Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Α' Ἁγία ζωή

1. Στρατιῶτες τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας

40martyres2 Στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί κατόπιν, στούς πρώτους αἰῶνες μ.Χ., ἡ κυρίαρχη δύναμη τοῦ κόσμου ἦταν ἡ πανίσχυρη ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, πού ἁπλωνόταν σ᾿ ἀνατολή καί δύση καί κρατοῦσε στήν ἐξουσία της τούς λαούς μέ τήν περιβόητη ρωμαϊκή εἰρήνη (pax romana). Πιστή στό δόγμα «ἄν θέλεις εἰρήνη, ἑτοίμαζε πόλεμο» (si vis pacem, para bellum), ἡ σιδηρόφρακτη αὐτοκρατορία διατηροῦσε καλά ὀργανωμένο στρατό, στό μεγαλύτερο μέρος του μισθοφορικό.

 ᾿Εκτός ἀπό τίς περίφημες ρωμαϊκές λεγεῶνες, ὅπου κατατάσσονταν μόνο ρωμαῖοι πολίτες, εἶχε ἀξιοποιηθεῖ καί ἡ στρατιωτική δύναμη πολλῶν ἀπό τούς κατακτημένους λαούς, κυρίως ἐκείνους τῶν παραμεθορίων περιοχῶν. Αὐτοί ἀποτελοῦσαν τά «συμμαχικά σώματα» (auxilia). ῏Ηταν μισθωτοί κρατικοί ὑπάλληλοι καί ὡς πρός τήν πολεμική ἀξία δέν ὑστεροῦσαν καθόλου ἀπό τούς λεγεωνάριους. ῏Ηταν ἐγκατεστημένοι κατά μῆκος τῶν συνόρων, γι᾿ αὐτό ὀνομάζονταν γενικά λιμιτανέοι (limitanei), δηλαδή συνοριακοί. Καθώς ἦταν ντόπιοι, ἐξοικειωμένοι μέ τίς συνθῆκες καί τά προβλήματα τῆς περιοχῆς, γενναῖοι καί ἑτοιμοπόλεμοι, μποροῦσαν νά ἀντιμετωπίζουν μέ ἐπιτυχία τίς ἐπικίνδυνες ἐπιδρομές τῶν γειτονικῶν βαρβαρικῶν λαῶν. Εἶναι οἱ ἄμεσοι πρόγονοι τῶν θρυλικῶν ἀκριτῶν τῆς κατοπινῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

 Στούς αὐτόχθονες αὐτούς φρουρούς τῶν συνόρων τό κράτος πρόσφερε ἱκανοποιητική ἀμοιβή. Σέ πολλές περιπτώσεις ἡ ἀμοιβή ἦταν εὔφορες ἐκτάσεις, τίς ὁποῖες καλλιεργοῦσαν μέ τίς οἰκογένειές τους οἱ στρατιῶτες καί ἔσπευδαν νά τίς ὑπερασπισθοῦν μόλις ἐμφανιζόταν κάποιος κίνδυνος. Μέ τήν ἀποστράτευσή τους ὁρισμένοι ἀποκτοῦσαν τιμητικά καί τό δικαίωμα τοῦ ρωμαίου πολίτη. Γιά νά γίνουν δεκτοί στίς τάξεις τοῦ στρατοῦ οἱ μισθοφόροι, ἔπρεπε νά διαθέτουν τά κατάλληλα προσόντα καί μάλιστα δυνατό σῶμα, ἔξυπνο μυαλό καί γενναῖο φρόνημα. Τήν ἐπιλογή ἔκαναν οἱ στρατολόγοι. Γιά νά εἶναι ἀπερίσπαστοι στήν ὑπηρεσία τους οἱ μισθοφόροι, δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά δημιουργήσουν δική τους οἰκογένεια κατά τή διάρκεια τῆς στρατεύσεως. Αὐτή τήν πραγματικότητα ἔχει ὑπόψη του ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν γράφει στόν Τιμόθεο· «οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ» (Β' Τι 2,4).

 ῞Ενα τέτοιο ἡρωικό τάγμα ἐπιλέκτων ἦταν ἐγκατεστημένο στήν ὀρεινή περιοχή τοῦ Πόντου. ῞Εδρευε στήν ἱστορική πόλη Σεβάστεια, τήν ὁποία στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα ὁ Διοκλητιανός εἶχε καταστήσει πρωτεύουσα τῆς Μικρῆς ᾿Αρμενίας. ᾿Από ἐκεῖ φρουροῦσε τίς περιοχές τῆς ᾿Αρμενίας καί τῆς Καππαδοκίας, ἕτοιμο ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀντιμετωπίσει ἐνδεχόμενη εἰσβολή τοῦ ἐχθροῦ ἀπό βορρά. Στό τάγμα αὐτό ὑπηρετοῦσαν καί οἱ σαράντα γενναῖοι στρατιῶτες, τῶν ὁποίων τό βίο καί τό μαρτύριο θά ἐξιστορήσει αὐτό τό βιβλίο.

