Ὁμιλία 5η γιά Μακεδονικό Ἀγώνα

Η προσφορά των γυναικών – Οι πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα

 

   Σε μια  εποχή που όλα αλλάζουν και όλα αμφισβητούνται νιώθουμε επιτακτική την ανάγκη να στρέψουμε το βλέμμα μας προς τα πίσω, σ’ αυτούς που έζησαν, σ’ αυτούς που πέθαναν, σ’ αυτούς που πάλεψαν για να μπορούμε εμείς σήμερα να αναπνέουμε ελεύθεροι με όλα τα προβλήματα που μας απασχολούν, αλλά να ζούμε ελεύθεροι και να μιλούμε τη γλώσσα μας, την ελληνική μας γλώσσα. Επέτειος μνήμης  Μακεδονικού Αγώνα η σημερινή και θέλουμε να πιάσουμε τα μηνύματα που εκπέμπει ο αγώνας και η θυσία  των πρωταγωνιστών αυτού του αγώνα για να ψηλώσουν οι καρδιές μας και να αναλογιστούμε τη δύναμη και την πίστη που μπορεί να έχει ο άνθρωπος κάθε εποχής, όσο δύσκολη και αν είναι αυτή, αν  αγαπάει την πατρίδα του και σέβεται την ιστορία του και τον πολιτισμό του.  Δεν θα  εξαντλήσουμε βέβαια  την προσφορά όλων αυτών των ηρώων, αλλά θα σκύψουμε πάνω από τη ζωή και το έργο κάποιων από αυτούς που η επίσημη ιστορία, η σχολική τουλάχιστον, τους έθεσε στο περιθώριο.

   Αλήθεια, ποιος από εμάς γνωρίζει την προσφορά των γυναικών της Μακεδονίας σε αυτόν τον αγώνα για τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας, ποιος από εμάς έχει ακούσει για τις θυσίες και την τόλμη των ανώνυμων και επώνυμων γυναικών της μακεδονικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων, που δεν υστερούσαν καθόλου σε αυταπάρνηση και ηρωισμό σε σχέση με μια Μπουμπουλίνα ή Μαντώ Μαυρογένους;

   Δικαίως στο άκουσμα του όρου Μακεδονικός Αγώνας ο νους μας τρέχει κατευθείαν στον Παύλο Μελά, στον αξιωματικό αυτό του ελληνικού στρατού που με τον ηρωικό του θάνατο του στις 13 Οκτωβρίου του 1904 στο χωριό Στάτιστα της Μακεδονίας, αφύπνισε τις κοιμισμένες συνειδήσεις στην Ελλάδα και τις έκανε να αναλογιστούν ότι υπάρχει  Μακεδονία,  ότι πρέπει να τρέξουν να σώσουν τη Μακεδονία για να τους σώσει και αυτή με τη σειρά της.

