Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Α´ Θε 2,13

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ


  Χαρά τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι νά καταγγέλλεται τό ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ, νά κηρύττεται τό εὐαγγέλιό του (πρβλ. Φι 1,18). ῞Οταν οἱ μαθητές του παρα­λαμ­βάνουν αὐτό τό εὐαγγέλιο καί τό ἐφαρμόζουν στή ζωή τους, τότε ξεσπᾶ σέ καρδιόβγαλτες εὐχαριστίες πρός τόν Θεό: «Εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ ἀ­διαλείπτως, ὅτι παραλαβόντες λό­γον ἀ­κοῆς παρ᾿ ἡμῶν τοῦ Θεοῦ ἐδέ­ξασθε οὐ λόγον ἀνθρώπων, ἀλλὰ κα­θώς ἐστιν ἀληθῶς, λόγον Θεοῦ, ὃς καὶ ἐνεργεῖται ἐν ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν» (Α΄ Θε 2,13). Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν λέγει «ἀκούσα­ντες λό­γον ἀ­κο­ῆς» ἀλλά «παραλαβόντες». ῾Ο λόγος τόν ὁποῖο κήρυξαν οἱ ἀπόστολοι δέν ἦταν μόνο λόγια, ἀλλά εἶχε καί ἀντίκρισμα, τήν ἐν Χριστῷ ζωή τους. Μαζί μέ τή διδασκαλία οἱ πιστοί παρέ­λαβαν κι ὅ,τι ἀποτέλεσε στή συνέ­χεια τήν παρά­δοση τῆς ᾿Εκκλησίας, δηλαδή τόν λόγο τοῦ εὐαγγελίου ἐφαρ­μο­σμέ­νο. Αὐτό εἶ­ναι ἡ ἱερά παράδοση: πῶς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βιώνεται μέ τή μετά­νοια, τή μυ­στη­ριακή ζωή, τή φι­λανθρω­πία καί ὅ­λους τούς ἀγῶνες πού κάνει ὁ πιστός στήν προσπάθειά του νά φα­νεῖ ἄξιος τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ.
  ῾Η μεγάλη χαρά τοῦ Παύλου ἦταν ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς δέχθηκαν τό κή­ρυ­γμά του ὡς «λόγον Θεοῦ», ὅπως ἀ­κρι­βῶς ἦταν, καί ὄχι ὡς λόγια ἀνθρώ­­πων. ῾Η ἀνθρώπινη γλώσσα καί σκέψη ἀδυνατεῖ νά μιλήσει γιά τόν Θεό. Μό­νον ὁ ἴ­διος ὁ Θεός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του. Καί τό κάνει αὐτό χρησιμοποιώντας δύο τρόπους: τή φυ­σι­κή δημιουργία καί τή θεία ἀποκά­λυ­ψη.
  ῾Η ἁρμονία, ἡ τάξη καί ἡ ἀκρίβεια μέ τήν ὁποία ἔχει δημιουργηθεῖ καί λειτουργεῖ τό σύμπαν μιλᾶ γιά τόν Θεό· μᾶς ἀποκαλύπτει τήν πανσοφία, τήν παντοδυναμία, τήν ἀγαθότητα καί τό­σες ἄλλες ἰδιότητές του. Στή φυσική δημιουργία διαβάζει κανείς τήν ἄγραφη ἀ­ποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε σ᾽  ὅλο τόν κόσμο.
 euaggelio ῾Η γραπτή ἀποκάλυψη, ἡ ἁγία Γρα­φή, δέν μαρτυρεῖ ἁπλῶς τόν Θεό, ἀλ­λά φανερώνει ὁλοκάθαρα τό θέλημά του. Μᾶς ἀποκαλύπτει ὅλο τό σχέδιο τῆς θεί­ας οἰκονομίας. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη, γραμμένη ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο. Γι᾿ αὐτό ὅσα ἀποκαλύ­πτει ἔ­χουν τό κύρος τῆς αὐθεντίας. Το­νίζοντας τή σημασία τῆς ἁγίας Γραφῆς γιά τήν πνευματική πρόοδο καί σωτη­ρία τῶν πιστῶν ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γρά­φει: «Μεγάλη ἀσφάλεια πρὸς τὸ μὴ ἁ­μαρτάνειν τῶν Γραφῶν ἡ ἀνάγνωσις, μέγας κρημνὸς καὶ βάραθρον βαθὺ τῶν Γραφῶν ἡ ἄγνοια, μεγάλη προδοσία σωτηρίας τὸ μηδὲν ἀπὸ τῶν θείων εἰδέναι νόμων». «Αὐτό», συνεχίζει ὁ ἅγιος πα­­τέ­ρας, «γέννησε τίς αἱρέσεις. Αὐτό ἔφερε τή διεφθαρμένη ζωή. Αὐτό ἔ­κα­νε τά ἄνω κάτω. Εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἀποχωρήσει ὠφελημένος ἐκεῖνος πού συνεχῶς καί μέ προσοχή ἀπολαμβάνει τήν ἁγιογραφική μελέτη».