2. Οὐρανοπολίτες

Τά συναξάρια τονίζουν τήν εὐγενῆ καταγωγή καί ἐπισημότητα τῶν σαράντα στρατιωτῶν. Διακρίνονταν ἀπό τούς συναδέλφους τους στήν ἀλκή, στό ἦθος, στήν τόλμη ἀλλά καί στήν ἀναγνώριση ἐκ μέρους τῶν προϊσταμένων. Δέν ἦταν τυχαῖα καί ἀσήμαντα πρόσωπα.

 Εἶναι δέ πολύ πιθανόν ὅτι, ὅταν ἐπέλεξαν τό ἐπάγγελμα τοῦ στρατιώτου, οἱ εὐγενεῖς αὐτοί νέοι δέν εἶχαν γνωρίσει ἀκόμη τόν Χριστό. Στή σκληρή καί ἄχαρη ζωή τοῦ στρατοπέδου, ὅπου ἄλλοι ἀγωνίζονταν γιά τίς προσωπικές τους φιλοδοξίες καί ἄλλοι κατέρρεαν στά σκοτάδια τῆς διαφθορᾶς, αὐτοί γνώρισαν τό φῶς τό ἀληθινό. Φαίνεται ὅτι κάποιος ἤ κάποιοι ἀπό τούς σαράντα ἔγιναν χριστιανοί καί κατόπιν μέ τό λόγο καί τό παράδειγμά τους -ὅπως συνήθως συνέβαινε- ὁδήγησαν καί τούς ἄλλους στήν ἀληθινή πίστη.

῾Η φυσική εὐγένεια καί ἀξιωσύνη τοῦ χαρακτήρα τους διέλαμψε καί αὐξήθηκε, ὅταν μυήθηκαν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ, πού κατοικοῦσε πλούσια στίς πιστές καρδιές τους, τούς ἐνέπνεε στή στρατιωτική ζωή καί τούς ἔδινε θαυμαστή, ψυχική ἀνωτερότητα. Τό ἰδιαίτερο ὅμως χάρισμα τῶν σαράντα ἁγίων στρατιωτῶν εἶναι ὅτι στάθηκαν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο μέ τήν ἁγία ζωή ἀλλά καί μέ τόν μαρτυρικό θάνατό τους. ῞Ηρωες εἶδε πολλούς αὐτός ὁ κόσμος, μάρτυρες ὅμως λίγους. Κι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς λίγους καί ἐκλεκτούς συμπεριλαμβάνονται καί οἱ Σαράντα Μάρτυρες.

 Στήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ Πόντου φαίνεται νά εἶχαν γεννηθεῖ οἱ σαράντα ἅγιοι στρατιῶτες. Τά ὀνόματά τους δείχνουν ποικιλία καταγωγῆς. Στή χειρόγραφη παράδοση ὁρισμένα ἀπό αὐτά παραδίδονται μέ κάποιες παραλλαγές. Αὐτό συμβαίνει μᾶλλον, διότι μερικοί ἀπό τούς Μάρτυρες εἶχαν δυό ὀνόματα. Τά μνημονεύουν μέ κάποιες παραλλαγές τά Συναξάρια, καθώς καί ἕνα κείμενο πού παραδίδεται ὡς «Διαθήκη τῶν ἁγίων καί ἐνδόξων τοῦ Χριστοῦ τεσσαράκοντα μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τελειωθέντων». Τό κύριο θέμα τῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ εἰδική παράγραφο τοῦ Β' κεφαλαίου τοῦ βιβλίου, εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῶν Σαράντα Μαρτύρων νά μή διασκορπισθοῦν τά λείψανά τους, ἀλλά νά ταφοῦν ὅλα μαζί, ὅπως ἔζησαν καί μαρτύρησαν μαζί.

 Νά πῶς ἀναφέρονται τά ὀνόματα τῶν Μαρτύρων στό κλείσιμο τῆς Διαθήκης τους· «Μελέτιος, ᾿Αέτιος, Εὐτύχιος, Κυρίων, Κάνδιδος, ᾿Αγγίας, Γάιος, Χουδίων, ῾Ηράκλειος, ᾿Ιωάννης, Θεόφιλος, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Γοργόνιος, Κύριλλος, Σεβηριανός, Θεόδουλος, Νίκαλλος, Φλάβιος, Ξάνθιος, Οὐαλέριος, ῾Ησύχιος, Δομετιανός, Δόμνος, ῾Ηλιανός, Λεόντιος ὁ καί Θεόκτιστος, Εὐνοϊκός, Οὐάλης, ᾿Ακάκιος, ᾿Αλέξανδρος, Βικράτιος ὁ καί Βιβιανός, Πρίσκος, Σακέρδων, ᾿Εκδίκιος, ᾿Αθανάσιος, Λυσίμαχος, Κλαύδιος, ῎Ιλης καί Μελίτων».