   Ποιος όμως έριξε φως στη ζωή της γυναίκας του, της Ναταλίας Δραγούμη -Μελά που στα 68 χρόνια της χηρείας της δεν έπαψε να προσφέρει χρήματα αλλά και προσωπική εργασία για να ενισχύσει τους απανταχού δοκιμαζόμενους Έλληνες;  Έτσι,  παρά το βαρύ της πένθος και την τριπλή ταφή του συζύγου της – αφού αλλού βρισκόταν το κεφάλι του και αλλού το σώμα του για να μην αναγνωρίσουν το νεκρό οι Τούρκοι και οι  Βούλγαροι – η Ναταλία Μελά δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του συζύγου της. Ίδρυσε τη σχολή χειροτεχνημάτων «Άγιος Παύλος» στο ελληνικότατο Μοναστήρι – τη σημερινή Μπίτολα των Σκοπίων- και ακόμη μία παρόμοια σχολή με την ίδια ονομασία στη Θεσσαλονίκη. Οι σχολές αυτές που στελεχώνονταν από γυναίκες δασκάλες δεν παρείχαν μόνο προστασία, μόρφωση και επαγγελματική αποκατάσταση στις κόρες των Μακεδονομάχων, αλλά ήταν  και κέντρα διερχομένων και ανεφοδιασμού του Μακεδονικού Αγώνος. Στη Μαρτυρική Δράμα η χήρα του Παύλου Μελά ανέλαβε τη δαπάνη κατασκευής μεγαλοπρεπέστατου ελληνικού διδακτηρίου σε σχήμα Π για να τιμηθεί η μνήμη του θανόντος συζύγου της ή η Πατρίδα. (Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας και των Σερρών που ποίμαινε ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, τα εκπαιδευτήρια χτίζονταν σε σχήμα Π (Πατρίδα) ή Ε (Ελλάς). Το σχολείο αυτό όπως και άλλα σχολεία με τη γενναία συμπαράσταση του Χρυσοστόμου θα αποτελούσαν ανάχωμα στη διάδοση της βουλγαρικής προπαγάνδας για αφελληνισμό των γύρω ελληνικών περιοχών. Η Ναταλία Μελά χρηματοδότησε ακόμα την ίδρυση υφαντηρίου στα Σέρβια. Τον Οκτώβριο του 1912 ακολούθησε σαν εθελόντρια νοσοκόμα τον στρατό στην απελευθερωτική του εξόρμηση στη Μακεδονία και έγινε θρύλος η στοργή της προς τον τραυματία στρατιώτη. Αλλά και στον Μικρασιατικό πόλεμο συμμετείχε ως εθελόντρια αδελφή φροντίζοντας και εμψυχώνοντας τους στρατιώτες. Στα χρόνια πάλι του Μακεδονικού αγώνα αρθρογραφώντας σε ξένα περιοδικά και εφημερίδες διέλυε τα ψεύδη που διέσπειρε η βουλγαρική προπαγάνδα για να επηρεάσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Η Ναταλία Μελά πεθαίνει σε βαθύ γήρας στα 101 της χρόνια.

   Ας σταθούμε σε μια άλλη τώρα ηρωική γυναικεία μορφή, που μήτε πλούσια ήταν μήτε γράμματα ήξερε μήτε τα ελληνικά μιλούσε καλά καλά. Πρόκειται για τη σύζυγο του θρυλικού σλαβόφωνου καπετάν Κώττα, τη Ζωή Κώττα, από τη Φλώρινα, η οποία στα χρόνια της θυελλώδους δράσης του συζύγου της σήκωνε τα οικογενειακά βάρη, δούλευε τη γη και υπέμενε τα αντίποινα των Βουλγάρων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Παύλος Μελάς στη σύζυγό του Ναταλία ότι το σπίτι του καπετάν Κώττα ήταν από τα πιο φτωχικά του χωριού, απόδειξη της εντιμότητας αυτού του ανθρώπου που ποτέ δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί τη δράση του για να πλουτίσει. Παρά τη φτώχεια της όμως η Κώτταινα έψησε ένα γουρουνόπουλο για τους συναγωνιστές του αντρός της, όταν την επισκέφτηκε ο Παύλος Μελάς με τους άντρες του, αν και την ίδια και τα παιδιά της τους βασάνιζε η πείνα και η ανέχεια. Πολλές φορές τη συνέλαβαν, την ξυλοκόπησαν ή την λαχτάρισαν απαγάγοντας κάποιο από τα έξι παιδιά της και φοβερίζοντας την πως θα τη σκοτώσουν. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο μητροπολίτης Καστοριάς, για να γλυκάνει τα βάσανά της, έστειλε για σπουδές στην Αθήνα τον γιο της Δημήτριο και τον Σωτήριο και την κάλεσε με τα άλλα της παιδιά στην Καστοριά. Εκείνη όμως προτίμησε να φυλάγει το σπιτικό της με τη μεγαλύτερη κόρη της Σοφία, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά της τα μοίρασε σε συγγενικές οικογένειες. Όταν τον Ιούνιο του 1904 ο καπετάν Κώττας φυλακίστηκε Βούλγαροι εισέβαλαν στο σπίτι της Ζωής ξυλοκοπώντας άγρια την ίδια και την κόρη της και απειλώντας τις με μαχαίρι για να αποκαλύψουν τους θησαυρούς και τη στολή του Έλληνα αξιωματικού που είχαν χαρίσει στον Κώττα στην Αθήνα. Η Ζωή και η κόρη της σύρθηκαν άγρια στο δρόμο από τους Βούλγαρους για να τις κρεμάσουν στο ίδιο δέντρο που είχαν κρεμάσει και τον αδελφό της Ζωής, Μακεδονομάχο επίσης, ένα χρόνο πριν. Η ξαφνική όμως είδηση ότι Τούρκοι μπαίνουν στο χωριό έκανε τους δημίους τους να τραπούν σε φυγή αφήνοντας τις δύο γυναίκες, τα  θύματά τους, ελεύθερες  να ζητήσουν άσυλο σε σπίτι απόμακρης περιοχής. Τελικά ο καπετάν Κώττας θα απαγχονιστεί την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1905, στο Μοναστήρι μετά από πολύμηνη φυλάκιση και βασανιστήρια, ενώ η γυναίκα του δεν θα ειδοποιηθεί ούτε καν για τη ταφή του. Μέρες πολλές αργότερα της έφεραν την είδηση και τη διαβεβαίωσαν ότι οι τελευταίες στιγμές του ήταν ηρωικές. Αφού ζητωκραύγασε υπέρ της Ελλάδας κλώτσησε μόνος του το υπόβαθρο της αγχόνης. Για τους Βούλγαρους σλαβόφωνοι σαν τον Κώττα δεν ήταν απλά Γραικοί, ήταν γραικομάνοι, γιατί παρόλο  που δεν μιλούσαν Ελληνικά  η καρδιά τους καιγόταν από αγάπη για την Ελλάδα, γι’ αυτό και οι Βούλγαροι τους μισούσαν περισσότερο απ’ όλους. Η Ζωή Κώττα παρά τον άφατο πόνο της θα συνεχίσει τη ζωή της αφοσιωμένη στην ανατροφή των  παιδιών της και θα πεθάνει γερόντισσα στα 1940.

