματήσει ὁ πό­λεμος καί τό περιστέρι τῆς εἰρήνης νά κουρ­νιάσει ἐπιτέλους στήν πολύπαθη Κύπρο. Κι ἀκόμη, ἄν εἶναι θέλημά Του, νά φέρει πίσω τούς κατακουρασμένους ἀξιωματικούς, τούς δικούς μας, πού ἡ ἀπουσία τους μᾶς στοίχιζε. Δέν θά τό πι­στέψετε, καλά μου παιδιά, τό ἀπό­γευ­μα κιόλας τῆς ἴδιας μέρας πῆρα τήν ἀ­πάν­τηση στήν προσευχή μου. Ἀπρόσ­μενα ὁ παππούς σας μπῆκε χαμογε­λα­στός καί κατάγερος μέσα στό σπίτι. Οἱ καρδιές μας εἰρήνευσαν. Τά πρόσωπά μας γαλή­νευ­σαν.
  Σ᾽ ὅλη αὐτή τήν οἰκογενειακή μας δοκιμασία, τό πιστεύω ἀκράδαντα, παι­διά μου, τίποτε δέν ἦταν τυχαῖο, τίποτε συμπτωματικό. Εἰσακούστηκαν οἱ ἁπλές προσευχές μας καί ὁ Σταυρός ἔκανε τίς δικές του θαυμαστές ἐπεμβάσεις!

Γ. Μ.

Ἀπολύτρωσις, Σεπτ. 2017