Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ὁ ἐπίσκοπος τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων

Ὁ ἐπίσκοπος τῶν «Ἐλεύθερων Πολιορκημένων» (1776-1826)
IOSIF ΜΕΣΟΛ c15 Ἀπριλίου 1825. Ἀρχίζει ἡ δεύτε­ρη τραγική πολιορκία τοῦ Μεσολογγί­ου. Ὁ Κιουταχής περισφίγγει ὁλοένα τήν ἱερή πό­λη.
Μά τό Μεσολόγγι βαστᾶ γερά. Ὁ πάνοπλος ἐχθρός τοῦ φωνάζει: «Πα­ρά­δος τά κλειδιά». Κι αὐτό τοῦ ἀπαν­τᾶ: «Εἰς τήν ρομφαίαν κρέμανται».
Τά Χριστούγεννα ὅμως τοῦ 1825 ἡ θέ­ση τῶν «Ἐλεύθερων Πολιορκημένων» δυσκολεύει ἀπελπιστικά. Λόγῳ τοῦ ἀποκλεισμοῦ ὁ Μιαούλης ἀδυνατεῖ νά ἐφοδιάσει μέ τροφές καί ὁπλισμό τούς 10.500 Ἕλληνες μές στό Μεσολόγγι. Ψυ­χή τοῦ Ἀγώνα καί πνευματικός καθοδηγητής τῶν Μεσο­λογγιτῶν εἶναι ὁ ἐπί­σκοπος Ρωγῶν Ἰω­σήφ.
Πατρίδα του εἶναι τά ξα­κουστά Ἀμ­πελάκια τῆς Λάρισας. Τρανός πόθος διακατέχει τά στήθη του ν’ ἀπελευθε­ρω­θεῖ ἡ σκλάβα Ἑλλάδα. Γιά χάρη της ὑπομένει φυλακίσεις, στερήσεις, βασανισμούς.
Καθώς διαπιστώνει ὁ ἐπίσκοπος, πώς ἡ πολιορκία γίνεται ἀκόμη πιό ἀ­σφυκτική καί τά τουρκικά πυροβόλα καταστρέφουν τά τείχη, στέλνει ἐπι­στο­λή στούς κληρικούς καί μοναχούς του, γιά νά διαβαστεῖ στίς ἐκκλησιές. Τό περιεχόμενό της δέν μπορεῖ νά μή σοῦ δημιουργήσει αἰσθήματα θαυμασμοῦ γιά τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του:
«... Ὡς ἀρχιερεύς ταπεινός, ὁπού εὑ­ρέθην ἐδῶ καί κινδύνευσα μαζί σας, κατά χρέος σᾶς συμβουλεύω αὔ­ριον μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τῶν Χρι­στου­γέννων, οἱ μέν ἱε­ρεῖς, ἱε­ρομόναχοι καί μοναχοί νά συνταχθῆτε εἰς τήν κατοικίαν μου ὅλοι, διά νά πη­γαί­νωμεν εἰς τήν μεγάλην τάμπιαν (=προμαχών), οἱ δέ πρόκριτοι ἐντόπιοι καί ξένοι μέ ὅλον τόν λα­όν, νά τρέξουν εἰς τήν ἰδίαν τάμπιαν μέ ὅλην τήν προθυμίαν, ὁ μέν μέ τσαπί, ὁ δέ μέ φτυάρι καί ἄλ­λος μέ καλάθι ὅποιος ἔχει, καί νά δουλεύωμεν ὅλοι μέ πατριωτισμόν...».
Ὁ ἴδιος πρῶτος ἀνασκουμπώνεται. Κουβαλᾶ πάνω στούς ὤμους του πέτρες, νερό, ξύλα, χῶμα γιά τούς προμα­χῶνες. Ὁ ἐπίσκοπος Ἰωσήφ ἐμψυχώ­νει τόν σκε­λετωμένο λαό. Τόν καλοῦν οἱ καπεταναῖοι στά πολεμικά τους συμβούλια. Οἱ σοφές συστάσεις τοῦ Ἱεράρ­­χη πέφτουν βαρειές στή ζυγαριά τῶν ἀποφάσεών τους. Κι ὅταν ὁ Ἰ­μπρα­ήμ ζητᾶ τή συνθηκολόγηση τῆς φρουρᾶς καί τήν παράδο­ση τοῦ Μεσολογγίου στίς 21 Μαρτίου 1826, δέχεται γερό ράπισμα μέ τή γενναία σύσσωμη ἀπάντησή τους: «Ἀπο­θνῄ­σκομεν, ἀλλά δέν προσκυνοῦμεν».
