ΑΡΘΡΑ
Θέμα ἐμπιστοσύνης
Αρχική » ΑΡΘΡΑ » ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ » Διηγήματα » Θέμα ἐμπιστοσύνης
Δυό μέρες εἶχε νά φανεῖ στό σπίτι ὁ Δημήτρης. Ἀπό τήν ὥρα πού λογόφερε μέ τόν πατέρα του γιατί πῆγε κι ἀγόρασε μηχανάκι δίχως νά τόν ρωτήσει, ἔκλεισε τήν πόρτα πίσω του καί δέν τόν ξαναεῖδαν. Μεγάλη Πέμπτη καί πῶς νά πάει στή Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ μέ τέτοιο καημό ἡ Οὐρανία; Μά κι ὁ Μιχάλης ὁ ἄντρας της φυσοῦσε καί ξεφυσοῦσε κι ἔδινε τήν ἐντύπωση πώς ἀπό στιγμή σέ στιγμή θά ἔσκαγε.
-Τί ἤθελα καί μιλοῦσα, Οὐρανία μου; Τί ἤθελα καί μιλοῦσα!
Ἡ γυναίκα του τόν κοίταξε μέ δάκρυα στά μάτια.
-Καί μήπως τό κακό του ἤθελες; εἶπε, καί δίχως ἄλλη κουβέντα ντύθηκαν κι οἱ δυό γιά τήν ἐκκλησία.
Μοναχοπαίδι τόν εἶχαν τόν Δημήτρη τους καί ποτέ χατίρι δέν τοῦ χάλασαν. Ὅ,τι ζητοῦσε τό εἶχε, μά δεκαεπτά χρονῶν παιδί νά πάει νά ἀγοράσει μηχανάκι; Καί τί τό ἤθελε τό μηχανάκι στό χωριό; Τό ποδήλατο τοῦ ἦταν ἀρκετό καί ὁ πατέρας του μέ τό αὐτοκίνητό του ἐξυπηρετοῦσε κάθε ἀνάγκη δική του, μά καί τῶν φίλων του.
-Δέν γύρισε ὁ Δημήτρης ἀκόμα;
Τό μελαμψό πρόσωπο τοῦ ἄλλου Δημήτρη, τοῦ πρώτου ἐξαδέλφου του, ἔγινε πιό σκοῦρο σάν εἶδε τό βλέμμα τῆς θείας του.
-Μά ποῦ μπορεῖ νά πῆγε; Μήπως, θεία μου, νά τό δηλώσουμε στήν ἀστυνομία;
-Κάτι μοῦ λέει μέσα μου πώς δέν μπορεῖ ὁ Δημήτρης μου Μεγάλη Πέμπτη νά λείψει ἀπό τήν ἐκκλησιά τοῦ χωριοῦ του. Θυμᾶσαι πέρσι, Δημήτρη μου, πόσο ὄμορφα ἔψαλε στό κέντρο τῆς ἐκκλησίας μας τό «Σήμερον κρεμᾶται…»;
-Καί ποιός δέν τό θυμᾶται; Κι ἐγώ καμάρωνα πού τόν εἶχα ξάδελφο καί φίλο, εἶπε ὁ Δημήτρης καί τάχυνε τό βῆμα του, γιατί ὁ κυρ-Παναγῆς, ὁ δεξιός ψάλτης, τοῦ πρότεινε ἀπόψε νά διαβάσει τόν Ἑξάψαλμο.
-Θά περιμένουμε κι ἀπόψε, Μιχάλη μου, κι ἄν δέν ἐμφανιστεῖ, τότε σημαίνει πώς κάτι κακό συνέβη στό παιδί μας. Πᾶμε τώρα, γιατί θά χάσουμε τόν Ἑξάψαλμο.
-Οὐρανία, κόρη μου, περιμένετε μιά στιγμή!
Ἡ γριά ἡ Ἐρατώ, ἡ μάνα τῆς Οὐρανίας, προσπάθησε νά περπατήσει πιό γρήγορα, μά οὔτε τά πόδια της οὔτε καί τά πνευμόνια της τή βοηθοῦσαν.
-Ἦρθε τό παιδί τό βράδυ στό σπίτι μου, εἶπε σάν τούς πλησίασε ἀρκετά.
-Ποιό παιδί; ρώτησε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὁ Μιχάλης.
-Ὁ Δημητράκης! εἶπε ἡ γριά κι ἀκούμπησε στόν τοῖχο νά ξαποστάσει.
-Ὁ δικός μας; ξαναρώτησε ὁ Μιχάλης.
-Ὁ γιός σου, γιέ μου, γιατί κι ὁ ἄλλος δικός μας εἶναι.
-Καί ποῦ εἶναι τώρα; ρώτησε μέ ἐλπίδα ἡ Οὐρανία.
-Δέν μοῦ εἶπε, κόρη μου, μόνο σάν ἔφευγε τό πρωί μέ ρώτησε: «Ἐσύ, γιαγιά, μοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη;».
-Σέ σένα, γιέ μου, δέν ἔχω ἐμπιστοσύνη; τοῦ ἀπάντησα. Πῶς μπορεῖ νά ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν σοῦ ἔχει ἐσένα ἐμπιστοσύνη; Ποτέ δέν μᾶς στενοχώρησες.
