Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Σωστά διάλεξες

 axizei cἌν εἶδες γύρω σου μιά ἔρημο καί ὀνειρεύτηκες ὅτι ἐκεῖ θ᾽ ἀνθίσουν τρι­αντάφυλλα, τότε σωστά τό διάλε­ξες νά γίνεις ἐκπαιδευτικός.
 Ἄν περπάτησες σέ μονοπάτια ἀ­φώ­τιστα μές στίς ἀνθρώπινες ψυ­χές, ἄν εἶδες τό ἔρεβος μιᾶς νύχτας νά σα­ρώ­νει τίς ἐλπίδες τους καί θέλη­σες νά γίνει ἡ ψυχή σου φῶς, γιά νά ἁπα­λύνει τά σκοτάδια τους, τότε σω­στά τό διά­λεξες νά γίνεις ἐκπαι­δευ­τικός.
 Ἄν βρέθηκες μές στούς πολύ­βο­ους δρόμους μας καί εἶδες πρόσωπα σκυθρωπά, βλέμματα ἄχρωμα κι εἶ­πες πώς θέλεις νά ἀνθίσουν περισ­σότερα χαμόγελα στόν κόσμο αὐτό, τότε σω­στά τό διάλεξες νά εἶσαι ἐκ­παι­δευ­τι­κός.
 Ἄν κοίταξες εὐγνώμονα μές στό ταμιεῖο σου, μέσα σέ κάποια ἐκκλη­σιά πρωί τῆς Κυριακῆς τά ξύλα τοῦ σταυ­ροῦ καί εἶπες τόν Θεό «Νυμφίο» σου· ἄν διάβασες στό πονεμένο πρό­σωπο τοῦ Ἐσταυρωμένου τό ἀτέρ­μο­νο πα- ρά­πονο «Τίνα ἀποστείλω πρὸς τὸν λα­όν μου;»· ἄν μέτρησες στό ἀκαν­θο­φο­ρεμένο μέτωπο τίς ζάρες τῆς ἀ­νάγ­κης γιά ψυχές, τότε -κυρίως τότε- σωστά τό διάλεξες νά εἶσαι ἐκπαι­δευ­τικός.
 Ἄν ἀποφάσισες νά προχωρήσεις μό­νος, νά περιμένεις τό ἀδύνατο, νά πιστεύεις στό θαῦμα, νά ἀκυρώνεις τή λογική, τότε ἀξίζει πού εἶσαι ἐκ­παι­δευ­τικός.
 Γιατί θά περπατήσεις τόν φθαρτό, τόν λίγο δρόμο σου σάν διερχόμενος σποριάς μές στά λιοπύρια, μές στίς θύ­ελλες. Οἱ χοῦφτες σου θά ρίχνουν ἀ­φειδώλευτα τόν σπόρο τῆς ἀγάπης τοῦ Νυμφίου σου ἀνάμεσα ἀπ᾽ τά ἀγ­κάθια, ἐκεῖ, στή λίγη σχισματιά πού ἀ­φήνουνε οἱ πέτρες πού σκεπάζουνε τή γῆ, στό λίγο χῶμα πού ἀκόμα ὁ ἥ­λιος δέν καψάλισε, κι ὕστερα θά κι­νᾶς γι᾽ ἀλλοῦ. Θά ἀφήνεις πίσω σου μιά προσ­ευχή καί κάθε χρόνο θά κι­νᾶς γι᾽ ἀλ­λοῦ, δίχως ἴσως ποτέ νά δεῖς ἔστω ἕνα στάχυ στά χωράφια πού κουράστηκες. Ἐσύ θά μένεις μό­νο μέ τά τραύματα, μέ τίς πληγές ἀπ᾽ τό ξεχέρσωμα.
 Κι ὅμως, ἄν εἶσαι ἄξιος νά εἶσαι ἐκ­παιδευ­τικός, θά χαίρεσαι. Θά ζεῖς τή βεβαιότητα τῆς πλούσιας σοδειᾶς, τή βεβαιότητα τῆς πίστης πού δίνει στά ἐλπι­ζό­μενα ὑπόσταση.
Καί θά ἀτενίζεις μακριά, πέρα ἀπό τόν φθαρτό σου χρόνο τή στιγμή πού μές στήν ἀπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ θά ξα­να­συ­ν­αν­τήσεις μιά ψυχή· μιά ψυχή ἀπό ἐκεῖνες πού ἀ­γά­πησες, πού τή μνημόνευσες κρυφά στήν τάξη σου σάν γράφανε διαγώ­νισμα. Θά τήν κοιτάξεις σεσωσμένη, λυτρωμένη μές στό φῶς. Θά δεῖς τά στάχυα νά ψηλώ­νουνε θριαμβικά κά­τω ἀπό γαλάζιους οὐρα­νούς -εἶναι τά στάχυα πού ἐσύ ἔσπειρες- τά τριαν­τάφυλλα νά κατακλύζουνε τήν ἔρη­μο -εἶναι ἐκεῖνα πού σοῦ μάτωσαν τά χέρια σου, ἐλά­χιστο ἀνταπόδομα στό Αἷμα τοῦ Νυμφίου σου· καί θά ἀκού­σεις τή φωνή τοῦ ἠγαπη­μένου Γε­ωρ­γοῦ, πού μέ τή χάρη καί γιά χάρη Του ἐξῆλθες στά μπαΐρια αὐτῆς τῆς γῆς: «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ· ἐπὶ ὀ­λίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε κατα­στή­σω» -«ἐλάχιστα κου­ρά­στηκες, μέ­γι­στα σέ ἀγά­πησα- «εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου».
 Ἄν ζεῖς γιά τούτη τή στιγμή, τότε ἀξίζει πού εἶσαι ἐκπαιδευτικός.
 Μή φοβηθεῖς!
 Σήκωνε τόν σταυρό σου ἀγόγ­γυ­στα, χα­ρούμενα· δέξου μέ εὐγνω­μο­σύνη τήν τιμή καί βάδιζε ἀπό τόν Γολγοθᾶ σου στήν Ἀνά­σταση.

Μαρία Παστουρματζῆ