   Ανάλογη ήταν και η ζωή της Βασιλικής Νταλίπη, από την Καστοριά, συζύγου του Δημήτρη Νταλίπη, οπλαρχηγού των Κορεστίων. Όταν ο άντρας της βγήκε αντάρτης αυτή φορτώθηκε την ευθύνη των παιδιών, ενώ παράλληλα συνέλεγε πληροφορίες και του μετέφερε μηνύματα. Όταν οι κομιτατζήδες υποψιάστηκαν τη δράση της όρμησαν να τη σκοτώσουν αυτή και το μεγαλύτερο γιο της, την ώρα που δούλευαν στα χωράφια, αλλά οι χωρικοί που δούλευαν λίγο παραπέρα απέτρεψαν την τραγωδία. Ακόμα και μετά τη δολοφονία του άντρα της, αυτή συνέχισε τη δράση της, γι αυτό και οι Βούλγαροι δεν την άφησαν ήσυχη αλλά προσπάθησαν να απαγάγουν τον μικρό της γιο. Αυτό το τελευταίο περιστατικό την έκανε να πάρει την απόφαση να μεταναστεύσει στην Αμερική κοντά στον αδελφό της. Εκεί  παρουσίαζε προς κάθε κατεύθυνση τα μαρτύρια των Ελλήνων της Μακεδονίας δημιουργώντας έτσι φιλελληνικό ρεύμα. Ωστόσο στην Αθήνα  έμειναν τα μεγαλύτερα αγόρια της  για σπουδές, ενώ η ίδια επέστρεψε πολλές φορές για προσκύνημα.

   Και είναι ακόμα τόσο μεγάλος ο κατάλογος των γυναικών που συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα είτε ως μέλη μιας φιλανθρωπικής αδελφότητας Κυριών είτε περιθάλπτοντας τραυματίες, είτε μεταφέροντας πολεμοφόδια είτε τρόφιμα στα ανταρτικά σώματα είτε προωθώντας εμπιστευτικά έγγραφα. Και πόσες ακόμα βρήκαν τραγικό θάνατο ή έχασαν τα σπίτια τους και τα υποστατικά τους ή ακόμα και τα παιδιά τους από τα αντίποινα των Βουλγάρων.

   Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στις δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα, οι οποίες προσπαθούσαν να κρατήσουν άσβεστη στην καρδιά των μαθητών τους την αγάπη για τον ελληνισμό και να μην υποκύψουν στην προπαγάνδα των Βουλγάρων για προσχώρηση στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μια προπαγάνδα που στην αρχή γινόταν μέσω σχισματικών δασκάλων και ιερέων που ασκούσαν απροκάλυπτα πιεστικό θρησκευτικό προσηλυτισμό σε βάρος των Ελλήνων Ορθοδόξων γιατί όπου τα δύο τρίτα των κατοίκων δέχονταν σαν θρησκευτικό τους αρχηγό τον Έξαρχο, αυτομάτως το μέρος εκείνο θεωρούνταν εξαρχικό και άρα βουλγαρικό. Καθώς όμως τα χρόνια περνούσαν και οι Μακεδόνες παρέμεναν προσκολλημένοι στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και τον ελληνισμό οι Βούλγαροι πέρασαν σε πιο δυναμικά μέσα πειθούς, τη βία των όπλων και το έγκλημα , την αποστολή βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, τους διαβόητους κομιτατζήδες που αιματοκύλησαν τη μακεδονική ύπαιθρο, κάτω βέβαια από το αδιάφορο βλέμμα των Τούρκων που εφάρμοζαν την αρχή του «διαίρει και βασίλευε».

   Δασκαλίτσες λοιπόν, όπως τις έλεγαν, για το νεαρόν της ηλικίας τους, των 17 και 20 ετών μεταμορφώθηκαν σε πραγματικές εθναποστόλους. Αποκομμένες από κάθε κοσμική χαρά, ζώντας ασκητικά έφταναν και στα πιο απόμακρα χωριά όπου ο ελληνισμός κινδύνευε. Ενθάρρυναν πρώτα τους τρομαγμένους γονείς και έπειτα στα παιδιά μάθαιναν τη γλώσσα των προγόνων τους και με τη γλύκα του λόγου τους ζωντάνευαν την ιστορία.

   Μια τέτοια δασκαλίτσα  ήταν και  η Λιλή Βλάχου από την Έδεσσα, αδερφή μακεδονομάχου, του Ιωάννη Τσίσκα, είχε τελειώσει το Αρσάκειο στην Αθήνα με έξοδα της κοινότητας Εδέσσης, με σκοπό να ασκήσει τα διδακτικά της καθήκοντα στη γενέτειρά της. Η Λιλή μετέτρεψε την αποθήκη του σχολείου της σε αποθήκη υλικού για τους αντάρτες,  συνόδευε το θείο της που ήταν γιατρός στα γύρω χωριά και περιέθαλπε τραυματίες  μεταλαμπαδεύοντας  ταυτόχρονα  στους χωρικούς την αισιοδοξία και το πάθος για συνέχιση του αγώνα. Οι Κομιτατζήδες αντιλαμβανόμενοι τη δράση της θα προσπαθήσουν να βρουν την ευκαιρία να  την εξοντώσουν. Όμως  ο Λάμπρος Κορομηλάς για να την προστατεύσει θα την καλέσει να στελεχώσει το Διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης, όπου και πάλι θα αναλαμβάνει δύσκολες αποστολές ενώ ταυτόχρονα θα εμψυχώνει τις δασκάλες. Οι Βούλγαροι όμως θα την εντοπίσουν κι εκεί και πληρώνοντας αδρά τον Τούρκο επιστάτη του διδασκαλείου θα τη δολοφονήσουν μέσα στο σχολείο της στα 1907. Η Λιλή Βλάχου ήταν τότε μόλις 23 ετών και η κηδεία της έγινε πάνδημη στη Θεσσαλονίκη με μεγάλες τιμές. Η δε εκφορά του λειψάνου της πραγματοποιήθηκε πάνω σε θρόνο, όπως ακριβώς γινόταν για τους αρχιερείς.