  ῾Ο Παῦλος μίλησε στούς Θεσσαλονικεῖς γιά τόν Θεό κι ἐκεῖνοι δέχθηκαν τόν λόγο του ὡς λόγο Θεοῦ. Καί τούς βεβαίωσε γι᾽ αὐτό ἡ δύναμη καί ἡ ἐνέρ­γεια τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος. Γι᾽ αὐτό προστίθεται: «ὃς (ὁ λόγος) καὶ ἐ­νεργεῖται ἐν ὑμῖν». Μέσα τους οἱ Θεσσαλονικεῖς ἔνιωσαν νά ἐνεργεῖ ἡ δύνα­μη τοῦ θείου λόγου. Εἶδαν τόν ἐσωτερι­κό τους κόσμο νά μεταμορφώνεται, τή ζωή τους νά ἀλλάζει. ῎Ελαβαν τά χα­ρίσματα καί τούς καρπούς τοῦ ἁγίου Πνεύ­ματος (βλ. Γα 5,22-23). ῾Οπλίστηκαν ἐσωτερικά μέ τέτοια δύναμη, ὥστε νά ἀντιμετω­πί­ζουν μέ θαυμαστή γενναιότητα καί μέ χαρά τόν διωγμό πού ξεσηκώθηκε ἐνα­ντίον τους (πρβλ. 1,6). ῞Ολα αὐτά βεβαίωναν ὅτι τό κήρυγμα τῶν ἀπο­στό­λων ἦταν πραγματικά λό­γος Θεοῦ.
  Καθένας πού θέλει νά μιλήσει γιά τόν Θεό πρέπει νά ἔχει γεμίσει ὁ ἴδιος ἀπό Θεό, νά ἀποτελεῖ ἕνα σκεῦος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μπορεῖ νά προσφέρει ἀ­πό τό περιεχόμενό του καί στούς ἄλ­λους. ῾Ο πιστός πού μελετᾶ καί βιώνει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἀξιόπιστος μάρτυρας πού καταθέτει τή μαρτυρία του γιά τό πρόσωπο καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς σήμερα πολλοί κά­νουν τό ἑξῆς μεγάλο λάθος: ᾿Ενῶ γιά κάθε θέμα ζητοῦν τήν κατεύθυνση καί καθο­δήγηση τοῦ εἰδικοῦ, δέν κάνουν τό ἴδιο γιά τό θέμα τῆς πίστεως. Γιά νά κάνουν ἐγχείρηση π.χ. θά ζητήσουν χειρουργό, γιά νά θεραπεύσουν τά μάτια τους θά πᾶνε στόν ὀφθαλμίατρο, γιά νά ράψουν τό παπούτσι τους θά τρέξουν στόν τσα­γκάρη, γιά τά ροῦχα τους στόν ράφτη·  γιά κάθε θέμα ζητοῦν τόν εἰ­δι­κό. Γιά νά γνωρίσουν ὅμως τόν Θεό καί τήν πίστη, δέν ψάχνουν νά βροῦν ἐ­κεῖ­νον πού ἔχει τήν εἰδικότητα τῆς πί­στε­ως, τόν πιστό ἄνθρωπο, ἀλλά ἐπη­ρε­ά­ζονται ἀπό γνῶ­μες ἀθέων καί ἀπί­στων. Κι ἔτσι, βλέ­πουμε τούς ἀνθρώ­πους νά ρουφοῦν κυριολεκτικά ὅ,τι τούς σερβί­ρει ὁ κάθε ἄπιστος καί ἄ­θε­ος, καί ὅταν μιλοῦμε γιά εὐαγγέλιο νά σοκάρονται καί νά μή θέ­λουν νά ἀκού­σουν, ἐνῶ γιά τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι αὐτό ὁ μοναδικός καί ἀλάνθαστος ὁδηγός μας.
  Τό μήνυμα πού μᾶς ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι νά ζητοῦμε καί νά δεχόμαστε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν πιστέψει καί ζοῦν σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θε­οῦ. Καί τό δικό τους κήρυγμα νά τό δε­χόμαστε ὡς τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, καί νά συμμορφώνουμε μ᾿ αὐτό τή ζωή μας. Τότε θά ἀποκτήσουμε πνευ­ματικές ἐ­μπειρίες, θά «ἐνεργεῖται ἐν ἡμῖν» ὁ λό­γος τοῦ Θεοῦ, ὅπως συ­νέβη μέ τούς Θεσσαλονικεῖς.

Στέργιος Ν. Σάκκος

"Ἀπολύτρωσις", Αὐγ.-Σεπτ. 2022