Λάζαρος

  -Ποῦ ἤσουν, Κύριε; Ἄν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά πέθαινε ὁ ἀδελφός μου.

  -Νά σᾶς ρωτήσω τώρα κι ἐγώ κι ἄν μπο­ρεῖτε, ἄν μπορεῖς, ἀπάντησέ μου.

  Ποῦ ἤσουν, ὅταν θεμελίωνα τή γῆ;

  Ποῦ ἤσουν, ὅταν γεννήθηκαν τά ἄστρα καί μέ ὑμνοῦσαν μέ μεγάλη φωνή ὅλοι οἱ ἄγ­γελοί μου;

  Ἤσουν μήπως μαζί μου, ὅταν πῆ­ρα πηλό καί ἔπλασα τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ἔδωσα λα­λιά; Μήν κοιτᾶς πού ὁ Λά­ζαρος τώρα εἶναι μέ σφραγισμένα χείλη.

  Γνωρίζεις πότε σέ ἔπλασα καί πό­σος πο­λύς εἶναι ὁ χρόνος τῆς ὑπάρξεώς σου;

  Ξέρεις ποῦ αὐλίζεται τό φῶς καί ποιός εἶ­ναι ὁ τόπος τοῦ σκότους;

  Ὁ Λάζαρος πέθανε, ὄχι ἐπειδή δέν ἤμουν ἐγώ ἐδῶ, ἀλλά ἐπειδή δέν ἤσα­σταν ἐσεῖς ἐ­κεῖ. Ἐκεῖ…

  Ἐκεῖνο τό δειλινό ἦρθα, ὅπως κάθε μέρα, νά σέ βρῶ μέσα στόν κῆπο τοῦ Παραδείσου. Φώναζα: «Ἀδάμ, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;». Ἀπόκριση κα­μιά. Δέν σ’ ἔβρισκα που­­θενά. Ὅταν κάποια στιγμή φανε­ρώ­θηκες μπροστά μου, ἤσουν ἀ­γνώριστος. Ἤσουν ἕνας ἄλλος. Εἶχε ἀρχίσει νά σέ καταπίνει ὁ θάνατος.

  Ὅμως καί μετά ἀπ’ αὐτό δέν σ’ ἄ­φησα. Ἤμασταν πλέον δυό ξένοι, ἀλ­λά δέν σ’ ἄφη­σα ποτέ χωρίς βροχές καί καιρούς καρπο­φό­ρους. Σοῦ ἔστελνα τή δροσιά, τά κρύσταλλα καί τήν πάχνη, τό θέρος καί τό ἔαρ καί γέμιζα τροφή καί εὐφροσύνη τήν καρδιά σας. Κι ἔ­λεγα: «Δέν γίνεται, θά καταλάβουν ὅτι Ἐγώ τά στέλνω ὅλα αὐτά. Θά καταλάβουν καί θά ψά­ξουν νά μέ ξαναβροῦν». Ἀλλά μέ προσπερ­νοῦσες καί ὀνομάτιζες θεούς αὐτά πού σοῦ ἔστελνα.

  Χρόνια ὁλόκληρα ἔφτιαχνε τήν κι­βωτό ὁ Νῶε. Καί, σύ ξέρεις ποῦ ἤσουν; Τριγυρνοῦσες ἀπ’ ἔξω καί περιγε­λοῦ­σες.

  Κι ὅταν ἀργότερα ἔστελνα τούς προ­φῆτες, τούς φονεύατε μεταξύ τοῦ ναοῦ καί τοῦ θυσιαστηρίου. «Οὐκ ἔστιν ἔτι προφήτης». Ἀλλά ἦταν σάν νά μήν ὑ­πῆρχες καί σύ. Καί ἡ ζωή σου ἀκόμα ἦ­ταν θάνατος.

  Γιατί δέν μέ πιστέψατε. Κι ἐνῶ εἴ­δα­τε ὅτι ἀνάβλυσε νερό ἀπ’ τήν πέτρα, ἔ­τρεξαν χείμαρροι ὁρμητικοί, καί πάλι κα­ταλαλούσατε:

  «Ἐντάξει, καί ἐπειδή ἤ­πιαμε νερό, δέν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά μᾶς δώσει καί ψωμί, νά μᾶς κάνει καί τραπέζι ὁ Θεός μέσα στήν ἔρημο».

  Εἶναι σάν νά λέμε ὅτι μπορεῖ νά βγά­λει καί ζωντανό τόν Λάζαρο μέσα ἀπ’ τήν πέτρα, πού εἶναι κλεισμένος τέσσε­ρις μέρες πεθαμένος τώρα.

  Τί ζητάω Ἐγώ σήμερα στούς δρό­μους καί στίς πλατεῖες τῆς γῆς; Τί γυ­ρεύω στά νεκροταφεῖα τῶν ἀνθρώπων; Ἡ θέση μου ἦταν στή δόξα τοῦ οὐρα­νοῦ. Μαζί μέ τόν Πατέρα μου καί τό ζω­οποιό Πνεῦμα.

  Εἶμαι ὅμως στή Βηθανία, γιατί ἀπό τότε πού τελείωσε ἡ εὐδαιμονία τῆς ἀ­μοιβαίας ἀγάπης μας μέσα στόν κῆπο τοῦ Παραδείσου, δέν μπόρεσα νά σέ ξε­χάσω.

  Εἶχε ἤδη προηγηθεῖ μία ἄλλη, τρο­μα­κτική πτώση: οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι. Ἤ ἔπρεπε νά σ’ ἀφήσω, ἀμέτοχος, νά τούς ἀκολουθήσεις ἤ ἔπρεπε νά μετάσχω στό δράμα σου. Καί «ἰδοὺ ἥκω». Ἔχω κιόλας φτάσει.

  Περπάτησες ἐσύ ποτέ στά ἴχνη τῆς ἀβύσσου; Ἐγώ τό ἔκανα. Γι’ αὐτό εἶμαι σήμερα στή Βηθανία.

  – Λάζαρε, βγές ἔξω!

  Μετά ἀπό ἕξι μέρες, Ἐγώ θά διαβῶ τίς φοβερές πύλες τοῦ θανάτου. Γιά τόν Ἀδάμ, γιά τόν Λάζαρο, γιά σένα.

  Καί θά εἶμαι ἐντελῶς μόνος.

 

Ζ.Γ., «Ἀπολύτρωσις», Ἀπρίλ. 2025