Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Μιά ζωή ἐδῶ!

Greece 2 24 edited «Πάλι στήν ἐκκλησία; Μά τί θά γίνει ἄν δέν πᾶς μιά Κυριακή; Αὔριο θά πᾶμε θά­λασ­σα», μοῦ εἶπε ἡ νεαρή ξαδέλφη μου μέ ἕναν τόνο εἰρωνείας στή φωνή. Τήν κοίταξα μέ συγκατάβαση. Πῶς νά τῆς ἐξηγοῦσα ἄλλωστε...

Τ᾿ ἄλλο πρωί βρέθηκα στό ναό. Μπροστά μου μιά μικρούλα ἴσαμε τέσσερα χρο­νῶν σταύ­ρωνε τά χεράκια της σέ στάση προ­σευ­χῆς. Πίσω μου μιά γερόν­τισσα ἔσυ­ρε τό στασίδι της. Τά χρόνια κύρτωναν τούς ὤμους της μά εἶχε στά μάτια της τήν ἡμεράδα τοῦ τα­ξιδευτῆ, ὅταν ἀράζει στό λιμάνι του.

-Ἦρθες, Σοφία -ἀκούστηκε ἡ δι­πλα­νή φω­­νή-, πάλι στήν ἐκκλησία σου...

-Ἦρθα, Ἑλένη· δόξα νά ᾿χει ὁ Θεός· ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε; Ἐδῶ εἶναι ἡ χαρά καί ἡ γα­λήνη μας. Μιά ζωή ἐδῶ...

Ἀγγίζαν τοῦτα τά λόγια τῆς ἀγάπης τήν καρδιά μου τήν πρωτόπειρη. Τήν κάνανε νά γονατίζει εὐλαβικά μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ.

Κεντοῦσε ἡ αὐγή μικρούς σταυρούς ἀπό λευκόχρυσο στίς λάμπουσες ψηφίδες πού ζωγράφιζαν τή Μάνα τοῦ Θεοῦ. Τό φῶς ἱε­ρουρ­γοῦσε τή λατρεία του στήν ἄσπιλη μορ­φή ἐκείνης πού προσφέρθηκε ζῶσα λατρεία στόν Θεό, πανάγιο πρόσφορο, αἰρόμενο ἐπά­νω στά φτερά τῶν Χερουβείμ, νά μοῦ θυμίζει, καθώς μπαίνω στό ναό, πώς πρέπει ἡ πή­λινή μου ὕπαρξη νά σηκωθεῖ στόν οὐρανό, γιά νά μετέχω στή θυσία τοῦ Ἀμνοῦ.

Ἀπ᾿ τίς μισανοιγμένες πύλες τοῦ Ἱεροῦ κοιτάζω τήν Ἁγία Τράπεζα. Λαμποκοπᾶ στό βύσσινο τοῦ αἵματος καί στό χρυσάφι τοῦ φωτός· αἷμα καί φῶς τό νάμα πού ἀνάβλυσε ἀπό τά τρυπημένα χέρια τοῦ Ἀρνίου πού ἀνοίγουν πάνω της. Σέ λίγο ἐκεῖ, στό βυσσινόχρυσό της κάλυμμα, θά τελεσθεῖ καί πάλι ἡ θυσία τοῦ Σταυροῦ. Θά θυσιάζεται ὁ Ἀμνός πάνω σ᾿ ἐκεῖνο τό Τραπέζι πού φυλάγει μές στά σπλάχνα του λείψανα τῶν θυσιασμένων στήν ἀγάπη του· καί ἡ Ἁγία Τράπεζα θά γίνει Γολγοθᾶς, πού γύρω του θά συναχθεῖ ἀκέραιος ὁ Παράδεισος: οἱ ἅγιοι, πού ἀκολουθῆσαν τόν Νυμφίο ἀπό τά λίκνα τῆς Βηθλεέμ τά διωκόμενα μέχρι τήν ἀγωνία τῆς Γεσθημανῆ, κι οἱ ἄγγελοι, τά Χερουβείμ καί Σεραφείμ, πού τώρα ἀνάγλυφα στούς δίσκους τούς χρυσούς περιχορεύουν στό Σταυ­ρό.

