Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ὅλα ἀρχίζουν τώρα

teen c  Πέμπτη, 7 Ὀκτωβρίου, 3 μ.μ., με­τά τήν κηδεία τοῦ κ. Νικολάου.
  Προσ­παθῶ νά βάλω τίς σκέψεις μου σέ τάξη, ἀλλά δέν τά κατα­φέρ­νω... Τί μοῦ συμβαίνει ἄραγε; Μέ πνί­γει μόνο ἡ συγκίνηση πού ἔχασα τόν ἀγα­πη­μέ­νο μου κατηχητή, ἤ μήπως καί κάποιο αἴσθημα θυμοῦ, πού ἔφυγε τό­σο ἀ­πρό­σμε­να;… Ἡ ξαφνική ὀξεία λευ­χαιμία του, πού ἐκδηλώθηκε μόλις τόν Ἰούλιο, δέν μοῦ ἔδωσε τό περιθώριο νά συμ­βι­βαστῶ μέ τήν ἀλ­λαγή. Δέν ἦρθε βέβαια κατασκή­νωση πού ἦταν ἡ ζωή του, ἀλλά δέν ἦταν ἡ πρώτη φο­ρά. Ἔλεγα μή­πως..., ἤ μᾶλ­λον δέν ἔ­λεγα, δέν τό σκε­φτό­μουν κἄν. Τό ἀ­πωθοῦσα. Ὅμως εἶ­­ναι πλέ­ον γε­­γο­νός. Ὁ κ. Νικολάου ἀνα­παύ­θηκε χθές, στά 45 του χρόνια.
  Ὅσοι ἦταν κοντά του μᾶς εἶπαν ὅτι στίς τελευταῖες του στιγμές ἦταν γαλή­νιος. Κοινώνησε μέ λαχτάρα τῶν ἀ­χράντων μυστηρίων καί εἶπε στό τέ­λος μέ βλέμμα ἱλαρό: «Μή λυπᾶ­στε! Πηγαίνω κοντά στόν Κύριό μας. Τίποτα δέν τελεί­ωσε. Ὅλα ἀρχίζουν τώ­ρα!... Ἔρχου, Κύ­ριε Ἰησοῦ!...».
  Δέν ἔχω καμιά ἀμφιβολία. Ξέρω καλά ὅτι ἐννοοῦσε τήν κάθε λέξη. Ἡ ζωή τοῦ κ. Νικολάου ἦταν δοσμένη ἐξ ὁλοκλήρου στόν Οὐρανό. Μερικές φο­ρές σκεφτόμουν ὅτι μᾶς ἔκανε χά­ρη πού ἔμενε μαζί μας ἐδῶ στή γῆ... Ὅμως νά μή λυπᾶμαι; Πῶς γίνεται νά μή λυπᾶμαι ἐγώ εἰδικά; Ποιός θά εἶναι δίπλα μου τώρα στά δύσκολα; Ποιός θ’ ἀνέχεται τά ξε­σπάσματά μου μέ ὑπομονή καί χιοῦμορ; Ποιός θ’ ἀ­κούει τίς ἀντιρρήσεις μου πάνω στήν πί­στη καί θά μέ πείθει γιά τήν ἀλήθεια της; Καί πάνω ἀπ’ ὅλα, ποιόν θά βρίσκω κάθε ὥρα στό ἐντευκτήριο ἤ στό τηλέφωνο, ὅταν θά ψάχνω, μέ­σα στά νεῦρα, γιά μιά κα­θαρή κου­βέντα;… Εἶναι ἄραγε ὁ ἐ­γω­ισμός μου πού μιλάει ἔτσι; Ἴσως. Ἀλλά αὐτές τίς ὧρες δυσκολεύομαι νά σκεφτῶ κάτι ἄλλο.
  Ὡστόσο, αὐτό πού θέλω νά κρα­τήσω πιό πολύ ἀπό τή σημερινή ἡμέ­ρα εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Γιάν­νη στήν κηδεία... Ναί. Εἶμαι πλέον σίγουρος 100% ὅτι ἦταν ἕνα σημεῖο αὐτό πού ἔγινε. Δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς. Ἕνα σημεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θε­οῦ, πού προ­κάλεσε ἡ δυνατή πρεσβεία τοῦ κ. Νι­κολάου.
  Ὁ Γιάννης Ἀποστολούδης, ἕνας νέ­ος στά 25 του, ἦταν (εἶναι;) ναρ­κο­μανής. Μέ κάποιον τρόπο, πού δέν γνωρίζω, πλησίασε κάποια στιγμή τούς ἀδελφούς καί ἐκλιπάρησε γιά βοήθεια. Ἦταν ράκος. Ἕνας ἄνθρω­πος ὑπό κα­τάρρευση. Εἶπε ὅτι χρειαζόταν ἄ­μεσα ἕναν χῶρο νά κρυφτεῖ. Προσω­ρινά. Μέσα ἀπό τά ἀναφιλητά του τούς βεβαίωνε ὅτι ἦταν πλέ­ον καθαρός ἀπό οὐσίες ἀλλά κινδύνευε ἀπό τούς ἐμπόρους