   Η Βελίκα Τράικου από την Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης υπήρξε μια άλλη δασκάλα μάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα. Σε ηλικία 17 ετών, αφού αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης, διορίζεται δασκάλα στην Καρατζόβα, στη φωλιά των κομιτατζήδων. Τον επόμενο χρόνο αναλαμβάνει με δική της θέληση το ρόλο του συνδέσμου Μοναστηρίου – Καστοριάς – Θεσσαλονίκης ως συνεργάτης του Ίωνα Δραγούμη. Γνωρίζοντας άπταιστα τη βουλγαρική και τουρκική γλώσσα και προικισμένη με σπάνια υποκριτικά προσόντα παρίστανε πότε τη μισότρελη Τουρκάλα χωρική και πότε τη Βουλγάρα ραδικού ή γαλατού. Έγινε το αυτί και το μάτι του Αγώνα. Κανένας Τούρκος ή Βούλγαρος δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι μετέφερε έγγραφα ραμμένα στα ξεφτισμένα ρούχα της ή χωμένα στις πανέμορφες πλεξούδες της. Όμως σε μια δύσκολη αποστολή στα Γιαννιτσά, τον Αύγουστο του 1904 οι Βούλγαροι τη συνέλαβαν και όσο και αν τη βασάνισαν αυτή δεν έπαψε να παριστάνει την τρελή. Έτσι πήρε στον τάφο τα μυστικά της. Η σορός της μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη που θρήνησε το χαμό της 22χρονης δασκαλίτσας.

   Η Αγγελική Φιλιππίδου ήταν ακόμα μια δασκάλα που με το αίμα της προσυπέγραψε τα όσα πίστευε και δίδασκε στα Ελληνόπουλα. Στην Καρατζόβα (βόρειο τμήμα του νομού Πέλλας) όπου διορίστηκε σε ηλικία 20 ετών ανέπτυξε σημαντική κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Με συμπαραστάτη οικογενειακό γιατρό από τη Θεσσαλονίκη καθιερώνει δωρεάν ιατρικές εξετάσεις για τους μαθητές, διανέμει φάρμακα, δίνει συμβουλές στις μητέρες για σωστή διατροφή και ανατροφή των παιδιών τους. Με  τέτοια όμως Ελληνίδα δασκάλα δεν ήταν εύκολο να στεριώσει βουλγαρικό σχολείο και να καρποφορήσει η προπαγάνδα τους. Γι’ αυτό και οι Βούλγαροι σχεδιάζουν την εξόντωσή της. Το ελληνικό προξενείο τη μεταθέτει στην Κλεπούσνα, Αγριανή Σερρών. Άλλωστε υπήρχαν φήμες ότι κι εκεί σκόπευαν να ιδρύσουν οι Βούλγαροι σχολείο καθώς από τις 180 οικογένειες οι 90 είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία. Η Αγγελική συνέχισε κι εδώ με το ίδιο πάθος το έργο της. Εδώ μάλιστα γνώρισε και τον σύζυγό της Δημήτρη Φιλιππίδη.

   Κι έπειτα ήρθε η τραγωδία με τη μεγάλη σφαγή της Αγριανής. Το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου του 1906 οι κομιτατζήδες αφού αφάνισαν τους προκρίτους του χωριού έκαναν επίθεση στο σπίτι του Δημήτρη και της Αγγελικής Φιλιππίδη. Οι δύο σύζυγοι πολεμούσαν από παράθυρο σε παράθυρο με δίκανα και περίστροφα ώσπου η Αγγελική πληγώθηκε στο γόνατο. Μα εξακολούθησε τον αγώνα μέχρι που το σπίτι ζώστηκε από φλόγες. Τότε, τσουρουφλιζόμενη και υποβασταζόμενη από τον άντρα της, πέρασε στο γειτονικό ώσπου συνέχισε τον αγώνα της. Όταν ξημέρωσε οι Βούλγαροι εγκατέλειιψαν την Αγριανή. Όταν έφτασε εκεί ο πρόξενος των Σερρών η Αγγελική ζήτησε να μην μεταφερθεί αμέσως στο νοσοκομείο  Σερρών αλλά να την τοποθετήσουν σε φορείο και να σταματούν στην πλατεία κάθε χωριού, να συγκεντρώνονται εκεί  οι κάτοικοι και να τους μιλά. Πράγματι οι χωρικοί τη σήκωσαν στους ώμους τους και την μετέφεραν από χωριό σε χωριό ενώ το αίμα της σταγόνα σταγόνα πότιζε τη μακεδονική γη. Οι κάτοικοι των χωριών ξεμύτιζαν από τα σπίτια τους να δούνε τι συμβαίνει και η Αγγελική τους έλεγε με όση δύναμη της είχε απομείνει πως αισθανόταν ευτυχής που πρόσφερε το αίμα της για την πατρίδα και καλούσε όλους, άντρες και γυναίκες, νέους, γέρους και παιδιά να εγερθούν κατά των κομιτατζήδων. Στο νοσοκομείο των Σερρών συνέρρεαν τα πλήθη για να ασπαστούν το χέρι της που ολοένα γινόταν και πιο παγωμένο. Τελικά η Αγγελική Φιλιππίδη θα αφήσει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης σε ηλικία 27 ετών.

