Ὅλα γιά τήν Πατρίδα χωρίς ἀνταλλάγματα!

the statue of maroula cΓυναῖκες ἡρωικές ἀναπήδησαν μέ­σα στό κοσμοϊστορικό μεγαλούργημα τοῦ Ἔ­θνους μας. Γυναῖκες βγαλμένες ἀπό τά νοι­κοκυριά τους -ποιός νά τό φανταστεῖ;- ξεπετάχτηκαν ξαφνικά στό προσκήνιο τῆς ἐθνικῆς ζωῆς πολέμαρχοι, καπετάνισσες, ναυμάχοι χωρίς νά ὑπολογίζουν τό κόστος.
Τά ἴδια χέρια πού ἔπλαθαν μέ δά­κρυ τό ψωμί, γιά νά στομώσουν τήν πείνα τῆς φαμίλιας ὅλης, ἔριχναν καί τό βόλι γιά τήν πολυπόθητη λευτεριά. Ἀπό τή μιά ἥσυχα ἄ­ναβαν τό καντηλάκι μπροστά στό εἰκονοστάσι κι ἀπό τήν ἄλλη ἀτρόμητα ρίχνονταν σέ μπουρλότα, γινόντουσαν παρανάλωμα μέ μία ἀσύλληπτη ἀποφασιστικότητα. Γνωστές καί ἄγνωστες ἡρωίδες τίς σκέπα­σε ἡ ἐκθαμβωτική λάμψη τοῦ θαύ­μα­τος πού λέγεται 1821. Τούς ἀρκεῖ πού «ἔφτιαξαν πατρίδα λεύτερη»!
Πῶς νά τιμήσει κανείς τόν ἡ­ρω­ισμό, τή θυσία, τήν αὐταπάρνη­ση; Πῶς νά στεφανώσει τήν κα­κοπάθεια, τήν ἀψηφισιά, τό ἀπρο­σκύνητο φρόνημα; Νά στήσει λαμπρό μνημεῖο; Σέ ποιόν τόπο πρῶ­τα; Ὅλη ἡ Πατρίδα γεμάτη ἀντα­ριασμένα πέλαγα, μπαρουτο­κα­πνισμέ­να ταμπούρια, ματοβαμμέ­να κάστρα. Περπατοῦν σκιές ὁλο­ζώντανες ἀνάμεσά μας. Νά μᾶς χειραγωγήσουν στά μεγαλειώδη ἰ­δανικά τους. Νά μᾶς κεράσουν ἀ­πό «τό ἀθάνατο κρασί τοῦ ᾽21» πού ἔχει θυσία, μαρτύριο, αἷμα… Ἀναβλύζει ἡ Ἑλλάδα ὅλη κρουνούς ζωηρούς πίστεως στόν Θεό καί ἀγάπης στήν Πατρίδα. Ἕνας μονάκριβος θη­σαυ­ρός ὅλη αὐτή ἡ ἔνδοξη ἱστορία. Ἀνακαλύπτουμε μέσα στή φτώχια μας πόσο πλούσιοι εἴμαστε. Καί ἔχουμε νά δίνου­με ἀπό τά ἄφθαρτα πλούτη μας στόν κόσμο ὅλο.
Στήν πανέμορφη Λῆμνο, στό γραφικό λιμανάκι τοῦ Κότσινου βρίσκεται σήμερα ἕνας τέτοιος ἀ­κριβός θησαυρός. Ἡ θρυλική ἡ­ρω­ίδα Μαρούλα Κο­μνη­νή ἐπιβλητικά ὀρ­θώνει τό ἀνάστημ­ά της στόν κόλ­πο τοῦ Πουρνιᾶ. Στόν λόφο, ὅπου ἄλλοτε δέσποζε τό ἀπόρθη­το φρού­ριο τοῦ Κότσινου, ζωντα­νό σύμβολο πάνω ἀπό τή γῆ, στέ­κει τό μπρούτζινο ἄγαλμά της. Ὁ γλύπτης του, Ἱπποκράτης Σαβούρας, χάραξε βαθειές, ἁδρές τίς γραμμές ἑνός γενναίου ἥρωα στή μορ­φή μιᾶς γυναίκας. Λές καί πῆρε νά ἀποτυπώσει τούς στίχους τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ:
«Ἡ Μάρω, τό ἀρχοντικό κορμί, τῆς Λήμνου ἡ κόρη,
τρέχει στούς κάμπους τοῦ νησιοῦ καί στοῦ νησιοῦ τά ὄρη,
καί σέρνει ἄντρες πίσω της καί ἀρματώνει νιάτα,
κι ἔχει σέ κάθε, προκοπή, σέ κάθε, τά πρωτάτα!»
