Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ζητεῖται ὀμπρέλα

umbrella cΒροχή, βροχή, βροχή! Μούλιασε ἡ γῆ ἀπό τό νερό κι ὁ ἥλιος εἶχε νά φανεῖ μέ­ρες. Αὐτές οἱ τόσο ὑγρές καί μουντές μέ­ρες θύμιζαν περισσότερο Λονδίνο κι ὄχι Ἑλλάδα.
- Ἔχουμε ξεχάσει ὅτι ὁ οὐρανός εἶναι γαλάζιος, εἶπε ἡ Μαργαρίτα κι ἡ μάνα της γύρισε καί τήν κοίταξε ἐπιτιμητικά.
- Νοέμβρης μήνας εἶναι, παιδί μου, τί θέλεις νά κάνει; Ἄν δέν βρέξει τώρα, πότε θά βρέξει; Τόν Ἰούλιο;
- Νά βρέξει, δέν λέω, εἶπε συγκαταβατικά ἡ Μαργαρίτα, μά ὄχι κι ἔτσι, καλέ μα­μά!
Τράβηξε τήν κουρτίνα τοῦ παρα­θύρου ἡ νεαρή ἔφηβος καί κάθισε στό γραφεῖο της. Τό δέντρο στόν ἀκάλυπτο ἔ­σφυζε ἀ­πό ζωή μέ τά ἑκατοντάδες σπουρ­γίτια νά χαλοῦν τόν κόσμο. Ἡ βρο­χή τσίρ - τσίρ μουρμούριζε τά δικά της κι αὐτό ἔνιωθε νά τῆς τή δίνει στά νεῦ­ρα! Γιά πρώτη φο­ρά στή ζωή της ἔμαθε τί θά πεῖ ὁλικός ὑ­ετός. Δίχως σταμάτημα, δί­χως ἀνάπαυ­λα.
- Κι ὅμως εἶναι εὐλογία αὐτή ἡ βροχή, Μαργαρίτα μου!
Ξαφνιάστηκε πού ἄκουσε τόν πατέρα της νά τῆς μιλάει ἔτσι. Ἐκεῖνος κάθισε στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ δίπλα της καί πέρασε τό χέρι του γύρω ἀπό τόν ὦμο της. Τῆς ἦρθε νά κουρνιάσει στήν ἀγκαλιά του, μά ἔνιωσε ὅτι εἶχε κάτι σοβαρό νά τῆς πεῖ καί τόν κοίταξε μέ προσοχή.
- Θά σοῦ πῶ μία ἱστορία ἀληθινή, παι­δί μου, πού σημάδεψε τά παιδικά μου χρόνια. Δέν ἔτυχε ποτέ νά σοῦ τήν πῶ γιατί δέν δόθηκε ἡ ἀφορμή. Σήμερα ὅμως πού σέ ἀκούω νά γκρινιάζεις συνέχεια γιά τή βροχή θέλω νά σοῦ τήν πῶ. Ἤμουν στά ἕξι μου χρόνια. Οἱ γονεῖς μου ἦταν στή Γερμανία κι ἐγώ ζοῦσα μέ τή γιαγιά μου καί τά δύο μικρότερα ἀδέλφια ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, ξεκίνησε νά διηγεῖται ὁ πατέρας καί στήν ὀθόνη τοῦ μυαλοῦ του ἀ­βίαστα χάθηκε ὁ χρόνος.
- Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, παιδιά μου, νά παρακαλέσουμε τήν Παναγία μας νά στείλει βροχή!
Ἡ γιαγιά τά μάζεψε σάν τήν κλώσσα κάτω ἀπό τίς φτεροῦγες καί ἄρχισε τίς μετάνοιες μπροστά στό εἰκονοστάσι.
- Γιατί νά στείλει βροχή, γιαγιά μου; τή ρώτησε μέ ἕνα παράπονο, μόλις τελείω­σαν τήν προσευχή. Ἄν βρέξει, πῶς θά παίξουμε στήν αὐλή;
Τόν ἀγκάλιασε μέ ἀγάπη ἡ γιαγιά καί τόν ἔβγαλε ἔξω στήν αὐλή. Τοῦ ἔδειξε τά χωράφια πού ἁπλώνονταν μπροστά τους.
 - Πρέπει, γιέ μου, νά βρέξει, νά μαλακώσει ἡ γῆ κι ὕστερα οἱ γεωργοί νά τήν ὀργώσουν καί νά τή σπείρουν γιά νά ζήσουν κι ἐκεῖνοι, μά καί γιά νά ἔχουμε κι ἐ­μεῖς τό ψωμί μας.
Ἀπό τότε κάθε μέρα κοιτοῦσε τόν οὐ­ρανό καί ἔψαχνε νά βρεῖ σύννεφα καί παρακαλοῦσε γιά τήν πολυπόθητη βροχή. Εἶχε ἀκούσει ὅτι πολύ δύσκολα βγάζουν τό ψωμί οἱ γονεῖς του στά ξένα καί δέν ἤ­θελε νά στερηθοῦν οἱ ἄνθρωποι τό ψωμί τους καί στό χωριό τους. Ὅμως ὁ Νοέμβρης τελείωνε καί στάλα δροσιᾶς δέν ἔ­φτανε ἀπό τόν οὐρανό.
- Γρήγορα πᾶμε! εἶπε ἡ γιαγιά σάν ἄ­κουσε τίς καμπάνες νά χτυποῦν. Ἅρπαξε ἀπό τό χέρι τά δύο μικρότερα κι ἐκεῖνος ἀκολουθοῦσε τρέχοντας δίχως νά καταλαβαίνει ποῦ πᾶνε.
- Ἐσύ εἶσαι μεγάλος καί καταλαβαίνεις, γύρισε σέ κάποια στιγμή καί τοῦ εἶπε ἡ γιαγιά. Θά κάνει λιτανεία ὁ παπάς γιά νά βρέξει, θά συναντηθοῦμε καί μέ τό διπλα­νό χωριό στό δίστρατο. Θά λιτανέ­ψου­με τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας κι αὐτοί τοῦ Ἁϊ-Γιώργη.
Σάν ἀστραπή πέρασε στό μυαλό του ἡ εἰκόνα τοῦ γυρισμοῦ ἀπό τή λιτανεία.
- Γιαγιά, ρώτησε ἀσθμαίνοντας, βρέχει πάντα, ὅταν κάνουμε λιτανεία;
- Ναί, γιέ μου, πάντα, τοῦ ἀπάντησε καί σήκωσε τή μικρή του ἀδελφή στήν ἀ­γκαλιά της.
Ἄφησε τή γιαγιά νά πηγαίνει μέ τά μικρότερα στήν ἐκκλησία καί γύρισε τρέχο­ντας στό σπίτι. Πῆρε τίς ὀμπρέλες πού τούς ἔφερε ἀπό τή Γερμανία ἡ μαμά τό καλοκαίρι καί βρέθηκε, προτοῦ φτάσουν οἱ ἄλλοι στήν ἐκκλησιά, δίπλα τους.
Ξαφνιάστηκε ἡ γιαγιά, ὅταν τόν εἶδε δί­πλα της νά τῆς δείχνει τίς ὀμπρέλες χα­μο­γελαστός καί λαχανιασμένος. Ἔσκυ­ψε καί τόν φίλησε τρυφερά στό μέτωπο.
- Θά βρέξει, γιέ μου, θά βρέξει, εἶπε μέ βεβαιότητα. Καλά ἔκανες καί πῆγες καί τίς ἔφερες.
Ἔβγαλαν οἱ ἄντρες τήν εἰκόνα ἀπό τόν ναό καί μπῆκε μπροστά ὁ παπα-Θανάσης. Ὕψωσε τό βλέμμα του στόν οὐ­ρα­νό, θυμιάτισε τήν εἰκόνα καί ξεκίνησαν. Δέν ἔκαναν οὔτε δέκα βήματα, ὅταν τά μάτια τοῦ παπα-Θανάση ἔπεσαν πάνω στά παιδικά χέρια πού κρατοῦσαν τίς ὀ­μπρέλες καί στό θέαμα αὐτό δέν μπόρεσε νά ἀντέξει ὁ παπάς.
- Θά βρέξει, ἀδελφοί μου! Σίγουρα θά βρέξει, εἶπε μέ λυγμούς καί τόν ἔβαλε δί­πλα του νά περπατάει…
- Κι ἔβρεξε; τινάχτηκε μέ ἀγωνία ἡ Μαργαρίτα, καθώς ὁ πατέρας της ἄφησε τά δάκρυά του νά τρέξουν.
- Ναί, Μαργαρίτα μου, ἔβρεξε καί γίναμε ὅλοι μούσκεμα, καθώς τίς ὀμπρέλες τίς δώσαμε γιά νά μή βραχεῖ τό εἰκόνισμα. Ὅμως αὐτό τό μούσκεμα ἦταν τό πιό ζε­στό ροῦχο μου γιά ὅλους τούς χειμῶνες.
Τόν κοίταξε δίχως νά καταλαβαίνει τί τῆς ἔλεγε ἡ Μαργαρίτα.
- Ἀπό τότε μέχρι σήμερα, παιδί μου, ἐκείνη ἡ πίστη ἔγινε ἡ ὀμπρέλα μου καί τό ἀδιάβροχό μου σέ ὅλες τίς μπόρες τῆς ζωῆς. Καί κάθε Νοέμβριο, ὅταν βλέπω ὅτι ὁ Θεός στέλνει πλούσια τή βροχή του, τόν δοξάζω. Κι ὅταν βλέπω ὅτι κλείνει τούς οὐρανούς, τόν παρακαλῶ νά βρέξει. Κα­τά­λαβες τώρα γιατί εἶναι εὐλογία ἡ βρο­χή;
Κοίταξε ἀπό τό παράθυρο τή βρο­χή πού ἐξακολουθοῦσε νά πέφτει. Τά σπουρ­γίτια ἐξακολουθοῦσαν κι αὐτά τό πανηγύρι πάνω στό δέντρο κι ἡ Μαργαρίτα κούρνιασε αὐτή τή φορά στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα της.
- Μοῦ χρειάζεται κι ἐμένα ἡ ὀμπρέλα σου, τοῦ εἶπε κι ἔνιωσε τό μουρμουρητό τῆς βροχῆς νά τή νανουρίζει.
- Τί ὡραῖα πού ἀκούγεται ἡ βροχή, ψιθύρισε καί χώθηκε πιό βαθιά στήν πατρική ἀγκαλιά.

Ἑλένη Βασιλείου