πού τόν ἀναζη­τοῦσαν. Ὅλοι ὑποψιάζονταν τά χει­ρότερα, ὅ­μως ὁ κ. Νικολάου, μέ μιάν ἀδόκητη ψύχραιμη βεβαιότητα, εἶπε νά τόν βο­ηθήσουν. Ὅτι αὐτό θέλει ὁ Κύριος. «Πιστεύεις στόν Χριστό;», τόν ρώτησε. «Θές νά κάνεις μιά καινούργια, σωστή ἀρχή στή ζωή σου, ὅπως σοῦ τό ζητᾶ Ἐκεῖνος;». «Πιστεύω!... Θέλω!», ἀπάντησε ὁ Γιάννης μέ κλάματα. Τότε ὁ κ. Νικολάου μαζί μ’ ἕναν ἀδελφό τόν ὁδήγησε στό πατρικό του, πού ἦταν ἀπό χρόνια κλειστό, τοῦ ἔδωσαν τά ἀπαραίτητα καί τόν ἄφησαν νά ἡσυχάσει. Τίς ἑπόμενες μέ­ρες δύο ἀδελφοί τοῦ πήγαιναν φαγητό καί ὅ,τι ἄλλο χρειαζόταν.
  Μέχρι πού μιά Δευτέρα χαράματα, εἰ­δοποιήθηκε ὁ κ. Νικολάου νά τρέξει στό σπίτι του. Πράγματι πῆγε τό γρη­γο­ρό­τε­ρο κι ἀντίκρισε κυριολεκτικά ἕναν χαμό! Ὁ Γιάννης, τρέλος προ­φα­νῶς ἀπό τή στέρηση ἡρωίνης, εἶχε σπάσει τά πά­ντα! Καί τό χειρότερο; Τρέχοντας νά φύ­γει τρομο­κράτησε κι ἔριξε κάτω δύο ἡλικιωμένες κυρίες πού εἶχαν ἀνησυχήσει ἀπό τόν θόρυ­βο καί βγῆκαν στόν διά­δρομο νά δοῦν τί συνέβη. Ἡ μία μάλιστα ἀπ’ αὐ­τές χτύ­πησε καί χρειάστηκε νο­σο­κομεῖο. Ὅ­σο γιά τόν κ. Νικολάου; Εὐτυ­χῶς οἱ κυρίες τόν ἐμπιστεύονταν ἀπόλυτα καί ἀφοῦ ἐξήγησε τί συνέβη, τό θέμα ἔληξε χωρίς νά πάρει διαστάσεις.
  «Αἰσθάνεσθε ὅτι πρόδωσε τήν ἐ­μπι­στοσύνη σας;», τόν ρώτησε κά­ποια στιγ­μή ὁ πατέρας. «Ὄχι ἀκρι­βῶς... Νο­μίζω πώς ἦταν σχεδόν ἀ­ναπό­φευ­κτο. Ἦταν ἄρρωστος, τό εἶχα καταλάβει, ἦταν ἄλ­λωστε τόσο φανερό... Θά μέ ρωτήσετε ἀσφαλῶς, τότε γιατί τόν βοήθησα... Διότι ὅπως σᾶς εἶπα ἦταν ἄρρωστος. Δέν ἦταν κακός. Ἔ­πρεπε νά τό κάνω. Καί εἶ­μαι βέβαιος ὅτι ἡ βοήθεια πού τοῦ προσφέραμε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας δέν θά πάει χαμένη. Θ’ ἀφήσει μέσα του βα­θιά ἴχνη, μέ ὅ,τι μπορεῖ νά ση­μαί­νει αὐτό...».
  Καί εἶχε δίκιο. Ἡ παρουσία τοῦ Γιάννη σήμε­ρα  στό ἐκκλησάκι τῶν Ταξιαρχῶν δίπλα στό φέρετρό του, μ᾽ ἕνα λευ­κό τριαντάφυλλο στό τρεμά­με­νο χέρι του καί μέ δακρυσμένα μάτια, αὐ­τό ἔ­δειξε. Δέν ξέρω τί γινόταν μέ­σα στήν ψυ­χή του, ξέρω ὅμως σίγουρα ὅτι τό ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ βρῆκε δρόμο νά τόν ἀγ­γί­ξει...
  Ξανασκέφτομαι τά τελευταῖα λό­για τοῦ κατηχητῆ μου: «Τίποτα δέν τελείωσε. Ὅλα ἀρχίζουν τώρα!...». Πρά­γμα­τι. Ἴσως ἡ σημερινή κηδεία νά ἔγινε γιά τόν Γιάν­νη, γιά τόν νεκρό μέ­χρι χθές Γιάννη, ἡ ἀ­παρχή τῆς ἀνά­στασής του. Μπορεῖ νά... Ποιός ξέ­ρει;...
  Λοιπόν, καλή ἀνάπαυση, κ. Νικο­λά­ου!
  Καλή ἀνάσταση!
  Καί συγχωρῆστε με, ἄν σᾶς θύ­μω­σα κάπως.
  Μέ ξέρετε ἄλλωστε...

Ἄλκης

"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2021