 Μᾶς εἶναι ἄγνωστος ὁ συγκεκριμένος τόπος καταγωγῆς τοῦ καθενός ἀπό τούς σαράντα. ῾Ο Μέγας Βασίλειος, ὄντας συγγενής ὁρισμένων ἀπό αὐτούς, προφανῶς γνώριζε τή γενέτειρα πόλη τους. ᾿Αποφεύγει ὅμως νά τή δηλώσει. Σημειώνει μάλιστα ὅτι σκόπιμα γίνεται αὐτή ἡ ἀποσιώπηση, διότι οἱ Σαράντα Μάρτυρες ἀξίζει νά χαρακτηρισθοῦν «ὡς τῆς οἰκουμένης πολῖτες». ῞Οπως ὅσοι δίνουν τά ὑπάρχοντά τους στό κοινόβιο, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν τά διεκδικοῦν καί αὐτά δέν ἀνήκουν πλέον ξεχωριστά στόν καθένα πού τά πρόσφερε, ἀλλά ὅλα μαζί εἶναι κτῆμα ὅλων, ἔτσι καί ἐδῶ· ἡ πατρίδα τοῦ καθενός εἶναι καί πατρίδα ὅλων τῶν ἄλλων. 

 ῾Η διαφορετική καταγωγή δέν ἐμπόδισε καθόλου τούς σαράντα πιστούς νέους νά γνωριστοῦν καί νά συνδεθοῦν μεταξύ τους μέ δυνατή φιλία. ῾Η ἴδια φωτιά τῆς ἀγάπης πύρωνε τίς καρδιές τους καί τό ἴδιο φῶς τῆς πίστεως φώτιζε τίς διάνοιές τους. Αὐτά τούς ἕνωσαν μέ τόν ἱερό δεσμό τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητας. ῏Ηταν, λοιπόν, ἀδελφοί, καί ἄς μήν εἶχαν τούς ἴδιους κατά σάρκα γονεῖς. Εἶχαν τόν ἴδιο Πατέρα, τόν Κύριο, ἐφόσον ὅλοι μέ τό βάπτισμα εἶχαν πάρει τήν υἱοθεσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διαπνέονταν ἀπό τά ἴδια ἰδανικά. ῾Ο πόθος κοινός, οἱ σκέψεις τους ταυτίζονταν. Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι μία ἦταν ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά ὅλων, ἡ ὁποία κατοικοῦσε σέ σαράντα σώματα.

 Δέν ὑπάρχει λόγος, κατά τόν Μ. Βασίλειο, νά ζητοῦμε νά μάθουμε τίς ἐπίγειες πατρίδες τους, ἀφοῦ γνωρίζουμε ποιά εἶναι ἡ πόλη, στήν ὁποία τώρα κατοικοῦν μόνιμα πλέον οἱ Μάρτυρες. Εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀχειροποίητη, πού τήν ἔκτισε ὁ οὐράνιος τεχνίτης, ὁ θεῖος Δημιουργός. Εἶναι γνωστή μέ τό ὄνομα οὐράνια ᾿Ιερουσαλήμ, πατρίδα ἀδούλωτη, πού παραμένει αἰώνια ἐλεύθερη. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀποκαλοῦσε μητέρα του καί μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, τῶν ὁποίων «τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φι 3,20) καί οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐδῶ πόλη μόνιμη, ἀλλά ἐπιζητοῦν τή μέλλουσα (῾Εβ 13,14).

3. ᾿Ανδρεῖοι καί ὡραῖοι

῾Η ἀνδρεία καί ἡ πολεμική πείρα πού ἀπέκτησαν στή στρατιωτική τους σταδιοδρομία, ὁδήγησε πολλές φορές τούς σαράντα ἐπίλεκτους σέ περίλαμπρες νίκες. Τά ἡρωικά κατορθώματα καί τά ἀνδραγαθήματά τους ἅπλωσαν τή φήμη τους σ᾿ ὅλη τήν περιοχή. ῎Εγιναν γνωστοί ἀκόμη καί στόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος τούς τίμησε μέ τίς μεγαλύτερες τιμές καί μέ τά σπουδαιότερα παράσημα. Μάλιστα, ἡ ὅλη διαδικασία τῆς ἀνακρίσεώς τους δημιουργεῖ τήν ὑπόνοια ὅτι, ἄν ὄχι ὅλοι, τουλάχιστον κάποιοι ἀπό αὐτούς ἴσως εἶχαν τιμηθεῖ καί μέ τό δικαίωμα τοῦ ρωμαίου πολίτη.