   Η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου από τη Γευγελή (πόλη σήμερα των Σκοπίων) σπούδασε στο Μοναστήρι με έξοδα της ελληνικής κοινότητας και στα 18 της χρόνια διορίστηκε δασκάλα στη Βογδάνιτσα (πόλη της Βουλγαρίας). Παράλληλα με τα διδακτικά της καθήκοντα ανέπτυξε και εθνική δράση. Περιέτρεχε τα χωριά, εγκαρδίωνε τους φοβισμένους, παρηγορούσε τους πονεμένους, συνάρπαζε τα πλήθη διηγούμενη το μεγαλείο της αρχαίας Μακεδονίας, συνέλεγε πληροφορίες και γινόταν συνεργάτης των Μακεδονομάχων. Το κομιτάτο της Σόφιας σαν έμαθε τη δράση της αποφάσισε να την εξοντώσει ενώ το ελληνικό κομιτάτο την έθεσε υπό την προστασία του και ο καπετάν Κατσίγαρης τη μετέφερε στη Γκρήτιστα Γευγελής, στο σπίτι του θερμού πατριώτη Άγκου Σίτσου αλλά και εκεί την ανακάλυψαν οι Βούλγαροι. Έτσι τη νύχτα της 14ης Οκτωβρίου του 1904 ο αρχισυμμορίτης Λιώνε με τους κομιτατζήδες του περικύκλωσαν το σπίτι της δασκαλίτσας και άρχισαν να βαρούν τη θύρα του προσποιούμενοι τη φωνή του καπετάν Καραμανώλη. Βλέποντας η Αικατερίνη από το παράθυρο ότι είναι Βούλγαροι πήρε το περίστροφο και περίμενε. Ο Λιώνε τη διαβεβαίωνε ότι δεν θα πάθει τίποτα αν παραδοθεί και εγκαταλείψει κάθε πατριωτική δράση. Εκείνη όμως σημαδεύει, πατά τη σκανδάλη και φωνάζει: Εγώ, Ελληνίς εγεννήθην βάρβαρε Σκύθα και Ελληνίς θα πεθάνω. Ένας Βούλγαρος σωριάζεται νεκρός. Αυτό ήταν. Οι πολιορκητές αποθηριώνονται και εξαπολύουν τις σφαίρες σαν βροχή εναντίον του σπιτιού. Οι άλλοι ένοικοι του σπιτιού ξυπνούν αλαφιασμένοι. Η Αικατερίνη, η μόνη οπλισμένη, τέσσερις ώρες πολεμά γενναία και κρατά σε απόσταση τους εχθρούς. Μέχρι που ο Λιώνε δίνει εντολή να βάλουν φωτιά στο σπίτι. Όσοι βρίσκονται μέσα στο σπίτι ορμούν έξω για να σωθούν και πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες των κομιτατζήδων. Μόνο η  Αικατερίνη μένει στητή στην έπαλξή της και εξακολουθεί να πολεμά μέχρι που καίγεται και γίνεται θυμίαμα στο βωμό της πατρίδας. Το άλλο πρωί θρηνώντας οι κάτοικοι ψάχνουν τις στάχτες και περισυλλέγουν ό, τι απέμεινε. Λίγα κόκαλα κι ένα χέρι, το χέρι εκείνο που προσανατόλιζε τα μικρά  παιδιά στο δρόμο του καθήκοντος. Την Αικατερίνη Χατζηγεωργίου, ηλικίας 19 ετών, θρήνησε το Πανελλήνιο.