Ἀρχοντοκόρη  ἦταν τῆς Εὐφροσύνης καί τοῦ Ἰσίδωρου Κομνηνοῦ, ὁ ὁποῖος προστάτευε τήν περιοχή τοῦ Κότσινου τόν 15ο αἰώνα. Δέν τούς ἔλειπαν τά πλού­τη καί τά ἀξιώματα, κι ἄς εἶχαν ἀφέντες. Οἱ Ἐνετοί διαφέντευαν, μά φαίνονταν εὐγενεῖς. Ἔπνεε λίγος ἐλεύθερος ἀέρας. Μόλις ὅμως εἶχε πέ­σει ἡ Πόλη καί οἱ νησιῶ­τες ἔνιωθαν πώς τ᾽ ὄμορφο νησί τους ἀργά ἤ γρήγορα θά βυθιζόταν στό σκοτάδι τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς. Στή γιορτή τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης (21 Μαΐου τοῦ 1478)
«Τοῦρκοι βροντοῦν στόν κάμπο της καί λάμπουν καί μαυρίζουν,
καί τριγυρίζουν τό νησί, τό Κάστρο φοβερίζουν,
καί ὅλο πύργους χτίζουνε, κι ὅλο χαντάκια ἀνοίγουν·
σημαῖες ὁλοκόκκινες κι ἄσπρα σαρίκια σμίγουν».
Ὁ Σουλεϊμάν πασάς τό ᾽βαλε στόν νοῦ του νά κουρσέψει τή Λῆμνο. Ἦρθε μέ μεγάλες δυνάμεις νά πολιορκήσει τό κάστρο. Ἕλληνες καί Βενετοί προσπάθησαν νά κρατήσουν σφιχτή ἄμυνα.  Ἀ­τρόμητος ὅρμησε μπροστά ὁ ἄρχοντας τοῦ νησιοῦ, Ἰσίδωρος Κομνηνός. Οἱ Ἐ­νετοί δείλιασαν. Οἱ ἐπάλξεις ἔπεφταν. Λαβώθηκε καί ὁ ἀρχηγός. «Ἔπεσε στά τείχη... νεκρός ἀπό φαρμακερή σαΐτα, μαύρη τύχη!».
Ἄνιση ἡ μάχη! Ποιός θά στεκόταν μπροστά; Ἡ Μαρούλα Κομνηνή! Ἦταν μόνο 18 χρονῶν! Ἔπνιξε ἡ ἐφηβική καρδιά της τά δάκρυα. Ἔντυσε τό ἁ­πα­λό γυναικεῖο σῶμα της μέ τήν πανοπλία τοῦ πατέρα της κι ἄδραξε τό ξί­φος τοῦ ἀγωνιστῆ. Δέν ἄργησε. Τοῦ ἡ­ρωισμοῦ ἡ πράξη κρίνεται ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς στιγμῆς. Ρίχτηκε -πρώτη αὐτή- πάνω στούς πολιορκητές. Ἡ ὑ­πόλοιπη φρου­ρά τή θωροῦσε. «Νεράιδ’ ἄλλοι τήν ἔλεγαν, καί ἄλλοι Παναγία κι ὅλοι Θεοῦ εὐλογία». Ἡ ἀντίσταση πού ὀργανώθη­κε τόσο ξαφνικά αἰφνιδίασε τούς Τούρκους. Ἡ ἔνοπλη αὐτή Παλλάδα τούς γέμισε τόσο τρόμο! «Τά μά­τια της σκορ­ποῦσαν ἀντρίκεια ἀστροπελέκια». Ἡ πολιορκία λύθηκε. Πανικόβλητοι ἔφυγαν μέ τά πλοῖα τους οἱ Τοῦρκοι. Τό νη­σί σώθηκε.
Ἡ ἱστορία στεφανώνει τήν ἡρωική νέα. Ἡ Λῆμνος τήν ἔχει γιά καύχημα. Ἡ ἀρχοντοπούλα μετά τό ἔνδοξο κατόρθωμά της δέχτηκε δελεαστική πρόταση ἀπό τόν ἐνετό ναύαρχο Λορενδάνο. Θά μποροῦσε νά παντρευτεῖ τόν πιό ἄξιο ἀπό τούς εὐγενέστερους ἀξιωματικούς του. Τῆς ὑποσχέθηκε νά τήν προι­κο­δο­τήσει ἡ πολιτεία τῶν Δόγηδων. Ἀρνήθη­κε ὅλες αὐτές τίς τιμές. Ἀ­ποθέτει μία ἱερή παρακαταθήκη στίς καρδιές μας: γιά τήν Πατρίδα ἀγωνίζεσαι χωρίς ἀν­ταλλάγματα. Τά δίνεις ὅλα!

Εὐ. Χ.