ΑΡΘΡΑ
Σπάστε τούς φράχτες
Αρχική » ΑΡΘΡΑ » ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ » Διηγήματα » Σπάστε τούς φράχτες

Οἱ συκιές στό χωριό μου ἦταν ἡ εὐλογία τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὁ καθένας μποροῦσε νά φυτέψει μιά συκιά στό χωράφι τοῦ καθενός καί τούς καρπούς της εἶχε τό δικαίωμα νά τούς τρώει ὁ ὁποιοσδήποτε, δίχως ἄδεια, δίχως τόν φόβο τοῦ ἀγροφύλακα, πού κατά τά ἄλλα ἐμεῖς τά παιδιά τόν τρέμαμε. Τίς ξέραμε πολύ καλά ὅλες τίς συκιές τοῦ χωριοῦ, τίς μαῦρες, τίς ἄσπρες, τίς πρώιμες καί τίς ὄψιμες. Ξέραμε καί ποιές δέν τά σκουλήκιαζαν τά σύκα καί τά τρώγαμε μέ κλειστά τά μάτια. Κανένας φράχτης στά χωράφια μας, κανένα ἐμπόδιο στό κρυφτό καί στό κυνηγητό μας. Καί τήν πείνα μας τήν ξεγελούσαμε μέ τά σύκα. Περιμέναμε τή γιορτή τῆς ἁγίας Μαρίνας, γιατί εἴχαμε ἀκούσει ἄπειρες φορές τήν παροιμία: «Τῆς ἁγίας Μαρίνας σύκο, τοῦ προφήτη Ἠλία ρώγα». Ἦταν, βέβαια, καί τά Ἀποστολιάτικα τά σύκα πού κρατοῦσαν πολύ λίγο κι ὅποιος προλάβαινε, κάπου ἐκεῖ στή γιορτή τῶν Ἀποστόλων.
Τά φτωχικά παιδικά μας χρόνια εἶχαν μιά χάρη πού, θαρρεῖς, καί εἶχε τίς πηγές της σέ κείνη τήν εὐλογημένη κοινοκτημοσύνη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ξέραμε τό κάθε δέντρο σέ ποιόν ἀνήκει καί ξέραμε πώς ὁ καρπός του ἦταν καί δικός μας. Ὥς τήν ἡμέρα ἐκείνη πού πιστεύω κανένα παιδί τῆς γενιᾶς μου δέν τή λησμόνησε ποτέ. Γιατί γκρέμισε γιά λίγο ὅλη αὐτή τήν ξεγνοιασιά καί τήν ἁπλότητα
στήν ὁποία ζούσαμε.
Εἴχαμε ἀκούσει ὅτι τόν μεγάλο κάμπο μέ τίς πολλές συκιές τόν εἶχε ἀγοράσει ἕνας χωριανός μας πού ἔλειπε χρόνια στό ἐξωτερικό. Ἐμεῖς οἱ μικροί ξέραμε μόνο τή μάνα του. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δέν μᾶς ἀπασχόλησε ἡ εἴδηση, γιατί δέν μᾶς ἀπασχολοῦσε καί ποιανοῦ ἦταν τό χωράφι, ἀφοῦ ὁ ἄγραφος νόμος ἔλεγε ὅτι τά σύκα ἀνῆκαν σέ ὅλους μας. Κι ἦταν, στ᾽ ἀλήθεια, οἱ συκιές ἐκείνου τοῦ κάμπου οἱ
καλύτερες τοῦ χωριοῦ. Πάνω στήν ὥρα, λοιπόν, πού ἀνταγωνιζόμασταν τά τζιτζίκια στή φασαρία, καθισμένοι ὅλοι σχεδόν σέ κάποιο ἀπό τά κλωνάρια μιᾶς συκιᾶς, ἔφτασε ὁ ἀγροφύλακας. Κανένα παιδί δέν ταράχτηκε, ὥς τή στιγμή πού ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα του, καί μάλιστα μέ πολύ αὐστηρό ὕφος, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται πιά νά πηγαίνουμε σέ κεῖνες τίς συκιές καί νά μή μᾶς ξαναδεῖ σ᾽ αὐτό τό χωράφι. Ξαφνιαστήκαμε καί δέν μιλήσαμε, γιατί δέν καταλαβαίναμε τί σήμαινε αὐτό. Συκιές ὑπῆρχαν πάρα πολλές, τά σύκα δέν θά τά στερούμασταν, ὅμως μέσα μας κάτι ἔσπασε. Περνοῦσαν οἱ μέρες καί τά σύκα στόν κάμπο ἔμεναν ἀσύναχτα καί τά ἔτρωγαν οἱ σφῆκες καί τά πουλιά.