Ἰλιγγιῶ μπροστά στήν ἄκρα συγκατάβαση· πίσω ἀπ᾿ τά τέμπλα τοῦ Ἱεροῦ θά χα­μη­λώσει ὁ οὐρανός· τό ἄυλο καί ἄ­κτιστο· καί τό κτιστό, πού ὅμως κοι­νώ­νησε στήν ἀφθαρσία τοῦ Ἀναστη­μέ­νου κι ἀφθαρτί­στη­κε· κι ἀνάμεσα σ᾿ ἁγίους καί ἀγγέλους χέρια ἀνθρώπινα θά λογχίζουνε τό Σῶμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκεῖνα πού τόν κάρφωσαν ἐπάνω στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ· τότε, ἀσέβεια καί ἔγκλημα· τώρα, λατρεία καί εὐχαριστία, ἡ πιό ὑπέρτατη...

Ἰλιγγιῶ μπροστά στήν ἄπειρη συγχώρεση· κι ἀναλογίζομαι μέ δέος τή χαρά καί τόν τρομακτικό σταυρό τοῦ λειτουργοῦ. Δέν θά μποροῦσα -λέω- δέν θά ἄντεχα...

Ἔτσι, μέ τήν καρδιά μαλακωμένη μπρός στό θαῦμα πού θά τελεσθεῖ, εἰσέρχομαι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὄρθρος τέ­λειωσε. Ἡ θεία Λειτουργία ἄρχισε. Τώρα ὑπάρχω ἀ­νάμεσα οὐρανοῦ καί γῆς. Μοῦ τό θυμίζουνε αὐτό τά δύο χρώματα πού ἀνταμώνουνε στό φόντο πίσω ἀπό τῶν ἁγίων τίς μορφές. Κάτω τό πράσινο τῆς γῆς, ἐπάνω περισσότερο, ἄμετρα περισσότερο τό μπλέ τοῦ οὐρανοῦ. Στούς τοίχους τοῦ ναοῦ ζω­γραφισμένος ὁ Παράδεισος, αὐτός πού δέν μπορῶ ἤ δέν θά ἄντεχα νά δῶ μπρός στήν Ἁγία Τράπεζα: ἡ ἐστεμμένη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· ἀπ᾿ τή μεριά μου οἱ ὁμόφυλες, ὁσίες μέ λευκά μαλλιά, μητέρες καί παρθένες, τρυφερά παιδόπουλα... Εἴμαστε ὅλες μας ἐκεῖ· κι ἀπέναντι οἱ ἅγιοι· στεφανηφόροι βασιλεῖς καί ἱερεῖς, ἄσημοι καί ἁπλοϊκοί κι ἐγγράμματοι...

Μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ σβήνει εἰρηνικά κάθε διαχωριστική γραμμή πού χαράξανε ἀνάμεσά μας ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία καί μικρότητα κι οἱ τοῖχοι ζωγραφίζουν σιω­πη­λά: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· βάρβαρος, Σκύ­­θης, δοῦλος, ἐλεύθερος· πάντες ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Ὅλοι μας ἕν· συνοδοιπόροι στούς δρόμους πού περπάτησε ὁ ἐσταυρωμέ­νος μας Θεός πάνω στή γῆ· τώρα στίς ἀμμουδιές τῆς Γαλιλαίας, στίς πλαγιές τοῦ ὄρους τῶν Ἐ­λαιῶν, καθώς ὁ λειτουργός διαβάζει τό Εὐ­αγγέλιο· ὕστερα Κυρηναῖοι στήν ἀνηφοριά τοῦ Γολγοθᾶ, ὅταν μέσα σέ σιωπή καί σέ κα­τά­νυξη θά λιτανεύον­ται τά ἅγια· κι ὕστερα μαθητές καί μυροφόρες του, πού θ᾿ ἀντικρύζουμε τόν ὄλβιο τάφο του κενό, ὅταν θά κοινωνοῦμε στό Ποτήριο τῆς Ζω­ῆς.

Ὅλοι μας ἕν· στά ψίχουλα τῆς λειτουργιᾶς πού θρυμματίζει ὁ ἱερουργός φέρνον­τας τά ὀνόματά μας στόν Θεό· στ᾿ Ἀμπέλι τό πολύκλωνο πού βλάστησε ἀπ᾿ τό Αἷμα τοῦ σταυροῦ στό δισκοπότηρο. Μέσα στό σπί­­τι τοῦ Θεοῦ ἔχουμε κοινωνήσει στήν ἀ­γά­πη, δίχως ἐπαγγελίες, δίχως φῶτα, δίχως σύμβολα κενά.

