Στό πηγάδι

samaritis  Ἦταν δύσκολη ἐκείνη ἡ ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ μέσα στή ζέστη τῆς Παλαιστίνης· καλοκαίρι, τά χωράφια ἦταν ἤδη ἕτοιμα γιά θερισμό. Λιγοστοί οἱ ἄνθρωποι ἔξω, μόνο γιά μιά μεγάλη ἀνάγκη πού δέν μποροῦσε νά περιμένει.

  Ἡ γυναίκα ἀναγκαστικά ἔπρεπε νά βγεῖ αὐτή τήν ὥρα τῆς ἐρημιᾶς νά πά­ρει νερό, γιά νά μήν τή δεῖ κανείς. Δέν ἤθελε νά τή βλέπουν. Δέν τή συνέφερε νά τή βλέπουν.

  Κι αὐτός ὁ ὁδοιπόρος ὅμως φαίνεται νά ἔχει μιά μεγάλη ἀνάγκη. Γι᾽ αὐτό ἔ­πρεπε ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐκείνη τή μέρα, νά βαδίζει σέ κεῖνα τά μέρη. Μποροῦσε νά περάσει ἄλλη ὥρα, μέσα στή δροσιά τοῦ πρωινοῦ ἤ μέσα στά ἀναρριπίσματα τοῦ ἀγέρα τοῦ δει­λι­νοῦ. Ὅ­μως, ἔπρεπε τώρα. Κατάκοπος ἔ­κατσε νά ξεκουραστεῖ σ᾽ αὐτό τό παλιό πηγάδι τοῦ πατριάρχου Ἰα­κώβ.

  Ξεκίνησαν μεταξύ τους μία συζήτηση γιά τό νερό.

  – Δῶσε μου, γυναίκα, νερό νά πιῶ!

  – Δέν γίνεται ἐσύ νά ζητᾶς ἀπό μέ­να.

  – Ἄν ἤξερες ποιός εἶμαι, θά ζητοῦ­σες ἐσύ νά σοῦ δώσω.

  – Δέν γίνεται ἐσύ νά ἔχεις καλύτερο νερό ἀπ᾽ τόν πατριάρχη μας Ἰακώβ.

  – Μέ τό δικό μου νερό δέν ξαναδι­ψᾶς. Ἄν θέλεις νά σοῦ δώσω, φέ­ρε μαζί καί τόν ἄνδρα σου.

  Μέχρι ἐκείνη τή στιγμή ἡ συζήτηση γιά τό νερό κυλοῦσε ἁπλή, ὁμαλή καί ἥ­συχη. Ἡ λέξη ὅμως «ἄνδρας» τά ἀνέτρε­ψε ὅλα. Δέν ἔχω ἄνδρα. Πέντε ἄν­δρες πρίν κι αὐτός πού τώρα συζοῦσε δέν ἦ­ταν ἄνδρας της. Κι αὐτός ὁ ἄγνωστος διαβάτης τό ξέρει. Ἀπό κεῖ καί πέ­ρα ὅλα ἦταν ἕνας σεισμός.

  Ἡ συζήτηση γιά τό νερό ἔγινε ἀναζήτηση γιά τή φύση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀληθινή λατρεία σ᾽ Αὐτόν. Αὐτά πού ἄ­κουσε ἦταν πρωτάκουστα, δωρεά τοῦ ὁδοιπόρου στή δίψα της. Δέν τά ἄκουσε κανείς ἄλλος. Οὔτε οἱ μύστες καί οἱ φιλόσοφοι τοῦ κόσμου τούτου, πού ἡ­σύ­χαζαν στή ραστώνη τοῦ μεση­μεριοῦ ἀπ᾽ τόν διανοητικό κόπο τους, οὔτε οἱ εὐ­­υ­πόληπτοι νοικοκυραῖοι τῆς Συχάρ, πού ἔτρωγαν στό μεσημεριανό τραπέζι.

  Ἡ στάμνα ἔμεινε παρατημένη στό πη­­γάδι. Ὅπως κάποτε τά δίχτυα τῶν μαθητῶν στήν ἀκρογιαλιά. Τελικά ἡ γυναίκα δέν διψοῦσε γιά νερό.

  Ἀλλά καί ὁ ὁδοιπόρος δέν διψοῦσε γιά νερό, παρόλο πού μέ τό νερό πού ζήτησε ἄρχισε ἡ γνωριμία τους. Πεινοῦ­σε καί διψοῦσε μόνο γιά ἕναν σκο­πό: νά τελειώσει τό ἔργο πού τοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατέρας του. Σηκῶστε τά μάτια σας, γέρ­νουν τά στάχυα ἀπ᾽ τό βάρος, περιμένουν οἱ ψυχές διψασμένες.

  Ἐκεῖνο τό ζεστό μεσημέρι στό πηγά­δι τοῦ Ἰακώβ, τοῦ προπάτορα τοῦ Μεσσία, εἶχαν ξεδιψάσει καί οἱ δυό τή δίψα τους. Μιά μεγάλη δίψα τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλον, ἀμοιβαία καί ἀκατανίκητη καί ἀπ᾽ τά δυό πρόσωπα. Εἶχαν ἐπιτέλους ξεδι­ψάσει καί οἱ δύο. Ἡ Σαμαρείτισσα καί ὁ Κύριος.

  «Ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι… Πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον».

 

Ζωή Γούλα, φιλόλογος

“Ἀπολύτρωσις”, Μάιος 2023