Εκτύπωση αυτής της σελίδας

«Ἀπ᾽ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά...»

kokala cΜάθημα ἱστορίας στήν Γ΄ γυμνασίου. Μπαίνω σκεπτική στήν αἴθουσα μετά ἀ­πό μία συζήτηση στό γραφεῖο. Τό Γ3 ὅ­μως ἔχει πάντοτε τόν τρόπο νά μέ αἰ­φνιδιάζει. Ὁ Πέτρος εἶναι κιόλας στήν ἕδρα.
-Κυρία, διάβασα χτές στό ἴντερνετ αὐτό… τό ἔφερα νά τό δεῖτε καί σεῖς. Εἶ­ναι ἀλήθεια;…
Χαμογελῶ. Ὁ τίτλος κεντρίζει τήν πε­ριέργειά μου... κάτι μοῦ θυμίζει! Τόν διαβάζω δυνατά νά ἀκουστεῖ: «Μία ἀπίθανη ἱστορία ἀπό ἕνα φορτίο μέ ἀνθρώπινα ὀ­στᾶ».
-Γιά νά τό δοῦμε, τοῦ λέω. Παιδιά, θέλετε νά μᾶς τό διαβάσει ὁ Πέτρος;
-Ναί, κυρία. Ἀκούγεται ἐνδιαφέρον... ἄν καί λίγο... μακάβριο!
Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1924 ἀπό τά Μουδανιά φορτώθηκαν σέ βρετανικό πλοῖο-φορτηγό πού ἔφερε τό ὄνομα «Ζάν Μ.» τετρα­- κόσιοι τόνοι ἀνθρώπινα λείψανα, πού ἀντιστοιχοῦσαν σέ 50.000 ἀνθρώπους, γιά νά μεταφερθοῦν σέ γαλλικές βιομηχανίες τῆς Μασσαλίας.
-50.000 ἀνθρώπους… μά αὐτό εἶναι ἀπίστευτο, κυρία! Καί τί θά τούς κάνανε στίς βιομηχανίες τῆς Μασσαλίας;
-Τό λέει παρακάτω, μή βιάζεσαι, σπεύ­δει νά τοῦ ἀπαντήσει ὁ Πέτρος.
Εἶναι γνωστό τί ἀκριβῶς παρήγαγε τότε ἡ Μασσαλία: σαπούνι καί λιπάσμα­τα. Οἱ κεμαλιστές κατάφεραν νά ἀξιοποιήσουν οἰκονομικά τά ὑπολείμματα τῶν θυμάτων τους πουλώντας τά ὀστᾶ τους γιά «βιομηχανική χρήση» στούς δυτικούς τους φίλους.
Τό θέμα φαίνεται ὅτι ἔγινε γνωστό καί προκάλεσε ἔκπληξη σέ κάποιους κύκλους. Ἡ ἐφημερίδα «New York Times» τόν Δεκέμβριο τοῦ 1924 παρουσιάζει τήν εἴδηση: «Ἡ Μασσαλία εἶναι σέ ἀναταραχή ἀπό μία ἀ­σύλληπτη ἱστορία, πού ὀφείλεται στήν ἄ­φι­ξη στό λιμάνι ἑνός πλοίου πού φέρει βρε­τανική σημαία καί ὀνομάζεται “Ζάν Μ.” καί μεταφέρει ἕνα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ἀν­θρώπινων ὀστῶν γιά νά χρησιμοποιη­θοῦν στίς ἐκεῖ βιοτεχνίες. Λέγεται ὅτι τά ὀστᾶ φορτώθηκαν στά Μουδανιά, στή θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ καί εἶναι τά ἀπομεινάρια θυμάτων ἀπό τίς σφαγές στή Μικρά Ἀ­σία. Ἐν ὄψει τῆς φήμης πού κυκλοφορεῖ ἀνα­μένεται νά διαταχθεῖ ἔρευνα».
Τό θέμα αὐτό πρέπει νά ἔγινε γνωστό καί στήν Ἑλλάδα. Ἡ ἐφημερίδα «Μακεδονία» ἐνημερώνει τούς ἀναγνῶστες της ὅτι τό πλοῖο «Ζάν Μ.» ἔφτασε στό λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης στίς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 1924. Ὅμως δέν ἀναφέρεται τό «πένθιμο φορτίο». Παρ’ ὅλ᾽ αὐτά οἱ ἐργάτες στό λιμάνι πληροφορήθηκαν τό γεγονός.