-Ἦρθε ὁ γιός τῆς Μιχαήλενας, πού ἀγόρασε τόν κάμπο, μοῦ εἶπε μιά μέρα ὁ πατέρας μου, καί ψάχνει παιδιά νά τοῦ μαζέψουν τά σύκα. Θά σᾶς πληρώσει, λέει. Πᾶς;
Ἡ σκέψη ὅτι θά ἀνεβοῦμε καί πάλι στίς ἀγαπημένες μας συκιές μέ ἔκανε καί μένα καί τά ἄλλα τά παιδιά νά δεχτοῦμε καί ριχτήκαμε ὅλοι πάνω στά δέντρα.
-Σιγά, μή σπάσετε κανένα κλαδί, σιγά μήν πέσετε! ἔλεγε ὁ γιός τῆς Μιχαήλενας, πού καθόταν κάτω ἀπό ἕνα δέντρο περιμένοντας τό «συκομάζεμα».
Τελειώσαμε μέ τά ὥριμα σύκα καί πήραμε ὅλοι ἀπό ἕνα καλό χαρτζιλίκι ἀπό τόν ἱκανοποιημένο ἰδιοκτήτη, πού μέ τά καλάθια του γεμάτα ἀναχώρησε γιά τό σπίτι τῆς μάνας του.
-Ὄχι, γιέ μου, μήν τό κάνεις αὐτό, ἄκουσα τή Μιχαήλενα νά τοῦ λέει, καθώς περνοῦσα ἔξω ἀπό τό σπίτι τους.
-Τό χωράφι εἶναι πιά δικό μου καί θά τό φράξω, μάνα! ἀπάντησε ἐκεῖνος ἀποφασιστικά, κι ἀκολούθησε σιωπή.
Καί τό ἔφραξε! Πρώτη φορά βλέπαμε στή ζωή μας φραγμένο χωράφι μέ σύρματα δυό φορές ἴσα μέ τό μπόι μας.
– Τζάμπα ἡ δουλειά καί τά ἔξοδα, Γιάννη, τοῦ εἶπε ὁ παπα-Δημήτρης. Κάνε μιά βόλτα σέ ὅλο τό χωριό, σέ ὅλα τά χωράφια κι ἄν βρεῖς φραγμένο, φράξε το καί ἐσύ!
– Μά εἶναι δικό μου, παπά μου, ἀπάντησε ὁ Γιάννης καί τό ἔφραξε!
Ἔπρεπε τώρα νά κάνουμε ὁλόκληρο γύρο γιά νά πᾶμε στίς ἄλλες συκιές, γιατί ὁ δρόμος μας ἦταν φραγμένος. Μέσα μας, δίχως νά τό καταλάβουμε, δημιουργήθηκε μιά ἀντιπάθεια γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν καί -σάν παιδιά- τοῦ τό δείχναμε. Ἦταν καλός ἄνθρωπος; Δέν ἦταν; Δέν ξέραμε νά ποῦμε. Ἕνα ξέραμε, ὅτι ἔφραξε τόν κάμπο. Κοντεύαμε νά τό πάρουμε ἀπόφαση ὅτι ἄλλαξαν τά πράγματα στήν ἀνέφελη καλοκαιρινή ζωή μας, ὅταν κάποια μέρα παγώσαμε ὅλοι σάν ἀκούσαμε τό τρίξιμο ἀπό τό κλωνάρι τῆς πιό γέρικης συκιᾶς, ὅπου ἦταν σκαρφαλωμένος ὁ Στρατής. Καί εἴδαμε τόν Στρατή νά σωριάζεται ἀπό μεγάλο ὕψος. Τόν εἴδαμε ἀναίσθητο καί ἀρχίσαμε νά τρέχουμε καί νά φωνάζουμε. Νομίζαμε πώς εἶχε πεθάνει. Εἴδαμε τόν ἄνθρωπο πού ἀντιπαθούσαμε νά τρέχει μέ ἀγωνία πρός τόν Στρατή κι ὅλοι μεμιᾶς γυρίσαμε πίσω. Σέ λίγη ὥρα ὁ Στρατής ἦταν θρονιασμένος στό αὐτοκίνητο τοῦ κυρίου Γιάννη μέ τήν κυρα-Φρόσω τή μάνα του δίπλα του νά κλαίει καί νά ὀδύρεται.