 ᾿Εντούτοις, τά βραβεῖα καί οἱ τιμές δέν μείωσαν καθόλου τήν ἀγάπη τῶν πιστῶν νέων γιά τόν Χριστό καί τήν εὐσέβειά τους. ᾿Αντίθετα, γιγάντωσαν στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους τόν ἱερό πόθο νά μείνουν ἀφοσιωμένοι στόν αἰώνιο Παμβασιλέα μέχρι θυσίας. ῎Ελαμψαν, πράγματι, μέ τή φλογερή πίστη καί τή θερμή ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό, πού ἱερουργοῦνταν μέσα στήν καρδιά τους. Τό ξεχείλισμα τῆς θείας ἀγάπης μέσα τους ἐκδηλωνόταν μέ τήν ἀρετή καί τή σωφροσύνη, πού στόλιζαν τήν ὕπαρξή τους, μέ τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους, πού ἀποτελοῦσε τό μυστικό προστάδιο τοῦ μαρτυρίου.

 Χωρίς κανείς νά τό ὑποπτεύεται, χωρίς κανείς νά τό περιμένει, μέσα στό στρατιωτικό σῶμα τῶν ἐπιλέκτων τῆς Σεβάστειας ἐξαγνίζονταν μυστικά καί εὐπρεπίζονταν οἱ σαράντα εὐγενικές ὑπάρξεις σάν ἁγνές παρθενικές λαμπάδες, οἱ ὁποῖες ἔμελλαν νά καοῦν ὁλοκληρωτικά στή λατρεία τοῦ ᾿Εσταυρωμένου. ᾿Αποτέλεσμα ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς ἁγιότητας ὑπῆρξαν τά στρατιωτικά τους κατορθώματα. Διότι, ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἀντιφέγγιζε στή μορφή τους καί τό σῶμα πού φαινόταν, ἀποτελοῦσε τό ἀντάξιο κατοικητήριο τῆς ψυχῆς τους πού δέν φαινόταν».

4. Τό θαῦμα τῆς προσευχῆς

 Διαβάζουμε στήν ἁγία Γραφή· «γνῶτε ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τόν ὅσιον αὐτοῦ» (Ψα 4,4). Πράγματι, ἡ ἱστορία τῆς ἔνδοξης ᾿Εκκλησίας μας ἀπέδειξε ὅτι ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιότητας εἶναι τά θαύματα ἤ ἀκριβέστερα "σημεῖα, δυνάμεις καί τέρατα", ὅπως τά χαρακτηρίζουν τά ἱερά Εὐαγγέλια. Θαύματα πολλά καί καταπληκτικά συνόδευσαν τή ζωή τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ.

 ῞Ενα ἀπό τά σημεῖα πού ἐπιτέλεσαν οἱ ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες, ὅταν ἀκόμη ζοῦσαν, μᾶς παραδίδει ὁ σχεδόν σύγχρονός τους ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου. ῾Η οἰκογένεια τῶν δύο ἁγίων πατέρων, ὅπως ἤδη λέχθηκε, εἶχε συγγενικούς δεσμούς μέ κάποιους ἀπό τούς Σαράντα Μάρτυρες. Συνέβη, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, νά περικυκλωθεῖ κάποτε τό τάγμα, στό ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν οἱ σαράντα στρατιῶτες μας, ἀπό ἐχθρικές δυνάμεις. Οἱ ἐχθροί κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας κατέλαβαν τά γύρω ὑψώματα καί τίς διαβάσεις. Κατέστρεψαν ὅλες τίς πηγές τοῦ νεροῦ καί ἔκαναν ἔτσι τή θέση τοῦ τάγματος ἀπελπιστικά δύσκολη. ῎Επρεπε οἱ ἄνδρες του ἤ νά παραδοθοῦν ἤ νά πεθάνουν ἀπό τό φρικτό θάνατο τῆς δίψας. ῾Ο διοικητής καί τό ἐπιτελεῖο ἀνησυχοῦν καί βρίσκονται σέ ἀμηχανία. Τά ποικίλα στρατηγήματα πού ἐπινόησαν, ἀπέτυχαν. ᾿Ελπίδα σωτηρίας δέν ἀπέμεινε. ῞Ολοι θρηνοῦν τό ἄδοξο τέλος τους, ὅπου τούς ὁδηγεῖ ἡ δίψα καί ὄχι τό σπαθί τοῦ ἐχθροῦ.