Ὁ Χρ. Ἀγγελομάτης στό βιβλίο του «Χρο­­­νικόν Μεγάλης Τραγωδίας» γράφει ὅτι σέ ἀθηναϊκές ἐφημερίδες ἡ εἴδηση δημοσιεύθηκε ὡς ἑξῆς: «Τό προσεγγίσαν εἰς τήν Θεσσαλονίκην ἀγγλικόν πλοῖον “Ζᾶν” με­τέφε­ρε τετρακοσίους τόνους ὀστῶν Ἑλλήνων ἀπό τά Μουδανιά. Οἱ ἐργᾶται τοῦ λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες τό γεγονός, ἠμπόδισαν τό πλοῖον νά ἀποπλεύση...».
-Μπράβο τους! Κι ἐμεῖς αὐτό θά κάναμε! φωνάζουν δύο-τρία παιδιά ἀπό τά τελευταῖα θρανία, πού γιά πρώτη φορά συμμετέχουν μέ τέτοια προσοχή στά ὅσα διαβάζονται.
-Μή βιάζεστε! τούς κόβει ὁ Πέτρος. Ἀκοῦστε τή συνέχεια.
«…Ἐπενέβη ὅμως ὁ Ἄγγλος πρόξενος καί ἐπετράπη ὁ ἀπόπλους». Ὁ Ἀγγελομάτης συμπληρώνει: «Ἦσαν τά ὀστᾶ Ἑλλήνων ἡ­ρώων… Ἦσαν τά ὀστᾶ τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν πού μετά τάς ὁμαδικάς σφαγάς καί ἐξοντώσεις ἀργοπέθαιναν εἰς τά στρατόπε­δα αἰχμαλώτων, ἀπό τά ὁποῖα τό φοβερώτερον ἦτο τό στρατόπεδο τοῦ Οὐσάκ».
Τά παιδιά σωπαίνουν. Κάποια βούρκωσαν κιόλας. Στά μάτια τους διαβάζω τήν ἀπογοήτευση καί τήν πίκρα γιά τό ποῦ μπορεῖ νά φτάσει ἡ ἀνθρώπινη θηριωδία. Δέν ἔχω νά πῶ κάτι. Παίρνω ἀπό τή μικρή μας βιβλιοθήκη τό βιβλίο τοῦ Ἠλία Βενέζη «Τό νούμερο 31328».
-Παιδιά, θά μέ συγχωρήσετε λιγάκι. Ψάχνω νά βρῶ ἕνα ἀπόσπασμα πού νομίζω πώς θά συμπληρώσει κάπως τό περιστατικό πού μᾶς διάβασε ὁ Πέτρος. Ξέ­ρετε πώς ὁ Ἠλίας Βενέζης τά πρῶτα χρόνια της ζωῆς του τά ἔζησε στό Ἀϊ­βα­λί, ἀλλά τό 1922, ὅταν ἡ οἰκογένειά του ἐγκατέλειψε τή Μικρά Ἀσία δέν πρόλαβε νά ἐπιβιβαστεῖ στό πλοῖο. Αἰχμαλωτίστη­κε καί σύρθηκε στά ἐργατικά τάγματα γιά 14 μῆνες. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς ἐλάχιστους πού κατόρθωσαν νά ἐπιζήσουν. Τό βιβλίο του, «Τό νούμερο 31.328», ἀπό τόν ἀριθμό πού τοῦ ἔδωσαν στά τάγμα­τα, περιέχει ἐξιστορήσεις βασανιστηρί­ων, ἐξ­ευτελισμῶν καί φριχτῶν πόνων ἀπό τίς ἐμπειρίες του. Ἀκοῦστε λοιπόν.
«Ἕνα πρωί μᾶς παίρνουν καμιά ἑξ­ην­ταριά σκλάβους γιά μικρή ἀγγαρειά. Εἶναι λίγο ὄξω ἀπ’ τή Μαγνησά. Δίπλα στίς ράγες τοῦ σιδηρόδρομου τελειώνει μία μεγάλη χαράδρα, ἀνάμεσα στό Σίπυλο. Τή λέν “Κηρτίκ -ντερέ”. Μές σ’ αὐτήν τή χαράδρα λογαριάζαν πώς θά σκοτωθῆκαν ἴσαμε σαράντα χιλιάδες χριστιανοί ἀπ’ τή Σμύρνη καί τή Μαγνησά, ἀρσενικοί καί θηλυκοί.
