Β΄ Ἔσδρας 9,5-6

agia grafi

Πένθος γιά τούς μεικτούς γάμους

Κείμενο

 

5. Καί ἐν θυσίᾳ τῇ ἑσπερινῇ ἀνέστην ἀπὸ ταπεινώσεώς μου· καὶ ἐν τῷ διαρρῆξαί με τὰ ἱμάτιά μου καὶ ἐπαλλόμην καὶ κλίνω ἐπὶ γόνατά μου καὶ ἐκπετάζω τὰς χεῖράς μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν.

6. καὶ εἶπα· Κύριε, ᾐσχύνθην καὶ ἐνετράπην τοῦ ὑψῶσαι, Θεέ μου, τὸ πρόσωπόν μου πρός σε, ὅτι αἱ ἀνομίαι ἡμῶν ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν καὶ αἱ πλημμέλειαι ἡμῶν ἐμεγαλύνθησαν ἕως εἰς τὸν οὐρανόν.

 

Μετάφραση

 

5. Κατά τήν ἑσπερινή θυσία σηκώθηκα ἐξουθενωμένος. Μέ σχισμένα τά ροῦχα μου καί τρέμοντας πέφτω στά γόνατα καί ὑψώνω τά χέρια μου πρός τόν Κύριο τόν Θεό μου.

6. Καί εἶπα: «Κύριε, νιώθω αἶσχος καί ντροπή, Θεέ μου, νά ὑψώσω τό βλέμμα μου σέ σένα, διότι οἱ ἀνομίες μας ξεχείλισαν πάνω ἀπό τό κεφάλι μας, καί τά ἁμαρτήματά μας εἶναι τόσο μεγάλα πού φθάνουν ὥς τόν οὐρανό».

 

  Τά βιβλία Β´ Ἔσδρας καί Νεεμίας τόσο στό ἑβραϊκό κείμενο ὅσο καί στήν μετά­φρα­ση τῶν Ο´ ἀποτελοῦσαν ἀρχικά ἕνα βιβλίο. Ἀργότερα, γιά νά εἶναι εὔχρηστο, χωρί­σθη­κε σέ δύο βιβλία. Στό ἑβραϊκό ἔχει τόν τί­τλο «Βιβλίο τοῦ Ἔσδρα», ἐνῶ στήν μετά­φραση τῶν Ο´ «Β´ Ἔσδρας», διότι κατα­τάσσεται με­τά τό δευτεροκανονικό «Α´ Ἔσδρας». Πῆ­ρε τό ὄνομά του ἀπό τόν ἱερέα Ἔσδρα, σπου­δαῖο ἠθικό ἀναμορ­φωτή τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος τό συνέγραψε στήν Ἰερουσαλήμ στά τέλη τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα.

  Κεντρικό θέμα τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ ἐπά­­νοδος τῶν Ἰουδαίων ἀπό τήν βαβυλώνια αἰ­χμαλωσία (606-538 π.Χ.). Ἡ ἀφήγηση ξε­τυλίγεται σέ διάστημα περίπου 100 ἐτῶν (538-433 π.Χ.), χωρίς νά ἀναφέρονται ὅλα τά ἱ­στο­ρικά γεγονότα τῆς περιόδου αὐτῆς. Κυρίως περιγράφεται ἡ θρησκευτική καί κοινωνική ἀναδιοργάνωση τῶν Ἑβραίων πού ἐπέστρε­ψ­αν ἀπό τήν αἰχμαλωσία.

  Τό 539 π.Χ. ὁ βασιλιάς Μήδων καί Περ­σῶν Κύρος Β´ ὑποδούλωσε τό βαβυλω­νιακό κράτος. Γιά νά ἐξασφαλίσει τήν εὔ­νοια τῶν ὑπηκόων του, ἀκολούθησε μιά ἔξυπνη πολι­τι­κή: ἐπέτρεψε τήν ἐπιστροφή τῶν αἰχμάλωτων λαῶν καί τῶν ἀγαλμάτων τῶν «αἰχμάλωτων θεῶν» τους στίς χῶρες τους. Ἐξέδωσε, λοι­πόν, διάταγμα καί γιά τόν ἐπαναπατρισμό τῶν Ἰουδαίων. Στόν ἡγέτη τους, τόν Ζοροβά­βελ, ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, παρέδωσε 5.400 ἱε­ρά σκεύη τοῦ Ναοῦ, πού εἶχε ἁρπάξει ὁ Να­βουχο­δονό­­σορ, καί ἐπιπλέον τοῦ ὑποσχέθηκε νά βο­­ηθήσει χρηματικά στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ.

  Φτάνοντας στήν ἁγία γῆ ὁ Ζοροβάβελ, ὁ ἀρχιερέας Ἰησοῦς, οἱ προφῆτες Ἀγγαῖος καί Ζαχαρίας, καί πάνω ἀπό σαράντα χι­λιάδες Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ πρῶτα οἰκοδόμησαν ἕνα θυ­σιαστήριο, ἄρχισαν τίς ἑτοιμασίες γιά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ (536 π.Χ.). Ἀλλά οἱ ἔντονες ἀντιδράσεις τῶν Σαμαρει­τῶν καί οἱ διαβολές τους πρός τούς βασι­λεῖς πού δια­δέ­χθηκαν τόν Κύρο ἀνέκοψαν τήν πορεία τοῦ ἔργου γιά δεκαπέντε περί­που χρόνια.

