Ἐκείνη ἡ μέρα ἦταν ἐξαιρετική γιά τήν ἀνθρωπότητα. Μέσα σέ βροντές, ἀστραπές, γνόφο καί θύελλα δόθηκαν πάνω στό Σινᾶ τά σήματα γι’ αὐτήν τήν πορεία. Ἦταν δέκα. Δέκα σημάδια γιά νά μήν περιπλανηθοῦμε, δέκα φωνές γιά νά μήν ξεχαστοῦμε, δέκα ἐντολές γιά νά μήν παγιδευτοῦμε. Δέκα φωτεινά ἄστρα γιά νά μή χαθοῦμε.
Καί παρ᾿ ὅλο πού φαίνεται νά ὑπάρχει μεταξύ τῶν δέκα μιά διαβάθμιση ἀπ’ τίς περισσότερο στίς λιγότερο σημαντικές -ἄλλο, ἄς ποῦμε, εἶναι νά λατρεύεις πολλούς θεούς ἀντί γιά τόν Ἕνα, κι ἄλλο νά ἐπιθυμεῖς τό σπίτι τοῦ διπλανοῦ σου- ὡστόσο καί οἱ δέκα ἔχουν τή δική τους ξεχωριστή μοναδικότητα, δέν ἐπικαλύπτει καί δέν ὑποκαθιστᾶ ἡ μία τήν ἄλλη.
Οἱ τέσσερις πρῶτες προσανατολίζουν τή σχέση μας μέ τόν Θεό. Οἱ πέντε ἑπόμενες μέ τόν ἄνθρωπο. Ἡ τελευταία, ἡ δεκάτη, εἶναι πιό δυσανάγνωστη. Σέ ποιόν ἀφορᾶ καί τί προσθέτει τό «οὐκ ἐπιθυμήσεις» στή σχέση μας μέ τούς ἄλλους, ὅταν ἤδη, μέ τό «τίμα τόν πατέρα σου», ἔχει διασφαλιστεῖ ἡ τιμή τους· μέ τό «οὐ φονεύσεις» ἔχει ἐξασφαλιστεῖ ἡ ζωή τους· μέ τό «οὐ μοιχεύσεις» ἔχει σταθεροποιηθεῖ ἡ συζυγική τους ταυτότητα· μέ τό «οὐ κλέψεις» ἔχει διασωθεῖ ἡ περιουσία τους καί μέ τό «οὐ ψευδομαρτυρήσεις» ἔχει περιφρουρηθεῖ ἡ κοινωνική τους ὑπόσταση;
Σέ μιά πρώτη ἀνάγνωση ἡ ἐντολή φαίνεται νά ἔχει σχέση μέ τή ζήλεια καί τό φθόνο, ἑπομένως ἀφορᾶ σέ δύο πρόσωπα καί πρῶτα-πρῶτα στόν ἑαυτό μας. Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βλέπει ζηλόφθονα τά πρόσωπα καί τά πράγματα πού κατέχει ὁ διπλανός του αὐτοκαταστρέφεται καί αὐτοδιαλύεται. Ἀφορᾶ ὅμως καί στόν ἄλλον. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀρνητική ἐπίδραση πού ἐκπέμπει ἀκόμα κι ἕνα φθονερό βλέμμα, ὥστε ἔχει τή δύναμη νά διαλύσει τόν ἄλλον. Γι’ αὐτό σοφά ἔλεγαν οἱ ἀσκητές: «Μή συγκατοικεῖς μέ φθονερό ἄνθρωπο ἄν θέλεις νά προχωρήσεις στήν προκοπή».
Σέ μιά δεύτερη ἀνάγνωση, ἡ ἐντολή ἀφήνει πίσω τό φθόνο καί προχωρεῖ σέ κάτι λεπτότερο. Τά ἀγαθά τοῦ ἄλλου μπορεῖ νά μήν τά φθονεῖς, ἀλλά ἁπλῶς νά τά ὀνειρεύεσαι. Νά σκέφτεσαι, νά φαντάζεσαι, νά ὑποθέτεις πόσο ὡραία θά ἦταν ἡ ζωή σου μ’ αὐτά. Καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ ἐντολή ἀφορᾶ πρῶτα στόν ἑαυτό μας. Ἡ ἐπιθυμία ἀφαιρεῖ ἀπό μέσα μας κάτι πολύ ζωτικό, τό αἴσθημα τῆς ἐπάρκειας πού ἀξίζει νά ἔχουμε γιά ὁτιδήποτε μικρό ἤ μεγάλο κατέχουμε. Ποτέ δέν θά μπορέσουμε νά βροῦμε τόν ἑαυτό μας, τά προσόντα μας, τήν ταυτότητά μας, νά βροῦμε τή θέση μας σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἄν συνεχῶς κρυφοκοιτάζουμε ἀπ’ τίς χαραμάδες τῆς ἐπιθυμίας τί κάνουν καί τί ἔχουν οἱ ἄλλοι.
Τό «οὐκ ἐπιθυμήσεις» ὅμως ξεκινώντας ἀπό μᾶς ἀφορᾶ καί στούς ἄλλους πρός τούς ὁποίους στρέφεται. Ὅταν ἡ ζωή καί τά ἀγαθά τῶν ἄλλων εἶναι στό κέντρο τῶν ὀνείρων μας, αὐτό, κατά ἕνα περίεργο τρόπο, αὐτοί οἱ ἄλλοι τό ξέρουν. Ξέρουν ὅτι τούς κάναμε εἴδωλα. Κι αὐτό τούς ἀδικεῖ ἀφάνταστα, διότι ἀφαιρεῖ ἀπό μέσα τους τό αἴσθημα τῆς ἀνεπάρκειας πού θά ἔπρεπε νά ζοῦν μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά τά ἀγαθά τους, ὥστε νά βροῦν κι αὐτοί σωστά τή θέση τους στόν κόσμο.
Ἡ ἐπιθυμία, λοιπόν, ξεγελώντας ἐμᾶς μέ ἕνα ὑποθετικό αἴσθημα αὐτάρκειας πού θά εἴχαμε, ἄν εἴχαμε τά ἀγαθά τοῦ διπλανοῦ, καί παραδίδοντας στόν διπλανό ἕνα πλασματικό αἴσθημα αὐτάρκειας, ἀφοῦ ἔχει αὐτά πού θά θέλαμε νά ἔχουμε ἐμεῖς, δρᾶ σέ κάθε πλευρά καταστρεπτικά, διότι ἀπό ὅλους μας ἀφαιρεῖ τό αἴσθημα τῆς ὀλιγάρκειας καί τῆς πτωχείας πού θά μᾶς ὁδηγοῦσε μέ ἀκρίβεια στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτήν τήν τρίτη ὁλοκληρωμένη πιά ἀνάγνωση τῆς ἐντολῆς μᾶς προσφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πού δέν ξεχωρίζει αὐτούς πού ἔχουν ἀπ’ αὐτούς πού δέν ἔχουν, διότι ὅλους τούς τοποθετεῖ κάτω ἀπ’ τό σωστό πρίσμα· ὅτι ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος, περιορισμένος καί τό σχῆμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ρευστό καί φευγαλέο μπροστά στήν αἰωνιότητα.
Εἴτε, λοιπόν, τρέχουμε πίσω ἀπό διάφορους θεούς, εἴτε ἐπιθυμοῦμε τό σπίτι τοῦ διπλανοῦ μας, τό διακύβευμα τελικά εἶναι ἕνα: μήπως χάσουμε τό δρόμο γιά τόν Ἕνα, ἀληθινό Θεό.