Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε

galilaia cἩ νύχτα αὐτή εἶναι σίγουρα ἀπό τίς δυσκολώτερες τῆς ζωῆς τους. Οἱ μα­θητές τοῦ Κυρίου μέσα σ’ ἕνα καΐκι, στή μέση τῆς «θάλασσας» τῆς Γαλιλαίας, παλεύουν μέ μιάν αἰφνίδια πολύ ἰσχυρή θύελλα καί μέ τά τρομερά κύματα πού ξεσηκώνει. Κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι δέν ἔχουν ἐλπίδες κι ὅτι ὅλα ἔχουν χαθεῖ, ξα­φνικά βλέπουν νά περπατάει πάνω στά τρικυμισμένα νερά καί νά τούς πλη­σιάζει ἕνας ἄνθρωπος! Δέν μποροῦν νά καταλάβουν ποιός εἶναι καί τό πρῶτο πού σκέφτονται φυσικά εἶναι ὅτι πρόκειται γιά φάντασμα.
Ὅμως κάνουν λάθος. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς! Ποιός θά μποροῦσε νά τό δια­νο­η­θεῖ; Ὁ διδάσκαλός τους βαδίζει πάνω στό νερό σάν νά ᾽ταν στεριά! Κι ἐνῶ ὁ ἄνεμος λυσσομανᾶ καί ἡ θάλασσα φουσκώνει σάν ἀνήμερο θηρίο, τίποτε δέν ταράζει τό βῆμα του! Ὡστόσο οἱ φτωχοί μαθητές του, καθώς δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν αὐτό πού ἔβλεπαν καί νά ἀντιληφθοῦν τήν ταυτότητα τοῦ ἀγνώστου, πανικοβλήθηκαν καί ἔκραξαν· καί τότε, ἀμέσως, τούς φώναξε: «Θαρσεῖ­τε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε!», θάρρος, ἐγώ εἶμαι, μή φοβάστε! (Μθ 14,27).
Ἦταν πράγματι Αὐτός. Ποιός δηλαδή; Ὄχι ὁ χειρώνακτας μέ τήν ταπεινή καταγωγή ἤ ὁ νεαρός ραββί ἤ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἤ ἔστω ὁ μεσσίας πού προσδοκοῦσαν ὅλοι, ἀλλά κάτι πολύ περισσότερο: Ἦταν ὁ ἴδιος ὁ αἰώνιος Θε­ός, ὁ δημιουργός τῶν πάντων, ὁ Γιαχβέ ἔνσαρκος. Τό φανερώνουν τά ἴδια τά γεγονότα: Τό ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὑπέταξε τό νερό καί τό ἔκανε δρόμο γιά νά βα­δίσει, παραπέμπει ἀναμφίβολα στή θαυμαστή διάνοιξη τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας ἀπό τόν Γιαχβέ, γιά νά διαβεῖ ὁ λαός του ὁ Ἰσραήλ. Ἐπίσης λίγο πρίν ἀπ’ αὐτή τήν περιπέτεια, τό μεσημέρι πού προηγήθηκε, χόρτασε περισσότερους ἀπό πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους μέ πέντε ψωμιά καί δύο ψάρια· μ’ ἄλλα λόγια ἔκανε ὅ,τι καί ὁ Γιαχβέ πού ἔθρεψε τόν Ἰσραήλ στήν ἔρημο μέ ψωμί ἀπό τό τίποτε, τό μάννα. Τέλος, τό δείχνει καί ὁ καιρός: Πλησίαζε τό Πάσχα, ἡ μεγάλη γιορτή τῶν Ἰουδαίων, πού ὑπενθύμιζε ὅλες αὐτές τίς καταπληκτικές εὐλογίες τοῦ Κυρίου στό ἀχάριστο ἐκεῖνο ἔθνος.