 ῾Υπάρχουν ὅμως μερικοί στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δέν ἀνησυχοῦν, ἀλλά ἔχουν τέτοια χαρά, ὥστε νομίζει κανείς ὅτι γιορτάζουν ἔνδοξη νίκη. Εἶναι οἱ σαράντα χριστιανοί. ῏Ηταν, βέβαια, πάντα αἰσιόδοξοι καί ποτέ δέν δείλιασαν μπροστά στό θάνατο. Μά τώρα αἰσιοδοξοῦν γιά ὅλο τό τάγμα. Τί, λοιπόν, ἔχουν στό νοῦ τους; ῾Η ἁγία Γραφή, τῆς ὁποίας ἡ μελέτη τούς ἔτρεφε πνευματικά καί τούς καλλιεργοῦσε στήν πίστη, τούς προσφέρει παραδείγματα καί ὑποδεικνύει τρόπους, γιά νά ἐνεργήσουν στή δύσκολη ὥρα. Θυμοῦνται τήν περίπτωση τοῦ προφήτη ᾿Ηλία, πού μέ τήν πύρινη προσευχή του ἔκλεισε κι ἄνοιξε κάποτε τόν οὐρανό. Κι ἀποφασίζουν νά τόν μιμηθοῦν.

 ᾿Αφήνουν, λοιπόν, τό στρατόπεδο, ἀποσύρονται σέ ξεχωριστό μέρος κι ἐκεῖ μέ μιά καρδιά καί μέ μιά φωνή ζητοῦν ἀπό τόν οὐρανό τή λύση τῆς συμφορᾶς. ῾Η θερμή καί δακρύβρεκτη προσευχή τους εἶναι ὁ θεῖος μυστικός ἀσύρματος, μέ τόν ὁποῖο ἐξαποστέλλουν ὑπερεπείγοντα σήματα στίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις καί ζητοῦν ἐνισχύσεις ἀπό τόν αἰώνιο Αὐτοκράτορα τοῦ οὐρανοῦ. Καί δέν ἄργησε νά εἰσακουσθεῖ τό αἴτημά τους, διότι «οἱ μέν ηὔχοντο, ἡ δέ εὐχή παραχρῆμα ἔργον ἐγίνετο».

 ᾿Ενῶ οἱ ἅγιοι ἦταν ἀκόμη γονατισμένοι καί προσεύχονταν μέ θέρμη, ἕνας ἰσχυρός ἄνεμος μαζεύει σύννεφα στόν ἀνέφελο μέχρι τότε οὐρανό. Στή συνέχεια ἀκούγονται τρομερές βροντές, πύρινες ἀστραπές φλογίζουν τήν ἀτμόσφαιρα καί καταρρακτώδης βροχή χαρίζει στό σύνταγμα νερό περισσότερο καί ἀπό τό νερό τῶν ποταμῶν. ῾Η θύελλα πού ξέσπασε μέ κεραυνούς καί καταιγίδα, προκαλεῖ σοβαρές ἀπώλειες στίς βαρβαρικές δυνάμεις καί τίς ἀναγκάζει νά λύσουν τήν πολιορκία καί νά ἀπομακρυνθοῦν πανικόβλητες. ῎Ετσι, μέ τήν προσευχή τῶν ἐκλεκτῶν στρατιωτῶν του τό σύνταγμα πέτυχε διπλή νίκη· καί τή δίψα νίκησε καί ἀπό τούς βαρβάρους ἀπαλλάχθηκε.

5. ῾Ο φθόνος τοῦ διαβόλου

  ῾Η ἀνδρεία, ἡ ἁγιότητα τῶν σαράντα στρατιωτῶν καί τό θαυμαστό σημεῖο πού ἐπιτέλεσαν, ἐνόχλησαν τό διάβολο. ῞Ολα αὐτά τά ἔνιωσε σάν ἰσχυρά βέλη ἐναντίον του καί ξεσηκώθηκε σέ ἀντεπίθεση. Μέ λύσσα καί μανία καθημερινά ἐφεύρισκε πειρασμούς, γιά νά τούς λυγίσει, νά γκρεμίσει τόν πύργο τῆς πίστεώς τους καί νά σβήσει τή φλόγα τῆς ἀγάπης τους. Καί ὅπως ὁ κλέφτης, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δέν πηγαίνει νά κλέψει πέτρες, χῶμα καί ἄλλα φτηνά πράγματα ἀλλά χρυσό, ἄργυρο ἤ μαργαριτάρια, ἔτσι καί ὁ ἀπαίσιος κλέφτης τοῦ θησαυροῦ τῆς ψυχῆς, ὁ διάβολος, δέν ἐνοχλοῦσε τόσο τούς ἄλλους στρατιῶτες ὅσο τούς πιστούς.

