Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην...

sossanna Ἔξω ἀπό τήν κλειστή θύρα τοῦ παραδείσου ἀγρυπνοῦσαν σέ ὅλους τούς καιρούς οἱ λίγοι καί ἐκλεκτοί μέ ἀναμμένη τή φωτιά τῆς προσμονῆς. Προφῆτες καί δίκαιοι τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς, νήφουσες καρδιές σέ χρόνους ἀποστασίας περίμεναν Ἐκεῖνον πού θά ἄνοιγε τό δρόμο γιά νά μποροῦν οἱ γιοί τοῦ Ἀδάμ νά ἐπιστρέψουν στό φωτεινό σπίτι τοῦ Πατέρα. Κι ὅταν ἔφθασε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ φωτεινός ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ βρῆκε τούς ἀγραυλοῦντες, τούς ποιμένες τῶν λόφων τῆς Βηθλεέμ, γιά νά τούς ἀναγγείλει τήν κοσμοσωτήρια εδηση.
 Γεννημένη στήν ἴδια γῆ, στά χώματα τῆς Παλαιστίνης, ἡ Σωσάννα φυλάγει στήν καρδιά της τή φλόγα τῆς ἀναζήτησης καί ἀγρυπνεῖ ποθώντας τήν ἀλήθεια. Πατέρας της ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας Ἀρτέμιος καί μητέρα της ἡ ἰουδαία Μάρθα. Μέσα στή σύγκρουση ἀπόψεων καί δοξασιῶν τοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος, κάποιες εὐσεβεῖς γυναῖκες ἀφήνουν νά φθάσουν στήν ψυχή της οἱ ἀνταύγειες τῆς ἀληθινῆς πίστης. Σέ κεῖνες τίς μυστικές ὧρες τῆς κατήχησης, τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ ξαναρίχνει τό φῶς του καί ὁδηγεῖ τήν καλοπροαίρετη ψυχή τῆς Σωσάννας στήν προσκύνηση τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Ἡ νεαρή κόρη μέ θαυμαστή ἀποφασιστικότητα τολμᾶ. Πετᾶ τό ζόφο τῆς εἰδωλολατρίας, ὑπερβαίνει τήν προκατάληψη τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καί ἀσπάζεται τή νέα πίστη. Ἀπό τόν ἐπίσκοπο Σιλουανό λαμβάνει τό ἅγιο Βάπτισμα κρυφά μιά νύχτα πού τή φωτίζει ἱλαρό, οὐράνιο φῶς.
 Μετά τό θάνατο τῶν γονιῶν της γίνεται σέ ὅλους φανερή ἡ ἔνταξή της στήν Ἐκκλησία καί ἡ διακονία της ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Αὐτό ἐξοργίζει τούς εἰδωλολάτρες καί τούς Ἑβραίους οἱ ὁποῖοι συνεργάζονται μέ σχέδιο νά τή σκοτώσουν. Τό μένος τους ὑπάρχει κίνδυνος νά ἀπειλήσει τήν πολύπαθη ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων καί ἡ ἀγωνία τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν πιστῶν εἶναι μεγάλη. Τή λύση στό πρόβλημα δίνει ἡ αὐταπάρνηση τῆς Σωσάννας. Ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει τήν πατρίδα της γιά νά διαφυλάξει τούς ἀδελφούς. Πουλᾶ καί μοιράζει τήν περιουσία της καί γίνεται πρόσφυγας. Τώρα πού βρῆκε τό μαργαρίτη τόν πολύτιμο, ὅλα τῆς γῆς τά πλούτη τῆς φαίνονται φτωχά· τώρα πού ἀνακάλυψε τήν αἰώνια πατρίδα, νιώθει περιορισμένη καί προσωρινή τήν πατρίδα αὐτῆς τῆς γῆς. Ἀκολουθεῖ τά ἴχνη τοῦ Κυρίου της πού ἔγινε πρόσφυγας ἀμέσως μετά τή γέννησή του. Στό δρόμο τῆς φυγῆς γιά τήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν καί τήν ὑπακοή στόν ἐπίσκοπο τή σκεπάζει τό χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἀσκητεύει ἕνα χρονικό διάστημα σέ χῶρο ἀναχωρητῶν κρύβοντας τή γυναικεία της φύση καί ἀργότερα τή βρίσκουμε στήν Ἐλευθερούπολη.
 Δέν τό μετάνιωσε πού ἔδωσε τή ζωή της στόν Ἰησοῦ καί αὐτό εἶναι ἡ ἀκτινοβολία της καί ἡ ὁμολογία της. Ἡ θεϊκή εἰρήνη, ἐκείνη πού ἔψαλλαν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις τή νύχτα τῆς Γέννησης, βασιλεύει στήν καρδιά της. Ὅμως οἱ ἀρχές τοῦ σκότους κουβαλοῦν τήν ταραχή μέσα τους κι αὐτή σκορπίζουν γύρω τους. Ἡ ἐντολή τοῦ Διοκλητιανοῦ γιά νά ἀφανιστεῖ τό ὄνομα τῶν χριστιανῶν θά ὁδηγήσει κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. χιλιάδες ἀθῶες ὑπάρξεις στό μαρτύριο. Ἀνάμεσά τους εἶναι καί ἡ Σωσάννα. Ὁμολογεῖ τήν πίστη στόν Χριστό καί καταδικάζεται μαζί μέ ἄλλους ἀδελφούς σέ θάνατο. Ἡ ἁγία ρίχνεται στή φωτιά καί ἔτσι παραδίδει τήν ψυχή της στόν Νυμφίο πού ἀγάπησε καί διακόνησε· τήν τιμοῦν οἱ χριστιανοί κάθε γενιᾶς στίς 15 Δεκεμβρίου καί ἀγωνίζονται νά ζήσουν ὅπως ἐκείνη, μέ μάτια ἄγρυπνα καί καρδιά προσευχόμενη.
 Μέσα στήν τραγικότητα τῆς νυχτιᾶς τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦνε μετά Χριστόν ἀλλά χωρίς τόν Χριστό, ὅσοι πιστοί, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς ἁγίας ὁσιομάρτυρος Σωσάννας, ἄς μένουμε ἀγραυλοῦντες ἔξω ἀπό τήν ἀνοιχτή θύρα τοῦ θείου ἐλέους γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί τή δική μας.

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 64 (2009) 333-334