Ἡ συνέχεια τοῦ περιστατικοῦ εἶναι γνωστή. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό καΐκι τῶν μαθητῶν του, κόπασε ὁ ἄνεμος καί ἀμέσως, μέ θαυμαστό τρόπο, βρέθηκαν στήν ἀκτή. Δηλαδή ὁ λόγος του, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀποδείχτηκε ἀψευδής, φε­ρέγγυος. Ἡ φωνή του μέσα στά κύματα νά ἔχουν οἱ μαθητές θάρ­ρος διότι «ἐγώ εἶμαι», εἶχε ἀντίκρισμα, δέν ἦταν ψευτοπαρηγοριά. Καί σκέφτομαι πολλές φορές, καθώς ἐπανέρχομαι στό συγκλονιστικό αὐτό συμ­βάν, πόσο ἐγώ, ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ τοῦ 21ου αἰ., ἔχω συνειδητοποιήσει αὐτή τήν ἀλήθεια. Εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι τό γεγονός αὐτό ἀφορᾶ κι ἐ­μένα, ὅμως ἀφουγκράζομαι ἄραγε τό μήνυμά του; Κι ἐγώ ζῶ μέσα σέ τρικυμίες καί ἀντάρες κι ἄς μή δέρνομαι ἀπό νερά καί ἀνέμους. Καί τό δικό μου καΐκι κινδυνεύει νά καταποντιστεῖ ὄχι σέ θάλασσες, ἀλλά στίς ποικίλες ἀβύσσους τῆς καθημερινότητας. Τά φοβερά κύματα τῶν δοκιμασιῶν παφλάζουν τό ἴδιο ἄ­γρια στήν ψυχή μου μ’ ἐκεῖνα τῆς Γεννησαρέτ καί ἡ θύελλα τῶν ἀδιεξόδων μαίνεται σάν δαίμονας καί ἀπειλεῖ νά μέ συντρίψει. Ἀλλά ἐφόσον εἶναι κυ­βερνήτης στό σκάφος μου ὁ ἅγιος καί παντοδύναμος Θεός, ἐφόσον ἐξαρ­τῶμαι ἀπό τό πανίσχυρο χέρι του, πού δέν γνωρίζει ἐμπόδια καί τίποτε δέν τοῦ ἀντιστέκεται, γιατί νά καταρρέω; Γιατί νά σκοτεινιάζουν οἱ μέρες μου; Γιατί νά ἀπελπίζομαι; Γιά ποιόν λόγο νά βυθίζομαι στό χάος τῆς ἀπόγνωσης; Πέρα καί πάνω ἀπ’ ὅλες τίς δίνες πού θέλουν νά μέ καταπιοῦν, ὑπάρχει ὁ Ἰησοῦς, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ἡ ἀδιάψευστη ἐλπίδα μου. Λοιπόν «ποιόν -καί τί- θά φοβηθῶ;» (Ψα 26,1).
Ὡστόσο στίς στροφές τῆς συνείδησής μου καιροφυλακτεῖ πάντα τό ἴδιο κρίσιμο ἐρώτημα: Παραδίδω ὄντως τό καΐκι τῆς ζωῆς μου στήν ἐξουσία τοῦ Θε­οῦ; Τόν ἀναγνωρίζω ἀρχηγό μου σέ ὅλα ἤ μήπως θέλω νά ἔχω λόγο κι ἐγώ στό τί θά γίνει; Μήπως δέν εἶμαι καί τόσο εἰλικρινής ἀπέναντί του ὅταν τόν ὀνομάζω Κύριο καί τοῦ ὑπόσχομαι ὅτι τιμόνι, πηδάλιο καί πυξίδα μου θά εἶναι ἀποκλειστικά ὁ νό­μος του; Ἄν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ἑαυτέ μου, τότε δι­και­ο­λογημένα ἀνη­συ­χεῖς. Ἄν ὑποκρίνεσαι μπροστά στόν ἅγιο Θεό καί θές νά καθοδηγεῖσαι καί ἀπό τίς ἐπι­θυμίες ΣΟΥ, τότε πολύ σύντομα ἡ βάρκα σου θ’ ἀρχίσει νά μπάζει νερά. Σέ μιά τέτοια νόθα κατάσταση ὁ Βασιλιάς τῆς ἀλήθειας δέν ἔχει θέση καί συνε­πῶς θά ἀποχωρήσει. Καί τότε ποιός θά σέ σώσει ἀπό τόν ὄλεθρο πού καραδοκεῖ;
Πρέπει λοιπόν νά δοῦμε μπροστά μας καθαρά, χωρίς αὐταπάτες. Ἡ θύ­ελλα ἤδη μουγκρίζει καί τά κύματα ἀφρίζουν. Δέν ὑπάρχει καιρός, καί ἄλλη λύση στό πρόβλημα δέν θά μᾶς δοθεῖ. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς καλεῖ στό φῶς, στόν ξάστερο, γα­λή­νιο οὐρανό του. Δέν εἶναι κρίμα νά τοῦ ἀρνηθοῦμε ἀπό ἀδυ­να­μία στά καπρίτσια τοῦ «ἐγώ» μας καί νά παραδοθοῦμε στό σκοτάδι πού δέν ἔχει ἐπιστροφή καί τέ­λος;

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας