Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ὀνειρεμένες διακοπές

akrogialiaΤό νά ἔχει σπίτι δίπλα στή θάλασσα ἦταν τό ὄνειρό της ἀπό τότε πού θυ­μᾶ­ται τή ζωή της. Ὁ φλοῖσβος τῆς θάλασσας νά τή νανουρίζει τίς νύχτες κι ὁ παφλασμός τῶν κυμάτων νά τήν ξυπνά­ει τίς αὐγές. Παιδικά, ἐφηβικά ὄνει­ρα πού τά κάνεις γιά νά χαίρεσαι, ὅταν ὅλα δείχνουν πώς εἶναι ἄπιαστα καί τά κάνεις χειροπιαστά μέ τή φαντασία σου καί τά ζεῖς μέ τήν καρδιά σου...
Βγῆκε στό μπαλκόνι ἡ Στεργιανή κι ἀ­γνάντεψε τή θάλασσα. Ἔκανε τόν σταυρό της κι ἄρχισε νά ψιθυρίζει τόν Ἑξάψαλμο. Δέν πρόλαβε σήμερα τήν ἀνατολή τοῦ ἥ­λιου, μά εἶχε εἰκόνα ἀπό χθές, ἀπό προ­χθές... Ἦταν τόσο γαλάζια ἡ θάλασσα, τό­­σο φωτεινή καί γαλήνια, πού ἔνιωσε τήν καρδιά της νά ξεχύνεται σέ δοξολογία! Κάποιοι πρωινοί κολυμβητές τή χαιρέτησαν ἀπό μακριά σηκώνοντας φιλικά τό χέρι τους. Τήν ἤξεραν, τήν ἔβλεπαν κάθε πρωί στό μπαλκόνι, μά δέν μποροῦσαν νά φα­νταστοῦν ὅτι ὄρθια ἐκεῖ ὄρθριζε πρός τόν Θεό.
Ἦταν πιά κοντά στά ἑξήντα ἡ Στεργιανή καί δέν εἶχε κανένα δικό της στόν κό­σμο. Παιδιά δέν τῆς ἔδωσε ὁ Θεός καί τόν ἄντρα της τόν ἔχασε πρίν τρία χρόνια. Ἐ­κεῖνος ἤξερε τό παιδικό της ὄνειρο καί μέ τίς οἰκονομίες πού ἔκανε μία ζωή καί μέ τό ἐφάπαξ τῆς σύνταξής του πῆρε αὐτό τό σπί­τι δίπλα στή θάλασσα καί πούλησαν αὐ­τό πού εἶχαν στή Θεσσαλονίκη κι ἦρθαν κι ἔμειναν ἐδῶ! Ἕνα χρόνο μόνο θέλησε ὁ Θεός νά τό χαροῦν μαζί. Ἔφυγε χαρού­μενος ἕνα δειλινό ἀγναντεύοντας τή θά­λασ­σα.
Τελείωσε τήν πρωινή της προσευχή ἡ Στεργιανή καί πῆρε τήν κούπα μέ τόν καφέ της καί κάθισε στό μπαλκόνι.
- Κυρία Στεργιανή;
Ξαφνιάστηκε πού ἄκουσε τό ὄνομά της καί ἔκανε ἕνα γύρο μέ τά μάτια της γιά νά δεῖ ποιός τῆς μίλησε. Σκίρτησε ἡ καρδιά της ἀπό χαρά σάν εἶδε τή Φωτεινή πού καθόταν στό διπλανό της διαμέρισμα στή Θεσσαλονίκη. Ἡ Φωτεινή μέ τά πέντε παιδιά! Ἔτσι τήν ἤξεραν ὅλοι, γιατί, ὅταν νοίκιασαν στήν οἰκοδομή τους, ἡ Φωτεινή εἶχε πέντε ὑπέροχα παιδιά.
- Φωτεινή μου, ἐσύ εἶσαι; Ἔλα, ἔλα, κα­λή μου, ἐπάνω, τῆς φώναξε καί βρέθηκαν νά κάθονται μαζί στό μπαλκόνι.
- Ἤρθαμε γιά τρεῖς βραδιές καί μένου­με σέ μία πανσιόν ἐδῶ δίπλα. Νά κάνουν ἔστω λίγα μπάνια τά παιδιά, ἐξήγησε τήν παρουσία της ἐκεῖ ἡ Φωτει­νή.
- Εἶστε καί μέ τά πέντε; τή ρώτησε ἡ Στεργιανή.
- Καί μέ τά ἕξι, κυρία Στεργιανή μου. Ἀπό τότε πού φύγατε, ὁ Θεός μᾶς χάρισε ἄλλο ἕνα, ἀπάντησε χαμογελώντας εὐτυχισμένα ἡ Φωτεινή. Κατά τίς δέκα θά βγοῦμε ὅλοι γιά μπάνιο στή θάλασσα καί θά περάσουμε ἀπό δῶ νά σᾶς χαιρετήσουμε ἀπό τόν δρόμο. Δέν ἤξερα ὅτι αὐτό εἶναι τό σπίτι σας. Ἐγώ βγῆκα τώρα πού κοιμοῦ­νται νά πάρω ψωμί καί γάλα καί σᾶς εἶδα στό μπαλκόνι. Χθές ἤρθαμε καί θά φύγου­με μεθαύριο. Δέν μπορεῖτε νά φαντα­στεῖτε πόσο χάρηκα πού σᾶς συνάντησα!...
- Κι ἐγώ, κορίτσι μου, κι ἐγώ χάρηκα πο­λύ. Θά σᾶς περιμένω νά περάσετε στίς δέ­κα, τῆς εἶπε καθώς τήν εἶδε νά σηκώνεται.
Ἔφυγε ἡ Φωτεινή κι ἡ Στεργιανή ἔμεινε μόνη μέ ἕνα ἀνάμεικτο συναίσθημα χαρᾶς καί νοσταλγίας.
- Στεργιανή, τῆς ἔλεγε ὁ ἄντρας της, νά βρίσκεις τρόπο καί δίχως νά φέρνεις σέ δύσκολη θέση τούς γείτονες νά τούς βοηθᾶς.
 Κι ἐκείνη πότε ἔφτιαχνε μία πίτα, πότε ἕνα κέικ, πότε κεφτεδάκια πού ἄρεσαν πο­λύ στούς μεγάλους καί πότε παστίτσιο πού τό ἔτρωγαν ὅλοι.
- Ἄχ, Ἠλία μου, ἔφυγες κι ἐγώ ξέχασα νά κάνω τό καλό μέ τρόπο, τοῦ μίλησε δακρυσμένη κοιτώντας τή φωτογραφία του.
Κοίταξε γύρω τριγύρω τό σπίτι της. Κι ὕστερα κοίταξε τό ρολόι της. Ἦταν ὀκτώ καί μισή. Εἶχε μιάμιση ὥρα δική της. Θά ἔ­φτιαχνε σάντουιτς μέ μπιφτέκια γιά ὅ­λους, νά ἔχουν νά φᾶνε μεσημεριανό στήν παραλία. Γιά τό ἀπόγευμα θά τούς ἔφτιαχνε ἕνα κέικ καί μπουρεκάκια. Ρίχτηκε μέ ὄρεξη καί κέφι στή δουλειά ἡ Στεργιανή καί δέκα πα­ρά δέκα ἦταν ἕτοιμη. Μέσα σέ μία μεγάλη τσάντα συσκεύασε τά παρασκευάσματα τῆς ἀγάπης της καί τούς περίμενε.
Σάν εἶδε τόν μικρό στρατό νά ξεπροβάλει, κούνησε χαρούμενη τά χέρια της. Τά μεγάλα παιδιά πού τή θυμόντουσαν τή χαιρέτησαν χαρούμενα καί τό πιό μικρό στό καρότσι κουνοῦσε κι αὐτό χαρούμενο τά ποδαράκια του. Ὁ Νίκος, ὁ πατέρας, τήν κοίταξε μέ σεβασμό κι ἀγάπη.
- Μᾶς λείπετε, κυρία Στεργιανή, τῆς εἶ­πε ἁπλά κι ἐκείνη δάκρυσε ἀπό συγκίνηση.
Γιά τρεῖς μέρες ἡ Στεργιανή ἑτοίμαζε τό φαγητό τῆς οἰκογένειας τῆς Φωτεινῆς μέ τά ἕξι παιδιά κι εἶχαν φτερά τά πόδια της κι ἦταν χρυσά τά χέρια της κι εἶχε τόση χα­ρά ἡ καρδιά της! Τό βράδυ τῆς τρίτης μέ­ρας βγῆκε στό μπαλκόνι της, μά δέν ἀγνά­ντεψε τή θάλασσα. Ὁ νοῦς της ἦταν στόν καλό της, τόν Ἠλία, πού τήν ἄλλη μέ­ρα γιόρταζε, εἶχε τόν νοῦ της στά παιδιά πού θά ἔφευγαν κι ἔνιωσε ξαφνικά τόν παφλασμό τῆς καρδιᾶς της νά γίνεται φλοῖ­σβος ἁπαλός καί νά γλυκαίνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή της.
- Νίκο μου, δέν γίνεται νά καθίσετε λί­γες μέρες ἀκόμα; τόν ρώτησε σάν ἦρ­θε γιά νά τοῦ δώσει τό βραδινό φαγητό.
- Δυστυχῶς, κυρία Στεργιανή μου, δέν γίνεται! Καί τόσο πού καθίσαμε εὐ­χαρι­στη­μένοι εἴμαστε, ἀπάντησε ἐκεῖ­νος κοιτώντας την μέ εὐγνωμοσύνη.
- Ἔχεις δέσμευση ἀπό τή δουλειά σου; τόν ρώτησε.
- Ἔχω δέσμευση ἀπό τό πορτοφόλι μου, τῆς εἶπε γελώντας.
- Τότε αὔριο, πού γιορτάζει ὁ Ἠλίας μου, θά πάρεις τήν οἰκογένειά σου καί ὅση ἄδεια ἔχεις ἀπό τή δουλειά σου καί θά μείνετε ἐδῶ μαζί μου, εἶπε ἡ Στεργιανή κι ὁ λό­γος της δέν σήκωνε ἀντίρρηση.
Γιά δεκαπέντε μέρες ἀπό τό βράδυ ἐκεῖνο ἡ μεγαλύτερη χαρά της ἦταν τά γέ­λια, μά καί τό κλάμα τῶν παιδιῶν. Ἦ­ταν ἡ χαρά κι ἡ ἀνακούφιση πού ἔβλεπε στά πρόσωπα τοῦ Νίκου καί τῆς Φωτει­νῆς. Αὐ­τές τίς μέρες καί τίς νύχτες ἔγινε ὄντως Στεργιανή. Δέν κοιμόταν μέ τόν φλοῖσβο τῆς θάλασσας κι οὔτε ξυπνοῦ­σε μέ τόν παφλασμό τῶν κυμάτων. Ἦ­ταν ἡ στιγμή πού ἔμαθε ὅτι μεγαλύτερη χαρά παίρνεις, ὅταν ἐκπληρώνεις τά ὄ­νειρα τῶν ἄλλων παρά ὅταν ἐκπληρώνονται τά δικά σου.
- Ἦταν ὄνειρο οἱ φετινές μας διακοπές, εἶπε ἡ Χρυσή, πού ἦταν πιά ἔφηβος, ἀ­πο­χαιρετώντας την, κι ἡ Στεργιανή συμ­φώ­­νη­σε.
- Ναί, ἦταν ἕνα ὄνειρο πού ποτέ δέν εἶχα ὀνειρευτεῖ!

Ἑλένη Βασιλείου