  Ἔπειτα ἀπό τά πύρινα κηρύγματα τῶν προφητῶν Ἀγγαίου καί Ζαχαρία, οἱ Ἰσρα­ηλῖτες μέ ζῆλο ξανάρχισαν τήν ἀνοικο­δό­μηση καί ζήτησαν μέ ἐπιστολή ἀπό τόν βασιλιά Δαρεῖο Α´ ῾Υστάσπη (521-486 π.Χ.) νά ἐγ­κρίνει τό ἔργο τους. Συνεχίσθη­καν οἱ ἐργα­σίες, ἔγιναν τά ἐγκαί­νια τοῦ Να­οῦ (516 π.Χ.) καί γιορτάστηκε μέ λαμπρότητα τό Πάσχα.

  Τό ἕβδομο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρ­ταξέρξη Α´ (464-423 π.Χ.) ὁ ἱερέας Ἔσ­δρας ἐμφανίζεται στόν βασιλιά καί παίρνει ἄδεια γιά ἐπιστροφή κι ἄλλων Ἰουδαίων στά Ἰερο­σόλυμα, ἡ ὁποία πραγματοποι­ήθηκε μέ ἡγέτη τόν ἴδιο.

  Ὅταν ἔφθασαν στά Ἰεροσόλυμα, πρόσ­φεραν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων στό θυσια­στή­ριο τοῦ Θεοῦ καί παρέδωσαν στούς σατράπες τοῦ βασιλιᾶ τό εὐνοϊκό διάταγμα τοῦ Ἀρταξέρξη.

  Μετά τό πέρας τῶν θυσιῶν, κάποιοι εὐ­σεβεῖς ἄρχοντες πλησίασαν τόν Ἔσδρα. Βλέ­ποντας τήν ἐπιθυμία του νά ἐπαναφέρει τήν θρησκευτική ἐξυγίανση στόν Ἰσραήλ ἀλλά καί τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδινε τό διάταγμα τοῦ Ἀρταξέρξη, τόν ἐνημέρωσαν γιά κάτι πο­λύ σοβαρό: Ὁ λαός, ἀλλά καί οἱ ἱερεῖς καί οἱ λευΐτες καί οἱ ἄρχοντες κατα­πατοῦσαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ἀπα­γόρευε αὐστηρά τήν ἐπιμειξία μέ εἰδω­λο­λά­τρες. Εἶχαν προχω­ρήσει σέ μεικτούς γάμους, μέ ἀποτέλεσμα βέ­βαια νά παρα­συρ­θοῦν καί στά βδελυκτά εἰ­δωλολατρικά ἔ­θιμα.

  Ἡ ὀδύνη τοῦ Ἔσδρα, μόλις πληρο­φο­ρή­θηκε τίς θλιβερές αὐτές εἰδήσεις, περι­γρά­φε­ται πολύ ζωηρά. Τόσος ἦταν ὁ πόνος του, πού ἔμεινε στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ βουβός καί περίλυπος μέχρι τό ἀπόγευμα. Τήν ὥρα τῆς ἑσπερινῆς θυσίας, μέ σχισμένα τά ροῦχα -σέ ἔνδειξη πένθους- καί τρέ­μον­τας ὁλό­κλη­ρος λύγισε τά γόνατα, ἔσκυψε τό κεφάλι, ὕ­ψωσε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί προσευχήθηκε δυνατά.

  Ἡ ἐναγώνια προσευχή του ἔδωσε καρ­πούς: Οἱ Ἰουδαῖοι ὁδηγήθηκαν σέ συναί­σθη­ση καί σέ μετάνοια. Πολλοί μεικτοί γάμοι διαλύθηκαν καί ἄρχισε μιά προσπά­θεια πνευ­ματικῆς ἀναβάθμισης τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία συ­ν­εχίσθηκε ἀργότερα μέ τήν βοή­θεια τοῦ Νεεμία.

  Γιά τό θέμα τοῦ γάμου ἡ Καινή Διαθήκη τονίζει ὅτι πρέπει νά γίνεται «ἐν Κυρίῳ» (Α´ Κο 7,39). Ὁ Γάμος εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, κατά τό ὁποῖο τό ἅγιο Πνεῦμα ἑνώνει δύο πιστούς «εἰς σάρ­κα μίαν» (Γέ 2,24· Ἐφ 5,31). Οἱ ἱεροί κα­νόνες ἀπαγορεύουν τήν σύναψη γάμου μέ ἑτερο­δό­ξους. Ὁ 72ος Κανόνας τῆς Στ´ Οἰ­κουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει ὅτι «δέν εἶναι συγκεχωρη­μέ­νον» νά παίρνει ὀρ­θόδοξος ἄνδρας αἱρετική γυναίκα ἤ γυ­ναί­κα ὀρθόδοξη αἱρετι­κό ἄνδρα. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης στούς ἐπι­σκόπους τῶν νησιῶν, οἱ ὁποῖοι τε­λοῦσαν γά­μους μεταξύ ὀρθοδόξων καί λατί­νων, συνι­στᾶ νά φοβηθοῦν τόν Κανόνα αὐτό τῆς Συνό­δου καί νά πάψουν νά τελοῦν «τοι­ούτους πα­ρα­νόμους γάμους». Καί ὁ πρω­το­πρεσβύ­τερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος σημειώνει: «Ἄς ἀπο­φεύ­γωμεν τούς μεικτούς γάμους, οἵ­τινες ἀποτε­λοῦν τήν ὁδόν πρός τόν ἐξαφα­νισμόν μας καί ὡς θρησκείας καί ὡς φυλῆς».

 

Στέργιος Ν. Σάκκος