 ῎Εβλεπε, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μέ πονηρό μάτι τά μεγάλα τρόπαια τῶν ἀγωνιστῶν στά πεδία τῆς μάχης καί περισσότερο στό πεδίο τῆς ἀρετῆς καί «οὐκ ἤνεγκε πολιάν ἠθῶν ἐν ἡλικίᾳ νεότητι βλέπων». Δηλαδή, δέν ἄντεχε νά βλέπει νέους μέ φρόνηση καί σωφροσύνη γερόντων. ῎Εβλεπε ἔνοπλους στρατιῶτες νά ἀποτελοῦν χορό καί σύνταγμα οὐράνιο, πού ἔψαλλε καί ὑμνοῦσε τόν Θεό ἀκατάπαυστα. Δέν ἀνεχόταν ὁ παγκάκιστος νά βλέπει ἄνδρες μέ ὄψη γλυκειά καί ὡραία, μέ μάτια ἁγνά, μέ φρόνημα ἀγέρωχο, μέ ταχύτατα πόδια, μέ ὑπερβολική δύναμη, μέ συμμετρία μελῶν, ἄνδρες μέ τόσα σωματικά χαρίσματα νά δουλεύουν στόν Θεό καί νά κοσμοῦνται μέ λαμπερή ἀρετή. Αὐτός πού, ὅπως ἀναφέρει τό βιβλίο τοῦ πολύαθλου ᾿Ιώβ, «ἐμπεριπατεῖ σύμπασαν τήν οἰκουμένην» (2,2), βλέπει τώρα ὄχι ἕναν ἄνθρωπο ἀληθινό καί δίκαιο, ἀλλά ἕνα σύνολο τέτοιων ἀνθρώπων ἀληθινῶν, δίκαιων καί εὐσεβῶν. Δέν τό ἀνέχεται, λοιπόν, καί ζητεῖ «ὡς λέων ὠρυόμενος» (Α´ Πε 5,8) νά καταπιεῖ τούς ἀθλητές.

 ᾿Ασφαλῶς, δέν θά δυσκολευτεῖ νά πραγματοποιήσει τό αἱμοβόρο σχέδιό του, ἀφοῦ εἶναι «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (᾿Ιω 12,31· 14, 30), ὁ κοσμοκράτορας. Δέν ἔχει παρά νά διατάξει τόν αὐτοκράτορα νά κηρύξει διωγμό ἐναντίον τῶν πιστῶν. Πράγματι, ὁ νέος διωγμός σάν σίφουνας ξεσπᾶ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.

6. Εἰρήνη καί διωγμός

 Τήν ἐποχή αὐτή ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία εἶναι χωρισμένη σέ δύο τμήματα· στό δυτικό αὐτοκράτορας εἶναι ὁ Μ. Κωνσταντίνος (312-337 μ.Χ.), ἐνῶ στό ἀνατολικό βασιλεύει ὁ Λικίνιος (308-324 μ.Χ). ᾿Από τή στιγμή πού ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου, σύμβολο θυσίας καί εἰρήνης, φάνηκε στόν οὐρανό μέ τά φωτεινά γράμματα «ΕΝ ΤΟΥΤΩι ΝΙΚΑ», ἀρχίζει νά ἐπικρατεῖ ἡ εἰρήνη στήν ᾿Εκκλησία τοῦ δυτικοῦ κράτους. ῾Ο Μ. Κωνσταντίνος, πού μέ τή δύναμη τοῦ τίμιου σταυροῦ νίκησε τόν ἀντίπαλό του Μαξέντιο κι ἔμεινε μόνος κυρίαρχος στή Δύση, ἐξέδωσε τό περίφημο διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), πού ἀναγνώριζε τήν ἀνεξιθρησκεία. ῎Ετσι, μετά ἀπό δυόμισυ αἰῶνες διωγμῶν, οἱ χριστιανοί εἶναι πλέον ἐλεύθεροι νά λατρεύουν τόν Θεό τους. Οἱ χρυσές ἀκτίνες τῆς εἰρήνης θερμαίνουν τούς δακρύβρεκτους θαλάμους τῶν κατακομβῶν καί τό αἱματοβαμμένο χῶμα τοῦ Κολοσσαίου τῆς Ρώμης. Δέν χρειάζεται τώρα νά κρύβονται οἱ χριστιανοί στίς κατακόμβες, ἀλλά μποροῦν ἀνενόχλητοι νά λειτουργοῦν τούς ἐλάχιστους ταπεινούς ναούς τους καί νά ἀνεγείρουν νέους περίλαμπρους. ῾Η μαρτυρική νύμφη τοῦ ᾿Αρνίου εἶναι ἐπιτέλους ἀδέσμευτη. ᾿Ανασαίνει ἐλεύθερος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ταράσσεται ἀπό κάποιον ἐξωτερικό φόβο ὅπως προηγουμένως. Λευκά περιστέρια πετοῦν στόν οὐρανό τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀναγγέλλουν τό μήνυμα τῆς νίκης καί τῆς εἰρήνης.

