῾Ο ἀετός τῆς ᾿Αντιόχειας

 

Ποῦ δολιχοδρομεῖς, ἀετέ;

῾Η ᾿Αντιόχεια ποθεῖ στά ὕψη νά σέ βάλει.

Οἱ δάφνες της πολλές καί θαλερές.

Δικά σου τά στεφάνια πού ἑτοιμάζει, ὦ ᾿Ιωάννη!

῾Ο λόγος σου ὀρθρινή βροχή

καί αὐγινό τραγούδι.

Σώπασε μπρός σου

τοῦ ᾿Απόλλωνα ἡ χρυσαφένια λύρα.

Κι ὁ πέτρινος ἀετός,

τῆς πόλης τῆς δαφνόσκεπης ὁ καλός ὁ οἰωνός,

σωριάστηκε σάν τρόχαλο στό μεσουράνημά σου,

στή γῆ τῶν ὀρχηστρίδων.

Μά ἐσύ τίς τόσες δάφνες περιφρόνησες

κι ἀγάπησες τοῦ Γολγοθᾶ τό ταπεινό τό ξύλο.

Κι ἀπ᾿ τήν ἀρχοντική περιβολή

προτίμησες τοῦ λέντιου τή δουλική στολή.

Ριγᾶ ἡ ῾Αγιά Σοφιά ἀπ᾿ τή φωνή σου.

῎Αλλοι γίνονται φίλοι κι ἄλλοι ἐχθροί σου, ὦ χρυσορρόα!

Τέτοιον ἐζήταε ποταμό τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Πόλη.

Στιλπνός, γοργός, ἐκύλαε ὁ λόγος τῆς Γραφῆς

σ᾿ ὅλα τά μονοπάτια

κι ἔφτανε ὥς τήν καλύβα τοῦ φτωχοῦ

κι ὥς τά λαμπρά παλάτια.

Χρυσόστομε! ῾Ο λόγος σου ἀθάνατος

στῆς Κυριακῆς τή θεία Λειτουργία!

᾿Αμάραντος σάν τό στεφάνι τῆς ζωῆς πού ἔδρεψες·

γιά νά στολίζεις τόν πολύφωτο οὐρανό

στήν ἅγια τοῦ Χριστοῦ μας ᾿Εκκλησία.

 

Δέσποινα Δαμιανίδου