   Εκτός από τις δασκάλες, τον αγώνα πλαισίωσαν δεκάδες επώνυμες γυναίκες, αφού οι ανώνυμες της μακεδονικής υπαίθρου έμειναν στην αφάνεια. Αξίζει να μνημονευθούν οι πλέον γνωστές περιπτώσεις, όπως η Ελένη Παπάζογλου από τη Θεσσαλονίκη, γνωστή με το ψευδώνυμο Μπουμπουλίνα, η οποία αποτέλεσε μια πολύτιμη συνεργάτιδα του προξένου Λάμπρου Κορομηλά. Ακόμη, η Αμαλία Οικονόμου από το Σιδηρόκαστρο, η Μαρία Κυράτσου από τη Βέροια, η οποία δολοφονήθηκε από βουλγαρική συμμορία, η Άννα Σωτηριάδου από τη Στρώμνιτσα και η Αικατερίνη Βαρελά. Η τελευταία δολοφονήθηκε στο σπίτι της, στα Γιαννιτσά, τον Δεκέμβριο του 1906, ενώ η κόρη της, Ελισάβετ, εντάχθηκε στο αντάρτικο σώμα του Καπετάν Γκόνου και πολέμησε στο πλευρό του.

   Και από το πάνθεο των ηρωίδων γυναικών ας περάσουμε στους πρωτοπόρους του Μακεδονικού Αγώνα, τον Ίωνα Δραγούμη, γραμματέα του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου, τον Γερμανό  Καραβαγγέλη, μητροπολίτη Καστοριάς, αλλά και τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, μητροπολίτη Δράμας και μετέπειτα μητροπολίτη Σμύρνης.

   Από τις αρχές του 1903 ο Ίων Δραγούμης κηρύσσοντας ιερή εκστρατεία από το Μοναστήρι ως την Αχρίδα, την Κορυτσά και την Καστοριά, κατηχούσε, εμψύχωνε, συγκροτούσε διοικητικές επιτροπές και οργάνωσε την «Μακεδονική Άμυνα». Είναι αυτός που θα μεταλαμπαδεύσει την αγάπη του και τον ενθουσιασμό του για τη Μακεδονία στον Παύλο Μελά, άντρα της αδερφής του Ναταλίας, με αποτέλεσμα να έρθει εκείνος και να θυσιαστεί στα αγιασμένα χώματα της Μακεδονίας αφυπνίζοντας το δειλό και μουδιασμένο ως τότε ελληνικό κράτος. Ο Ίων Δραγούμης, αφού γλίτωσε από τους Βούλγαρους, θα δολοφονηθεί άνανδρα από φανατικούς βενιζελικούς τον Αύγουστο του 1920 στην Αθήνα ως αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι.

   Ο Γερμανός Καραβαγγέλης  συγκρότησε τα  πρώτα ανταρτικά σώματα Δυτικομακεδόνων εκδικητών με αρχηγούς τον Κώττα και τον Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, που από το 1897 δρούσαν μόνοι και ανοργάνωτοι, και φρόντιζε τα γυναικόπαιδα που σύμφωνα με την έκθεσή του μετά την επανάσταση του Ίλιντεν βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση, διασκορπισμένα στα βουνά, χωρίς τρόφιμα και βοήθεια. Πολλά από αυτά περιέθαλψε στα μοναστήρια των Αγίων Αναργύρων και της Κλεισούρας ενώ 150 τα φιλοξένησε στη μητρόπολη. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης θα ανακληθεί από τη μητρόπολη Καστοριάς το 1908 κατόπιν απαίτησης της οθωμανικής κυβέρνησης. Θα  συνεχίσει όμως την εθνική του δράση στον Πόντο ως μητροπολίτης Αμάσειας και θα καταδικαστεί σε θάνατο από τους κεμαλικούς. Ωστόσο, φτωχός, λησμονημένος από την Ελλαδική Εκκλησία και γι΄αυτό πικραμένος, θα πεθάνει  στη Βιέννη το 1935 όπου είχε τοποθετηθεί ως Έξαρχος του Πατριαρχείου.

