Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Μέ τό "Φῶς ἱλαρόν"

fos-ilaron Ὁ ἥλιος ἀποχαιρετοῦσε τή μικρή μας πόλη· ὥρα Ἑσπερινοῦ! Ὁδηγήσαμε τά βήματά μας ἀπό τίς διάφορες γειτονιές στό μητροπολιτικό ναό. Ψάλαμε τό «Φῶς ἱλαρόν» μέσα στό ἁπαλό φῶς τῶν καντηλιῶν ἀντικρύζοντας τή φωτεινή μορφή Ἐκείνου πού εἶπε: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου». Καί ξεκινήσαμε γιά μιά ἐπίσκεψη στό νοσοκομεῖο καί τό γηροκομεῖο τῆς πόλης μας.
 Στό νοσοκομεῖο ἀφοῦ ψάλαμε μερικούς ὕμνους στό διάδρομο, μπήκαμε στούς θαλάμους νά δώσουμε τό χριστιανικό μας περιοδικό, μία εἰκόνα, ἕνα ἀδελφικό χαμόγελο καί μία θερμή εὐχή: «Περαστικά σας!».
 Ἦταν παραμονές τῆς γιορτῆς τοῦ «ΟΧΙ» καί μοιράζαμε τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Σκέπης. Συγκινήθηκα, ὅταν μία ἡλικιωμένη κυρία ἀνασηκώθηκε, πῆρε τήν εἰκόνα, τήν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί εἶπε: «Μήπως τήν ἔχετε σέ ξύλο, νά τήν κρατήσω νά μή μοῦ χαλάσει;».
 Αὐτό τό ἀγκάλιασμα τῆς εἰκόνας αὐθόρμητα μοῦ ἔφερε στό νοῦ τίς Ἑλληνίδες τοῦ ᾿40. Ἐκεῖνες πού τήν ἐλπίδα τους τή στήριζαν στήν Σκέπη τῆς Παναγίας· σφιχταγκάλιαζαν τήν εἰκόνα της κι ἔκαναν τήν πιό δυνατή προσευχή γιά τά παιδιά τους στό μέτωπο.
 - Τί ἔχετε; Εἶστε μέρες ἐδῶ; τή ρώτησα.
 -Μέ δάγκωσε ἕνα φίδι καθώς συμμάζευα τόν κῆπο. Μόλις πού μέ πρόλαβαν. Λίγο ἀκόμα ἄν ἀργοῦσα, δέν θά ζοῦσα τώρα. Ἡ χάρη τῆς Παναγιᾶς μέ φύλαξε...
 Στό διάδρομο, στήν πόρτα τοῦ διπλανοῦ θαλάμου μᾶς περίμενε ἕνα ζευγάρι.
 -Ἄν σᾶς χειροκροτήσουμε, θά παρεξηγηθοῦμε; Πρίν δώσουμε ἀπάντηση ἄρχισαν αὐθόρμητα νά χειροκροτοῦν. Ἦταν ἀπό ἄλλη πόλη. Μέρα Κυριακή, μόνοι, ἀνάμεσα σέ ἀγνώστους. Ἡ γυναίκα καθηλωμένη σέ μία ἀναπηρική καρέκλα...
 -Μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε τό «Φῶς ἱλαρόν»;
 Ἀπό τό διάδρομο τοῦ Νοσοκομείου ξεχύθηκε ἡ ψαλμωδία σέ ὅλους τούς θαλάμους. Κι ἄλλες φωνές ἑνώθηκαν μέ τίς δικές μας.
 Πρίν λίγο στό ναό νιώσαμε τό ἱλαρό γλυκό φῶς νά πληρώνει τίς καρδιές μας. Τώρα, στό ναό τοῦ πόνου ἱκετεύσαμε τό φῶς τό ἀληθινό, τόν Κύριό μας, νά θερμάνει τίς πονεμένες καρδιές τῶν ἀσθενῶν καί νά φωτίσει ὅλους μας.
 Συνεχίσαμε τήν πορεία ἀγάπης μέ μία ἐπίσκεψη καί στό γηροκομεῖο, ὅπου φιλοξενοῦνται ὀγδόντα ἄνθρωποι. Σκορπίσαμε τά τραγούδια μας σέ ὅλους τούς ὀρόφους. Ἀνοίξαμε τίς πόρτες καί ἀντικρύσαμε τόν πόνο καί τή μοναξιά ζωγραφισμένη ἔντονα σέ κάποια πρόσωπα· τούς χαρίσαμε ἕνα μικρό δωράκι. Κάποια χαμόγελα ζωγραφίστηκαν, καί στό τέλος τοῦ διαδρόμου πάλι μία ἔκπληξη: Καθώς πλησιάζαμε ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ τελευταίου δωματίου, καί ἐμφανίστηκε μία γιαγιά πού συνόδευε τήν τυφλή συγκάτοικό της. Ἔβγαλε μία καρέκλα καί τήν ἔβαλε νά καθίσει στό διάδρομο. Ἀρχίσαμε συγκινημένες νά ψέλνουμε γιά μία ἀκόμη φορά τό «Φῶς ἱλαρόν»· μαζί μας καί ἡ τυφλή γιαγιά.
 Τό πρόσωπό της σάν νά φωτίστηκε καί γλύκανε. Μέ τό τέλος τοῦ ὕμνου μᾶς γέμισε εὐχές: «Ὁ Θεός νά σᾶς φυλάει· νά σᾶς δίνει τίς εὐλογίες του· τό φῶς του νά σᾶς δίνει νά πορεύεστε!».
 Κάθε φορά πού ψάλλω τό «Φῶς ἱλαρόν», αὐθόρμητα λέω:. «Κύριε, λοῦσε μας μέσα στό Φῶς σου καί φώτισε τό σκότος τῆς καρδιᾶς μας, γιά νά μποροῦμε νά σέ δοξάζουμε!».

A.A., Kαρπενήσι