Ὁ λειτουργός διαβάζει τήν ἀπόλυση. Τρέχει ἡ μικρούλα, γιά νά πάρει τό ἀντίδωρο. Φεύγει σκυφτή καί ἡ γερόντισσα... Θά ἔρθουν καί τήν ἄλλη Κυ­ριακή καί τήν ἑπόμενη.

Στρέφω τό βλέμμα μου ψηλά καί ἀτενίζω τόν μεγάλο πολυέλαιο. Ἐ­τοῦ­τα τ᾿ ἄπειρα, μικρά κεριά, πού ἡ φλόγα τους κοιτᾶ τόν Παντοκράτορα, λειώνουν τά «Κύριε ἐ­λέ­ησον» στό θρόνο του· τήν προσευχή γιά ὅλη τή χρεία τήν ἀνθρώπινη κι ἐκείνην πού ἀναπέμψαν μυστικά καρδιές μέ πόνο καί μέ πόθο τῆς μετάνοιας.

Κρατᾶ τό σπίτι τοῦ Θεοῦ τά «Κύριε ἐ­λέ­ησον» καί ἡσυχάζει στή σιωπή. Κάνω ἐ­πάνω στό κορμί μου τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἑτοιμάζομαι νά βγῶ. Μέσα στή σκέ­ψη μου γυρίζει ἡ φωνή τῆς νεαρῆς ξαδέλφης μου: «Πάλι στήν ἐκκλησία; Αὔριο πᾶμε θά­λασ­σα»... Αὐθόρμητα, σάν ἄνθρωπος πού τοῦ ζητοῦν νά στερηθεῖ ὅ,τι πολύτιμο κι ἀ­γαπημένο γνώρισε, τά χείλη μου ψελλίζουνε τήν ἄρνηση μέ τή φωνή τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἐ­ξελεξάμην παραρ­ρι­πτεῖ­σθαι ἐν τῷ οἴ­κῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον»· καί σμίγει ἐτού­τη ἡ φω­νή ἐκείνην τῆς γερόντισσας, πού κελαρύζει μέσα μου ψαλμός, εὐχαριστία μιᾶς ζωῆς πού προσκομίστηκε λατρεία στόν Θεό: «Ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε;... Μιά ζωή ἐδῶ...».

Ἐδῶ, Κύριε· τίς Κυριακές, τά δειλινά, τούς ὄρθρους τῆς Μ. Πέμπτης, τίς νύχτες τῆς Ἀνάστασης· ἐδῶ· μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ σου, μέ τήν καρδιά μου ταπεινό κε­ρί νά λιγοστεύει στήν εἰκόνα σου· κάτω ἀπ᾿ τίς στέγες τοῦ ναοῦ σου, μέ τήν ἄστεγη ψυ­­χή μου Χερουβείμ, κάποτε ματωμένο ἀπ᾿ τίς ἁμαρτίας τήν πληγή, μά πάντοτε φωνάζοντας τό κεκραγάρι τῆς ἀγάπης του: «Σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν ἀλλά καί σοί μόνῳ λα­τρεύομεν». Ἐδῶ μέσα στή γλύκα τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅπου μέ περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς στοργῆς σου καί ἡ θωπεία τῆς συγχώρεσης· ἐδῶ πού ἔρχομαι δίχως ποτέ νά μέ πληγώνει ἡ ἀπόρριψη· ἐδῶ πού ἡ μοναξιά μου λιγοστεύει στήν ἀγάπη σου· ἐδῶ πού ὁ ἄλ­λος ἄν­θρωπος μοῦ γίνεται ἀδελφός· μιά ζω­ή ἐδῶ· ἀπό τίς πρῶτες λέξεις μου μέχρι τό λυ­κο­φῶς· μέχρι νά ξημερώσει ἡ ἄλλη Κυ­­ριακή, ἡ ἀτέλειωτη, πού θά μέ πάρεις ἀ­πό δῶ, ἀπό τόν κτιστό ναό σου -ὅπου μετέχω στή χαρά σου ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι- στόν ἄκτιστο, νά σέ λατρεύω ἐκτυπώτερον, ἔτσι ὅπως τώρα δέν μπορῶ νά φανταστῶ, μαζί μέ τούς ἁγίους, τούς ἀγγέλους, τή Μη­τέρα σου· ἀπό τό Πάσχα κάθε Κυριακῆς στό Πά­σχα τό ἀνέ­σπερο τῆς βασιλείας σου. Ἀ­μήν.

Μ. Σωτηρίου

«Ἀπολύτρωσις»