   Τέλος, ο  ιεράρχης Χρυσόστομος Καλαφάτης από την Τρίγλια της Μικράς Ασίας, θα αναπτερώσει το εθνικό και ηθικό φρόνημα των Ελλήνων. Θα περιοδεύει ασταμάτητα στα χωριά της Δράμας και των Σερρών για να συμπαραστέκεται στις οικογένειες των αγωνιστών και των θυμάτων, θα κλαίει μαζί τους,  θα απελευθερώνει αντάρτες που είχαν ριχτεί στη φυλακή από την τουρκική διοίκηση συγκεντρώνοντας χρήματα για την εξαγορά της ποινής τους. Θα χτίζει όμως κι εκκλησίες και κυρίως σχολεία. Πέρα από σχολεία, ίδρυσε γηροκομείο, ορφανοτροφείο, οικοτροφείο μαθητών, για να έρχονται και τα φτωχά παιδιά να φοιτούν  (σημειωτέον ότι οι Βούλγαροι για να δελεάσουν τους Έλληνες να φοιτήσουν στα σχολειά τους, τους παρείχαν δωρεάν στέγαση και σίτιση στο οικοτροφείο τους), οργανώνει φιλοπτώχους αδερφότητες, αναγνωστήρια, μουσικούς και αθλητικούς συλλόγους αλλά ιδρύει και γυμναστήριο. Ο Χρυσόστομος θα κληθεί να εγκαταλείψει τη Δράμα τον Αύγουστο του 1907, κατόπιν πιέσεων της τουρκικής κυβέρνησης  προς το Πατριαρχείο αλλά και της Αγγλίας και της Γαλλίας, αφού οι τελευταίες, δεν θέλανε μια Μακεδονία ελληνική αλλά αυτόνομη. Ο κόσμος με πομπή τον ξεπροβοδίζει στο σταθμό κλαίγοντας για τον επικείμενο αποχωρισμό. Κι εκεί που όλοι θρηνούν και προσπαθούν να ασπαστούν το χέρι του,  ο δημογέροντας Νίκων με σπαρακτική φωνή του λέει: «Δέσποτά, μάς παρέλαβες λαγούς και μας έκανες λιοντάρια». Ο Χρυσόστομος θα επανέλθει στη Δράμα το 1908 αλλά και πάλι θα εκδιωχθεί  το 1909. Θα τελειώσει μαρτυρικά τον βίο του στη Σμύρνη τον Αύγουστο του 1927 στα χέρια του μανιασμένου τουρκικού όχλου.

   Αυτοί ήταν οι ήρωες που με αυτή τη μικρή και ατελή παρουσίαση θυμηθήκαμε και τιμήσαμε σήμερα. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών ήταν η αγάπη τους προς την πατρίδα αλλά και την παιδεία, γιατί κυρίως  αυτή μπορούσε να  στηρίξει τη νέα γενιά ώστε να ορθώσει το ανάστημα της στη βουλγαρική επιβουλή. Ο άνθρωπος για να κερδίσει την εξωτερική του ελευθερία πρέπει πρώτα να κατακτήσει την εσωτερική του ελευθερία, να νιώθει ότι έχει  μια στέρεη ταυτότητα, πάνω στην οποία θα μπορεί να στηριχθεί για να αναπτυχθεί ως ελεύθερη προσωπικότητα. Σήμερα, όσο και αν γκρινιάζουμε, μας προσφέρεται απλόχερα αυτό το αγαθό που ονομάζεται παιδεία. Ας το αξιοποιήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε, γιατί οι εχθροί δεν χάθηκαν. Άλλαξαν όνομα , άλλαξαν μορφή και ίσως γι’ αυτό να μην είναι  τόσο εύκολα αναγνωρίσιμοι. Θα κλείσουμε παραφράζοντας τα λόγια που είπε ο Ίωνας Δραγούμη με αφορμή τον θάνατο του Παύλου Μελά:

   «Σε σας στρέφομαι παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα ελληνόπουλα και σας εξορκίζω μη λησμονήτε ποτέ το θάνατο των ηρώων που τιμήσαμε σήμερα, αλλά προ πάντων μη λησμονήτε τη ζωή τους, τον ενθουσιασμό τους, μη λησμονήτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψαν και υπόφεραν, ούτε την πανώρια χώρα όπου εσκοτώθησαν, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες».

   Σας ευχαριστούμε για την προσοχή σας και το ενδιαφέρον σας!

Χατζητάκη Ελένη, Φιλόλογος