 ᾿Αλλ᾿ ἐνῶ αὐτά συνέβαιναν στή Δύση, στήν ᾿Ανατολή μαῦρα σύννεφα σκίαζαν τόν ὁρίζοντα καί σκέπαζαν τόν οὐρανό τῆς ᾿Εκκλησίας. Προμηνυόταν μεγάλη θύελλα καί καταστρεπτική καταιγίδα. ῾Ο Λικίνιος ἦταν «ἀγριότερος ἀπό ὅλα τά θηρία» καί «σκληρός τύραννος». Σ᾿ αὐτόν «ἕνας ἀπό τούς δαίμονες τῆς πολυθεΐας ὑπαγόρευσε τήν τυραννικότερη ἀπόφαση καί τόν μισόθεο νόμο». Γιά νά ἱκανοποιήσει τούς εἰδωλολάτρες, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν ὁποίων ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ τόν ἀντίπαλό του αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Μ. Κωνσταντίνο, ἐξέδωσε τό 320 μ.Χ. διάταγμα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Τό διάταγμα αὐτό ξεσήκωσε νέο διωγμό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν τῆς ᾿Ανατολῆς. Στήν Καππαδοκία ἦταν τότε ἔπαρχος ὁ Ἀγρικόλας, μία ἀπάνθρωπη καί αἱμοβόρα φυσιογνωμία. Εἶχε ἔμφυτη στήν ψυχή του τήν ἀγροικιά καί τήν ἀγριότητα, ὅπως δηλώνει καί ἡ διπλή ὀρθογραία τοῦ ὀνόματός του· Ἀγροι

 ῾Ο ᾿Αγρικόλας ζωγραφίζεται στά Συναξάρια ὡς θηριώδης καί πονηρός δαίμονας τῆς κολάσεως, τό δυναμικό πρόσωπο τοῦ ἀντιχρίστου, πού ἀντιπροσωπεύει τό διάβολο στήν ἄδικη ἐξουσία. Μόλις ἔφθασε στό γραφεῖο του τό διάταγμα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, σκίρτησε ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση. ᾿Αναδείχθηκε ὁ τυραννικότερος ὑπηρέτης αὐτοῦ τοῦ βίαιου καί ἄδικου διατάγματος, διότι πίστευε ὅτι κακοποιώντας τούς χριστιανούς γίνεται εὐάρεστος στούς θεούς τῶν εἰδωλολατρῶν καί κερδίζει τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα καί τῶν ἄλλων ἀρχόντων. ῎Αγρυπνος καί ἀκούραστος ἀγωνίζεται νά ἐξαφανίσει ἐντελῶς τούς χριστιανούς τῆς ἐπαρχίας του, γιά νά ἀναγγείλει καυχώμενος τή νίκη του στόν αὐτοκράτορα.

 Πολλοί ἀπό τούς πιστούς, καί μάλιστα ἐκεῖνοι πού ἦταν γνωστοί στήν κοινωνία, ἐγκαταλείπουν τότε τά σπίτια καί τά ὑπάρχοντά τους καί τρέχουν νά κρυφτοῦν στά βουνά καί στίς ἐρημιές. ᾿Αλλά καί ἐκεῖ τούς καταζητεῖ ἡ μανία τοῦ διώκτη. ῾Ο ἄγριος ἔπαρχος διοργάνωσε ὁμάδες, τίς ὁποῖες ἐξαπέστειλε μέ λύσσα σ᾿ ὅλη τήν ἐπαρχία, γιά νά βροῦν, νά συλλάβουν καί νά ὁδηγήσουν στό μαρτύριο καθέναν πού ὁμολογοῦσε πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Διέταξε συγχρόνως ἄλλους ὑφισταμένους του νά ἐφεύρουν διάφορα βασανιστήρια, νά ἀνάψουν φωτιές, νά τροχίσουν ξίφη, νά στήσουν σταυρούς, νά ἑτοιμάσουν βόθρους, τροχούς μέ σιδερένια δόντια καί μαστίγια μέ μολύβια στίς ἄκρες.

 Πολλές ἀθῶες ὑπάρξεις κάθε τάξεως καί ἡλικίας σύρονται ἀπό τούς καταδότες του ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου. Καί ἐπειδή ὁμολογοῦν γενναῖα τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, βασανίζονται μέ κάθε τρόπο καί τελικά θανατώνονται μπαίνοντας στόν ἅγιο χορό τῶν μαρτύρων.

