Ὑμνολογικά σταχυολογήματα γιά τήν Παναγία τῶν Χριστουγέννων

  Ἡ καρδιά καί ὁ πλοῦτος πολλῶν εὐσεβῶν γενεῶν ἐκφράσθηκε μέ δύναμη λυρική γιά τό μεγάλο γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος μας. Ἰδιαίτερα οἱ ὑμνογράφοι ἑστιάζουν στό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, τήν ὁποία πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στή λειτουργική της ποίηση τήν τιμᾶ ὡς «τιμιωτέραν καί ἐνδοξοτέραν» πάντων τῶν Ἁγίων καί ὅλων τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων. Ἀπό τόν θεομητορικό λειμώνα ἀνθολογοῦμε ἑόρτια ἄνθη, προκειμένου νά ἑτοιμασθοῦμε καλύτερα γιά τό ἀσύλλη- πτο γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

   Συγκλονίζεται βαθιά ὁ ὑμνογράφος, καθώς γίνεται μάρτυρας ἑνός ἀληθινοῦ θαύματος, στοῦ ὁποίου τήν οὐσία ἀδυνατεῖ νά πλησιάσει. Ὄντως κατά τόν ποιητή: «Μέγα καὶ παράδοξον θαῦμα… Παρθένος τίκτει καὶ μήτρα οὐ φθείρεται». Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς μπροστά στό ὑπερφυέστατο μυστήριο: «Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ μήτηρ παρθένος. Τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;».

   Γιά τόν λόγο αὐτό καλεῖται ὁλόκληρη ἡ Οἰκουμένη νά χαρεῖ καί νά εὐφρανθεῖ, γιατί «Παρθένος καθέζεται, τὰ Χερουβὶμ μιμουμένη, βαστάζουσα ἐν κόλποις Θεὸν Λόγον σαρκωθέντα». Τά πάντα πρέπει νά βιώσουν πρῶτα καί νά ἐκφράσουν ἔπειτα τή βαθιά χαρά τους, καθώς τό οὐρανομίμητο σπήλαιο δέχεται περιχαρῶς ἐκείνη πού ἔγινε «παλάτιο» τοῦ βασιλέως Θεοῦ. «Παρθένοι προεξάρξατε τῇ τῆς Παρθένου χαρᾷ», προτρέπει τό προεόρτιο Κάθισμα καί «μητέρες αἰνέσατε τὴν προπομπὴν τῆς μητρὸς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ» μας.

   Ἀκόμη, ὁ μελωδός προσκαλεῖ ὅλα τά στοιχεῖα τῆς κτίσεως καί ὅλους τούς χριστιανούς νά τιμήσουν τήν Παναγία, ὅπως ἔκαναν ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰακώβ, ὅπως καί «πᾶς ὁ θεοσύλλεκτος χορὸς τῶν ἁγίων», πού ἀγάλλονται καί προσάγουν «τὴν κτίσιν πρὸς ὑπάντησιν τῆς Παρθένου», ἡ ὁποία εἶναι ἡ «θεία ἄμπελος»· ἀπό Αὐτή προέρχεται «ὁ βότρυς ὁ ἀκήρατος», ἀπό τόν ὁποῖο ἀναβλύζει γιά μᾶς «εὐφροσύνης οἶνος». Εἶναι ἡ «θεία μυροθήκη», ἡ φέρουσα μέσα της τό «εὐῶδες μύρον»· ἔρχεται νά τό ἀποκενώσει στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί νά πληρώσει μέ μυστική εὐωδία τούς ἀνυμνοῦντες πιστούς. Εἶναι ἡ μυστική λαβίδα, τήν ὁποία εἶδε ὁ Ἠσαΐας· βαστάζει μέσα της τόν θεῖο ἄνθρακα, τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος καί καταφλέγει τήν ὕλη τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ φωταγωγεῖ τίς ψυχές ὅσων τόν πιστεύουν. «Παράδεισος καὶ γὰρ ἡ ἐκείνης γαστὴρ ἐδείχθη νοητός», ὅπου φύτρωσε τό θεῖο φυτό, ὁ Χριστός, ἀπό τό ὁποῖο μεταλαμβάνοντες θά ζήσουμε αἰωνίως καί δέν θά πεθάνουμε, ὅπως ὁ Ἀδάμ. Ἄλλοτε πάλι ἡ κοιλιά τῆς Παρθένου εἶναι «θημωνία ἅλωνος», ὅπου ὡς ἀγεώργητος στάχυς βρίσκεται ὁ Χριστός. Συνηθισμένη εἰκόνα τῆς Παναγίας εἶναι «ἡ ἄμωμος δάμαλις», πού ἔρχεται στό σπήλαιο νά γεννήσει «τὸν σιτευτὸν Μόσχον». Κάποια τροπάρια τήν παρουσιάζουν ὡς φωτεινή νεφέλη, ἡ ὁποία βαστάζει τόν «ἐπουράνιον ὄμβρον».