-Κι ὅμως, γιαγιά μου, ὁ πατέρας κι ἡ μάνα μου δέν μοῦ ἔχουν! εἶπε καί τά μάτια του βούρκωσαν.
-Κύριε ἐλέησον, παιδί μου! Τί εἶναι αὐτά πού λές; τοῦ εἶπα.
-Γιαγιά μου, κι ἐσύ κι οἱ γονεῖς μου μοῦ μάθατε νά κάνω τό καλό. Σκέφτηκα νά τούς κάνω μιά ἔκπληξη κι ἤμουν σίγουρος πώς θά τούς συγκινοῦσα πολύ. Μά ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης τοῦ πατέρα μου μοῦ τά χάλασε ὅλα! Δέν μέ ἄφησε κἄν νά τούς ἐξηγήσω. Ἦταν τόση ἡ ἀντίδρασή του ὅταν εἶδε τό μηχανάκι, πού μόνο πού δέν μέ χτύπησε. Πληγώθηκα πολύ καί πείσμωσα. Ὄχι, εἶπα, θά φύγω καί θά μέ ψάχνετε.
-Κι ἔφυγες στ’ ἀλήθεια; τόν ρώτησα δίχως νά μπορῶ νά τό πιστέψω. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι κατάλαβα, ἔφυγε στ’ ἀλήθεια. Μοῦ εἶπε νά σᾶς πῶ πώς πίστευε ὅτι φέτος θά ζούσατε τήν πιό ὄμορφη Ἀνάσταση μά…
-Καί γιατί δέν μᾶς εἶπες τίποτα, μάνα, ὅλη τήν ἡμέρα; τή διέκοψε μέ πόνο ἡ Οὐρανία.
-Γιατί μοῦ εἶπε νά μή σᾶς τό πῶ, μά ἡ καρδιά μου δέν ἄντεξε νά σᾶς ἀφήσει ἄλλο μέσα στήν ἀγωνία, εἶπε ἡ γιαγιά Ἐρατώ καί μέ τό σῶμα σκυφτό τράβηξε γιά τήν ἐκκλησία.
-Μιχάλη, νά τό χαίρεσαι τό παλληκάρι σου, νά εἶναι γερό κι εὐλογημένο!
Ὁ Εὐθύμης ὁ τσαγκάρης μέ τό ἀριστερό κοντό του πόδι ἦταν καβάλα σέ ἕνα ὁλοκαίνουργιο μηχανάκι καί σταμάτησε μέ σεβασμό μπροστά τους.
-Μά ἕνα νέο παιδί σήμερα φυλάει χρήματα, γιά νά ἀγοράσει μηχανάκι γιά ἕναν σακάτη σάν κι ἐμένα; εἶπε ὁ τσαγκάρης καί τόν ἔπιασαν τά δάκρυα.
-Πότε σοῦ τό ἔφερε, Εὐθύμη; ρώτησε ἡ μάνα.
-Πρίν λίγη ὥρα, Οὐρανία, καί μοῦ παρήγγειλε νά πάω μ᾽ αὐτό ἀπόψε στήν ἐκκλησία. Ἔστειλα τήν κυρά μου μέ τά πόδια κι ἐγώ πάω καβάλα! εἶπε καί μάρσαρε τή μηχανή.
Ὁ Μιχάλης κοίταξε συγκλονισμένος τήν Οὐρανία, πού ἔκλαιγε μέ ἀνακούφιση.
-Ὁ γιός μας μᾶς ἔβαλε γυαλιά, Οὐρανία! Πᾶμε νά προλάβουμε τόν Ἑξάψαλμο τοῦ Δημήτρη καί νά περιμένουμε τόν γιό μας γιά τό «Σήμερον κρεμᾶται…»! Εἶμαι σίγουρος ὅτι θά εἶναι ἐκεῖ!
-Κι ἐγώ εἶμαι σίγουρη ὅτι φέτος θά ζήσουμε τήν πιό ὄμορφη Ἀνάσταση! εἶπε ἡ Οὐρανία κι ἡ φωνή της καλύφθηκε ἀπό τόν ἦχο τῆς μηχανῆς τοῦ Εὐθύμη πού γύρισε πίσω, γιατί ἡ κυρά του ξέχασε νά πάρει τό βιβλιαράκι της.
-Σάν ἔχεις μιά τέτοια μηχανή, Μιχάλη, πήγαινε κι ἔλα ὅσες φορές σοῦ ποῦν κι ἄς εἶσαι σακάτης! Κι ἦταν τόσος ὁ ἐνθουσιασμός του πού, ἄν δέν ἦταν σακάτικο τό πόδι του, θά ἔκανε καί μιά σούζα!
Ἑλένη Βασιλείου
«Ἀπολύτρωσις», Ἀπρίλ. 2025
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
- Ἀναμνήσεις, ἐμπειρίες
- ΑΡΘΡΑ
- ΓΕΝΙΚΑ
- Ἐκδηλώσεις
- ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΕΛΠΙΔΑ
- Κοπιάσαντες ἐν Κυρίῳ
- ΝΕΑ – ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
- ΥΛΙΚΟ ΕΟΡΤΩΝ
- ΥΜΝΟΙ
- ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΠΙΣ
- Χωρίς Κατηγορία