7. Φιλόχριστος στρατός

 ῾Η εἴδηση ὅτι ὑπάρχουν καί στρατιῶτες χριστιανοί ταράζει ἰδιαίτερα τόν μανιασμένο ἔπαρχο. Αὐτό δέν τό περίμενε ποτέ. Θεωροῦσε ὑποτιμητικό γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν βασιλιά ν᾿ ἀνήκουν σ᾿ αὐτήν τή μισητή θρησκεία τῶν χριστιανῶν βασιλικοί στρατιῶτες. Ποιοί ὅμως ἀπ᾿ ὅλους τούς στρατιῶτες τοῦ τάγματος εἶναι χριστιανοί;

 Δέν ἀργεῖ ὁ ᾿Αγρικόλας νά βρεῖ τό μέσο, γιά νά τούς ἀνακαλύψει. Γνωρίζει καλά ὅτι οἱ χριστιανοί προτιμοῦν νά θυσιαστοῦν παρά νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Διατάζει, λοιπόν, στή γενική συγκέντρωση τοῦ τάγματος νά διαβαστεῖ ἡ ἀκόλουθη διαταγή· Οἱ στρατιῶτες ὀφείλουν «ἤ τό λιβανωτόν ἐναγίζειν τοῖς δαίμοσιν, ἤ τοῦτο μή ποιοῦντας θανάτῳ καταδικάζεσθαι, καί πρό γε τῆς τελευτῆς, παντί τῷ σώματι πολλάς ὑπομένειν λωβάς». Δηλαδή ἤ νά προσφέρουν θυσία στούς θεούς ἤ, ἄν δέν ὑπακούσουν, νά καταδικαστοῦν σέ θάνατο καί, μάλιστα, πρίν ἀπό τό θάνατο νά βασανιστοῦν σκληρά.

 Τό διάταγμα διαβάστηκε μέσα σέ νεκρική σιγή. Ποιός θά τολμήσει νά ἀρνηθεῖ καί νά μή θυσιάσει; ῏Ηταν μία ἐξαιρετικά κρίσιμη ὥρα. Τί θά ἔκαναν ἄραγε οἱ χριστιανοί στρατιῶτες, πού ἀναδείχθηκαν καί ἀνδραγάθησαν στά πεδία τῶν μαχῶν; Θά ἀρνοῦνταν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ὁπότε θά θυσιάζονταν οἱ ἴδιοι γιά τόν Χριστό ἤ θά ἀρνοῦνταν τήν πίστη; Τότε ἀκριβῶς οἱ σαράντα γενναῖοι καί ἀνίκητοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ ἀξιοποιοῦν τή σκληρή διαταγή τοῦ τυράννου κι ἐκμεταλλεύονται τόν ἐχθρικό νόμο γιά μιά περίλαμπρη νίκη. Μέ θάρρος καί ψυχραιμία, χωρίς νά φοβηθοῦν καθόλου, χωρίς νά πτοηθοῦν ἀπό τίς ἀπειλές, μέ δυνατή φωνή καί μ᾿ ἕνα στόμα ὁμολογοῦν· «Εἶμαι χριστιανός».

 ῏Ω μακάριες γλῶσσες, πού ἔβγαλαν ἐκείνη τήν ἱερή φωνή, ἀναφωνεῖ συγκινημένος ὁ Μ. Βασίλειος. Δέχθηκε τή φωνή τους ὁ ἀέρας καί ἁγιάστηκε. Τήν ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καί τήν ἐπιδοκίμασαν. ῾Ο διάβολος καί οἱ δαίμονες τραυματίστηκαν. ῾Ο Κύριος τήν ἔγραψε στόν οὐρανό. Οἱ ἄγγελοι τότε θαύμασαν ἕνα ὑπέροχο θέαμα στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Εἶδαν τή σύγκρουσή τους μέ τό διάβολο καί τή νίκη τους ἐναντίον του. Πόσο ἀντίθετη ἦταν ἡ πάλη αὐτή πρός ἐκείνη τήν πρώτη πάλη, ὅπου τό φίδι κατανίκησε τόν ᾿Αδάμ! Δέν ἄντεξε τότε ὁ ἄνθρωπος μία μόνο ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ, πού ἐκδηλώθηκε μέ ἕνα ὡραῖο δόλωμα, ἀλλά ἔπεσε καί ἀνατράπηκε. Στούς μάρτυρες ὅμως δέν πέτυχαν κανένα ἀποτέλεσμα οἱ ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ.

 ᾿Οργισμένος ὁ διοικητής τοῦ τάγματος διατάζει νά ἔλθουν στή μέση ὅσοι ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Οἱ ἀτρόμητοι ὁμολογητές βγαίνουν ἀπό τίς τάξεις τῶν στρατιωτῶν. Ξεχωρίζουν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους καί συγκροτοῦν ἰδιαίτερη «φάλαγγα ἐξαιρετική καί φιλόχριστη, διοικούμενη ἀπό τή δύναμη τοῦ Πνεύματος».

Στεργίου Σάκκου, Οἱ ἅγιοι σαράντα μάρτυρες. ἔκδ. Β΄, σελ. 17-42