   Πολύ πετυχημένα οἱ ὑμνογράφοι μέ τήν ἐξαίσια ποίησή τους μᾶς μεταφέρουν στή νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ:

«Νύμφης Πανάγνου, τὸν πανόλβιον τόκον

Ἰδεῖν ὑπὲρ νοῦν, ἠξιωμένος χορὸς

Ἄγραυλος ἐκλονεῖτο, τῷ ξένῳ τρόπῳ·

Τάξιν μελῳδοῦσάν τε, τῶν Ἀσωμάτων

Ἄνακτα Χριστόν, ἀσπόρως σαρκούμενον».

   Ὁ χορός τῶν βοσκῶν πού βρισκόταν στούς ἀγρούς, συνοδεύοντας τά ποίμνια, ἀξιώθηκε νά ζήσει τό περιβάλλον τοῦ μυστηρίου τῆς Γεννήσεως. Ἡ πάναγνος Μαρία γέννησε ἐκεῖ τόν Δεσπότη Χριστό, τόν «ἀσπόρως σαρκούμενον». Στόν ὕμνο αὐτόν, ὅπως καί σέ ἄλλους, ἐντοπίζεται ἡ ἄριστη γνώση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν ὑμνογράφο καί κυρίως τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος.

   Καί τό Kοντάκιο τῆς ἑορτῆς «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει…» ἀναδεικνύει ἐξίσου τή δόξα τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἐνῶ παράλληλα ἐπισημαίνει τήν παρουσία τῶν ἐπί μέρους προσώπων στό γεγονός τῆς Γεννήσεως, μέ σημαντικότερη ὅλων τή μετοχή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Χάρη σ’ αὐτήν δόθηκε στόν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Δηλώνεται ἔτσι ἡ σπουδαιότητα τῆς μετοχῆς της στή γέννηση τοῦ «Ὑπερουσίου», πού ὑπερβαίνει τή φύση καί τήν ὑλική πραγματικότητα.

   Στήν ὑμνολογία τῶν Χριστουγέννων ἰδιαίτερη θέση κατέχει ὁ διάλογος, ὁ γεμάτος ἀγάπη καί στοργική τρυφερότητα τῆς Μητέρας Παρθένου πρός τόν Υἱό καί Θεό της. Τόν ἐρωτᾶ ἡ Θεοτόκος γιά ἐκεῖνα τά ὁποῖα -κατά τή γνώμη τῶν ὑμνογράφων- οἱ πιστοί χριστιανοί θά ἤθελαν νά Τόν ρωτήσουν: «Υἱέ μου Ἥλιε», ρωτάει μέ θαυμασμό, «πῶς νά σέ κρύψω στά σπάργανα; Πῶς νά δώσω τό γάλα μου σέ Σένα, πού εἶσαι ὁ τροφέας ὅλης τῆς κτίσεως; Πῶς στά χέρια μου νά κρατήσω Ἐσένα, πού κρατᾶς τά σύμπαντα; Πῶς νά ἀτενίσω δίχως φόβο Ἐσένα, πού δέν τολμοῦν οὔτε οἱ ἄγγελοι νά σέ ἀτενίσουν;». Κατά τίς ποιητικές ἐμπνεύσεις ἡ Πάναγνη δέν παύει νά ρωτᾶ: «Υἱέ μου ἄναρχε, “ὁ θρόνος ὁ οὐράνιος φλέγεται σὲ κατέχων” καί πῶς νά σέ βαστάσω ἐγώ, ἡ δούλη σου; Πῶς νά σπαργανώσω Ἐσένα, πού σπαργανώνεις τή γῆ μέ τήν ὁμίχλη;».

   Στ’ ἀλήθεια, ὅταν ὁ πόθος γιά τή σωτηρία μας νικᾶ τόν φόβο πού προέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μας, πλησι- άζουμε τό ἀναλόγιο τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ καί ψάλλουμε: «Εἶναι προτιμότερο νά σιωποῦμε. Ἡ σιωπή εἶναι ἀκίνδυνη». Ὁ ὑμνογράφος Κλήμης ὅμως λέει ὅτι εἶναι μακάριο τό ἔθνος τό ὁποῖο ἀξιώθηκε νά τιμᾶ τόν Χριστό καί τήν Παναγία «ὀρθοδοξίᾳ καὶ δόγμασι καὶ τοῖς ἔργοις τῆς ἀληθείας». Μακάριος, ἐπίσης, εἶναι καί ὅποιος πιστεύει ὅτι δέν κλείνει ἡ θύρα καί ἡ ἀγκαλιά τῆς μητέρας μας Παναγίας στόν κάθε πόνο καί σέ κάθε αἴτημά μας. Γι’ αὐτό συνεχίζουμε τόν ὕμνο μας: «Κοπιαστικό, Παρθένε, νά σοῦ πλέκουμε ὕμνους περίτεχνα φτιαγμένους… Ἀλλά κι ἐσύ, Μητέρα, ὅση ἐκ φύσεως εἶναι ἡ δική μας προαίρεση, τόση δύναμη δίνε μας». Ἀμήν.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

“Ἀπολύτρωσις”, Δεκ. 2025