Τίς πρῶτες μέρες τῆς καταστροφῆς. Τά κορμιά λιώσανε τό χειμώνα, καί τό νερό τῆς χαράδρας πού κατέβαινε ἀπό ψηλά ἔ­σπρωξε τά κουφάρια πρός τά κάτω… Λοιπόν ἡ δουλειά ὅλη τή μέρα ἦταν νά σπρώξουμε τά κουφάρια, πού ἀτάχτησαν, πρός τή μέσα. Νά μή φαίνουνται.
... ... ...
Μεσημέρι. Βαρεμένοι ἀπ’ αὐτό τό πά­νε-ἔλα. Περπατοῦμε ἀργά, ναρκωμένοι ἀπό τόν φρέσκο ἥλιο. Κ’ οἱ κουβέντες, τ’ ἄγαρ­μ­πα ἀστεῖα ἔχουν σταματήσει. Κανένας δέ βγάζει μιλιά. Μοναχά ὅταν ἕνας βρῆκε ἕνα μικρό κρανίο τό ἔ­δειξε στούς ἀλλουνούς.
– Γιά δέστε, εἶπε. Ἦταν παιδάκι.
Σάν πέσαμε στό δρόμο νά γυρίσουμε στό στρατόπεδο ὁ νοῦς μας δέν μποροῦσε νά φύγη ἀπ’ τόν τόπο πού ἀφήσαμε. Ἡ χαράδρα μέ τούς σκελετούς βάραινε κυριαρχικά -κάτι κουνιόταν, μᾶς παρακολουθοῦσε βῆμα μέ βῆμα.
Σέ μία πηγή σταθήκαμε. Πλύναμε τά χέρια μας, τά πρόσωπά μας. Σά ν’ ἀλαφρώσαμε.
– Τί θά γίνουν τόσα κόκαλα; Ἀναρωτιέται μία στιγμή ἕνας.
Ὁ Μίλτος τόν κοιτάζει ἤρεμα.
– Δέν ξέρεις τί γίνεται μέ τά κόκαλα;
– Ὄχι.
– Κοπριά, σύντροφε.
– Τί ἔκανε, λέει;
– Κοπριά, σύντροφε. Θά δεῖς μία μέρα πού θά μοσκοπουληθοῦν. Θά δῆς… Ἦταν ταξιδεμένος ὁ Μίλτος. Ἤξερε».
«Θά δῆς μία μέρα θά μοσκοπουληθοῦν...», διάβασα ξανά τονίζοντας τίς λέξεις!
-Δέν μποροῦσα, παιδιά, νά φαντα­στῶ ὅτι αὐτό τό ἀπόσπασμα θά εἶχε τήν ἀντιστοιχία του στό ἀποτρόπαιο αὐτό ἔγ­κλημα πού μᾶς διάβασε ὁ Πέτρος. Βλέ­πω ὅτι καί ἐσεῖς ἔχετε συγκλονισθεῖ. Νομίζω πώς ὁ ἐθνικός μας ποιητής ἀποδείχτηκε ἀκόμα μία φορά προφήτης. «Ἀπ᾽ τά κόκκαλα βγαλμένη» ἡ ἐλευθερία μας...
Ἀλήθεια, ἔχετε ποτέ ζωγραφίσει μέ­σα σας αὐτή τήν εἰκόνα ὅταν λέμε τόν ἐθνικό μας ὕ­μνο;… Ἑκατομμύρια ὀστᾶ ἡ­ρώων -γνωστῶν καί ἄγνωστων- πού ἑνωμένα ζωντανεύουν μία μορ­φή, αὐ­τήν πού ἐνσαρκώνει τήν ἐλευθερία, τήν ἴδια δηλαδή τήν Ἑλλάδα…
Στήν τάξη ἁπλώθηκε νεκρική σιγή… Μέ­σα στά βουρκωμένα μάτια τῶν παιδιῶν διάβασα τή λέξη πού ψιθύριζα ὥρα μέσα μου: Γιατί;… Γιατί τόση κακία νά χωρᾶ σέ ἀνθρώπων καρδιές; Σώπασα. Σήμερα τό μάθημα τῆς ἱστορίας μίλησε τόσο δυνατά πού ἐπιπλέον λέξεις θά ἦταν περιττές.

Μ.Ε.Χ.

"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2017