Μόνον ὅταν «οἱ πολιορκούμενοι ἔπιπτον κατά γῆς λιποθυ­μοῦν­­τες», κατά τόν Σπ. Τρι­κού­πη, τότε εἰδοποιοῦν τόν ἀκάματο Ἱεράρχη γιά τό τελευταῖο πολεμικό συμβούλιο, ἀ­κριβέ­στερα «Συμβούλιο τοῦ θανάτου». Συσκέ­πτον­ται γιά τό μέλλον τῆς πόλε­ως. Μιλοῦν ἀ­νοιχτά πλέον γιά Ἔξοδο. Κάποιοι ὅμως προβληματισμοί τούς πι­έζουν νά πάρουν ἀπάνθρωπες ἀποφάσεις. Τί θά γί­νει μέ τά κλάματα τῶν παι­διῶν, μέ τίς φωνές τῶν γυναικῶν κατά τήν Ἔξο­δο; Μήπως τούς προδώσουν;
«Ἀποφασίσαμεν ὅλοι», γράφει ἕ­νας ἀπό τούς συνέδρους, «νά φονεύσωμεν ὅλας τάς γυναῖκας, ἀνεξαιρέτως, καί τά μικρά παιδιά ἐπί τῷ λόγῳ νά μή προδοθοῦμεν ἀπό τάς κραυγάς των, καί τότε δέν θά μείνῃ κανένας μας ζωντανός, καί προσέτι διά νά μή μείνουν αἰχμάλωτοι εἰς τούς ἐχθρούς∙ διά νά ἀποφύγωμεν δέ τήν φιλόστοργον συμπάθειαν τῶν πατέρων καί ἀδελφῶν, ἀπεφασίσθη νά σφάξῃ ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ τήν οἰκογένειαν».
Τήν ὥρα πού οἱ στρατιωτικοί εἶναι ἕ­τοιμοι νά δια­τά­ξουν τή φρικτή ἐκτέλε­ση, ἀκούγεται ἡ βροντερή φωνή τοῦ Ἱεράρ­χη: «Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶμαι Ἀρχιερεύς. Ἄν τολμήσετε νά πράξετε τοῦτο, πρῶτον θυσιάσατε ἐ­μένα! Καί σᾶς ἀφήνω τήν κατάραν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας καί ὅλων τῶν Ἁγί­ων∙ καί τό αἷ­μα τῶν ἀθώων νά πέσῃ εἰς τά κεφάλια σας!».
Κάθεται καί ξεσπᾶ σέ λυγμούς.
«Στό ράσο του καί στό παλιό τριμ­μέ­νο πετραχήλι, βρήκανε ἀντιστήλι τῶν σκλάβων οἱ ἐλεύθερες ψυχές».
Ἡ αὐταπάρνηση, ἡ αὐ­τοθυσία τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, τά καυτά του δάκρυα κάμπτουν τή σκληρότητά τους, κι ἀλλάζουν τά σχέδιά τους. Ἀποφασίζουν ὁ καθένας νά εἶναι ὑπεύθυνος γιά τά δικά του γυναικόπαιδα.
10 Ἀπριλίου 1826, Σάββατο Λαζάρου. Ὁ ἐπίσκοπος Ρωγῶν τελεῖ τήν τελευταία του θεία Λειτουργία. Ὅταν τε­λειώνει, τούς προτείνει νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι στήν πλατεία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἐ­κεῖ ὁ ἴδιος κι οἱ ἱερεῖς του θά τούς κοινωνήσουν. Γεμίζει ἡ πλατεία ἀπό μελλο­θάνατα σκέλεθρα. Τελεῖται μιά πράξη μεγαλειώδης, μοναδική. Ὁ οὐρανός χαμηλώνει καί τήν καταγράφει. Κα­θώς βαδίζουν γιά τό μυστήριο τῆς Ζωῆς, μέ δάκρυα ζητοῦν συγχώρε­ση. Ἀκουγόταν ὁ ἴδιος τό­νος: «Συγ­χώ­ρα με καί ὁ Θε­ός συγχω­ρέσει». Συμ­φιλιωμένοι προχωροῦν γιά τήν τελευταία σκηνή τοῦ δράματος, τήν Ἔ­ξοδο.
Τή νύχτα τῆς 10ης Ἀπριλίου, ξημερώνοντας τῶν Βαΐων, ἀποφασίζουν τό «γιουρούσι».
«Δρόμο νά σχίσουν τά σπαθιά
κι ἐλεύθεροι νά μείνουν.
Ἐκεῖθε μέ τούς ἀδελφούς,
ἐδῶθε μέ τό χάρο»,
σημειώνει ὁ ἐθνικός μας ποιητής στήν κορυφαία ποιητική του σύνθεση «Ἐ­λεύ­θεροι Πολιορκημένοι».