Ὁ Στρατής γύρισε πίσω μέ ἕνα πόδι κι ἕνα χέρι στόν γύψο, μά ζωντανός! Ὁ κύριος Γιάννης ἀπό τή στιγμή πού τόν βρῆκε ἀναίσθητο ὥς τή στιγμή πού ἔβγαλε τόν γύψο ἦταν δίπλα του καί δίπλα σέ ὅλη τήν οἰκογένειά του. Ἐμεῖς πού πηγαίναμε πολλές φορές νά τόν δοῦμε στό σπίτι τόν βρίσκαμε ἐκεῖ. Κι ὅσο εἶχαν οἱ συκιές σύκα, βλέπαμε πάνω στό τραπέζι πάντα ἕνα μικρό καλάθι γεμάτο.
Τελείωσε τό καλοκαίρι καί ὅταν πιά ὁ Στρατής πέταξε τόν γύψο, σύκα δέν ὑπῆρχαν οὔτε στίς συκιές τοῦ κάμπου, μά οὔτε καί στίς πιό ὄψιμες. Καί παράξενο, κανέναν μας πιά δέν τόν ἐνοχλοῦσε ὁ φράχτης, κανένας μας πιά δέν ἀντιπαθοῦσε τόν κύριο Γιάννη. Κι αὐτός, πού σίγουρα τό εἰσέπραξε, μᾶς εἶπε, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό χωριό: «Δέν ἔπρεπε νά βάλω φράχτη στόν κάμπο, μά τήν πόρτα του θά τήν ἀφήσω ξεκλείδωτη νά μπαίνετε νά τρῶτε ὅσα σύκα θέλετε».
Ἀπό τότε τό μοναδικό φραγμένο χωράφι τοῦ χωριοῦ μου εἶναι τοῦ κυρίου Γιάννη, μά ὁ καθένας μας μπαίνει ἀπό τό ξεκλείδωτο πορτάκι σάν ἀφεντικό κι ὁ κύριος Γιάννης εἴτε ἀπό μακριά εἴτε ἀπό κοντά χαίρεται πού ὅλοι τόν μνημονεύουν μέ ἀγάπη. Τελικά ὅλοι μάθαμε ὅτι ἦταν ἕνας καλός ἄνθρωπος πού δέν ἤξερε, ἀλλά ἔμαθε ἐκεῖνο τό καλοκαίρι στό χωριό μας ὅτι οἱ φράχτες εἶναι τζάμπα δουλειά καί τζάμπα λεφτά, καί γκρέμισε μέ τήν ἀγάπη του τούς φράχτες τῆς καρδιᾶς μας.
Ἑλένη Βασιλείου
«Ἀπολύτρωσις», Ἰούν.-Ἰούλ. 2025
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
- Ἀναμνήσεις, ἐμπειρίες
- ΑΡΘΡΑ
- ΓΕΝΙΚΑ
- Ἐκδηλώσεις
- ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΕΛΠΙΔΑ
- Κοπιάσαντες ἐν Κυρίῳ
- ΝΕΑ – ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
- ΥΛΙΚΟ ΕΟΡΤΩΝ
- ΥΜΝΟΙ
- ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΠΙΣ
- Χωρίς Κατηγορία