Μές στήν ἱερή πόλη μένουν μόνον οἱ ἀνήμποροι γέροντες, οἱ ἄρρωστοι καί δί­πλα τους ὁ καλός ποιμένας, ὁ ἐ­πίσκοπος Ἰωσήφ.
«... Στόν τάφο του κλεισμένο
τό Μισολόγγι σκέλεθρο,
γυμνό, ξεσαρ­κωμένο,
δέν παραδίδει τ’ ἅρματα,
δέ γέρνει τό κεφάλι...
Κρατεῖ γιά νεκροθάφτη του
τό Χρῆστο τόν Καψάλη,
τό ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ
γιά σάβανό του,
καί φλογερό μετέωρο
πετᾶ στόν οὐρανό του
καί θάφτεται ὁλοζώντανο...»,
μέ πόνο θά στάξει τό μελάνι της ἡ γραφίδα τοῦ Ἀρ. Βαλαωρίτη.
Οἱ Τοῦρκοι ὁρμοῦν καί στό διάβα τους σπέρνουν θανατικό. Μά καί σ’ αὐ­τή τήν ὥρα τοῦ ὀλοθρεμοῦ, τό Μεσολόγγι γράφει τή δική του λαμπρή ἱστορία μέ δύο ὁλοκαυτώματα. Ὁ ἡρωικός δημογέροντας Χρ. Καψάλης μέ τόν δαυ­λό ἀναμμένο στό χέρι λέγει τά τελευταῖα του λόγια, πρίν βάλει φωτιά στήν πυριτιδαποθήκη: «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε...».
Ὁ ἐπίλογος τοῦ δράματος ἐκτυλίσσεται στό νησάκι τοῦ Ἀνεμόμυλου. Ἐ­κεῖ εἶναι ὀχυρωμένος μαζί μέ πολεμι­στές καί γυναικόπαιδα ὁ Δεσπότης. Τρεῖς μέρες μάχονται μέ τ’ ἄγρια στίφη. Κείνη τήν τραγική στιγμή, μεταξύ ζωῆς καί θανάτου, ὁ ἀτρόμητος Ἱεράρχης, ἀτενίζοντας μέ πίστη τήν αἰωνιότητα, ξεστομίζει τό κύκνειο ἄσμα του: «Ὁ δὲ Κύριος, ἀποθανόντας ἡμᾶς ὑπὲρ τοῦ αὐτοῦ νόμου, εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ζωῆς ἡμᾶς ἀναστήσει». Κι ὕστερα ἀ­κουμπᾶ ἀποφασιστικά τό φυτίλι στήν πυριτιδαποθήκη.
Ὅλοι τους γίνονται παρανάλωμα τοῦ πυρός. Τό Μεσολόγγι λούζεται στό φῶς, στό φῶς τοῦ ἡρωισμοῦ κι ἀφήνει τόν κό­σμο ἐμβρόντητο. Μετά τήν ἔ­κρηξη οἱ Τουρκοαιγύπτιοι βρίσκουν τόν Ἐπίσκοπο ἀκόμη ζωντανό, μισοκαμέ­νο. Μεγάλη Ἑ­βδομάδα. Συνοδοιπορεῖ μέ τόν Κύριο κι ἀνεβαίνει τόν Γολ­γοθᾶ του. Μπρός στόν Ἀνεμόμυλο στήνουν τήν ἀγχόνη. 13 Ἀ­πριλίου 1826. Μεγάλη Τρίτη, ὁ δήμιος τραβάει τό σχοινί. Ὁ με­γάλος ἱερομάρτυρας Ἰω­σήφ πετᾶ γιά τήν αἰωνιότητα τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ταφή του γίνεται στόν αὔλειο χῶρο τοῦ ἱε­ροῦ να­οῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἀργότερα τά ὀστᾶ του μεταφέρονται στόν Κῆπο τῶν Ἡρώων, ὅπου ὑπάρχει στή­λη μέ τ’ ὄ­νομά του.
Τό φῶς τῆς θυσίας του φωτίζει καί συγκλονίζει ἰδιαίτερα τίς καρδιές τῶν σημερινῶν Μεσολογγιτῶν.
Κάθε χρόνο μέ τίς ὑπέροχες πατρι­ωτικές ἐκδηλώσεις τους ἀνασταίνουν τήν ἡρωική Ἔξοδο καί μᾶς με­ταγγίζουν τό διαχρονικό μήνυμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ λίγοι δέν φοβοῦνται τούς πολυάρι­θμους. Ἡ φρουρά μπορεῖ ν’ ἀρ­γο­σβή­νει, νά πεθαίνει, ἀλλά δέν προσ­κυνᾶ, δέν τουρκεύ­ει. Προπάντων δέν προδίδει τά ὅσια καί ἱερά τοῦ Γένους.

Ἑλληνίς