Ἡ κορυφή τῶν κορυ­φῶν

korifi papadiamantis c- Καλημέρα, παιδιά! Πῶς πέρασε τό Σαβ­βατοκύριακο;
– Κυρία, πέρασε πολύ δημιουργικά! Καί ἡ ὁμάδα μας εἶναι ἕτοιμη!
– Πολύ χαίρομαι. Ὁ χωρισμός σέ ὁ­μάδες γιά τή μελέτη κάποιων λογο­τε­χνῶν πιστεύω νά σᾶς βοήθησε.
– Θά θέλαμε πρῶτοι νά παρου­σιά­σουμε τόν συγγραφέα μας. Μήν ξε­χνοῦ­με ὅτι τό 2021 συμπληρώθηκαν 110 χρόνια ἀπό τόν θάνατό του.
– Ναί, συμφωνῶ. Ποιό ὄνομα δώ­σα­τε στήν ὁμάδα σας;
– Διαλέξαμε γιά τίτλο τόν χαρα­κτη­ρι­σμό πού τοῦ ἀπέδωσε ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Καβάφης: «Ἡ κορυφή τῶν κορυ­φῶν». Γνωστός ὡς «ὁ ἅ­γιος τῶν ἑλλη­νικῶν γραμμάτων», ζοῦσε σάν ἕνας κο­σμο­κα­λόγερος. Ἀρχή καί τέλος τῆς ζω­ῆς του τό νησί πού γεννήθηκε, ἡ Σκιά­θος. Πι­στεύουμε ὅτι καταλάβατε ὅτι πρόκειται γιά τόν…
– Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη! φωνά­ζει ὅλη ἡ τάξη.
– Προσπαθήσαμε νά διαβάσουμε κάποια ἀπό τά διηγήματά του. Λιγάκι μᾶς δυσκόλεψε ἡ γλώσσα του καί οἱ μεγάλες περιγραφές.
– Ἔχει ἀρκετό ἐνδιαφέρον ἕνα ἐπί­καιρο γιά τίς μέρες μας διήγημα, ὁ «Βαρδιάνος στά σπόρκα». Σ᾽ αὐτό μι­λάει γιά τήν ἱστορία τῆς γρια-Σκεύως, πού μεταμφιέζεται σέ ἄντρα καί γίνεται βαρ­διάνος (φύλακας) στά σπόρκα (μο­λυ­σμένα καράβια), μέ σκοπό νά σώσει τόν γιό της ἀπό τή χολέρα, ἡ ὁποία ἔ­πληξε τήν Εὐρώπη τό 1865. Τό διήγημα εἶναι γραμμένο μέ εὐφρόσυνο καί εὔ­θυμο τρόπο καί δέν ἀναδίδει ὀσμή θα­νάτου. Βέβαια, γιά κάποιες λέξεις χρει­α­στήκαμε καί λεξικό.
– Κι ὅμως, παιδιά. Παρόλη τή δυ­σκο­λία, ἀξίζει νά τόν γνωρίσου­με. Θά βροῦμε μέσα στά ἔργα του διαμάντια! Ξέρετε ὅτι ἐκτός ἀπό συγγραφέας ἦ­ταν καί ψάλτης στήν Ἀθήνα;
– Ναί, ἦταν ψάλτης στό ἐκκλη­σάκι πού ἦταν λειτουργός ὁ ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς. Ἔψαλλε μέ κα­τάνυξη «τά τρα­γούδια τοῦ Θεοῦ», ὅπως ὀνόμαζε τά τρο­πά­ρια, μέ τήν ἁπλή καί γλυκειά φωνή του. Ἡ κοι­νωνία τῶν συγχρόνων του, βέ­βαια, τόν ἀγνοοῦσε.
– Σ᾽ αὐτό τό σημεῖο τῆς παρου­σία­σής μας σκεφτήκαμε νά δραμα­τοποι­ήσουμε ἕνα ἀληθινό περιστα­τικό. Τό περιγράφει ὁ εὐθυμογρά­φος Σταμάτης Σταματίου, μέ τίτλο «Πῶς τόν πρωτο­γνώρισα». Οἱ ἠθο­ποι­οί νά πάρουν θέ­σεις. Δίνω τόν λόγο στόν ἀφηγητή:
– Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδια­μά­ντης εἶ­χε πάει τέτοιες μέρες, πα­ρα­μο­­νές Χρι­στουγέννων, στά γρα­φεῖα τῆς ἐ­φημερί­δας «Ἀκρόπο­λις». Ὁ Σταμάτης Στα­­μα­τίου γρά­φει: «...ἄ­νοι­ξε ἡ πόρτα καί μπῆ­κε ἕνας ἄν­θρωπος, μᾶλλον ὑ­ψηλός, κα­κον­τυ­­μένος, μέ ὑποκάμισο ζου­λι­σμέ­νο στό λαιμό, χωρίς γραβάτα, μέ ροῦ­χα ὁπωσδήποτε ἀπε­ριποί­ητα καί μα­κρύ ἐπανωφόρι τριμμέ­νο. Παρά τή φτωχική ἐμφάνιση, τά γένια του καί τά ἀπε­ρι­ποί­ητα μαλ­λιά του, τό με­λαμψό του πρό­σωπο ἦταν κόκκινο στά μά­γου­λα, κι ἀπό τά μάτια του ἔσταζε μία γλύ­κα. Ἐ­μπῆκε συνε­σταλ­μένος καί δει­λός. Ἐνό­μισα πώς ἦ­ταν κανένας ἀπ᾽ τούς φτω­χούς, πού συ­στη­μένοι εἰς ἐμέ ἀπό τή διαχείριση ἤρ­χοντο νά πάρουν ση­μεί­ωμα γιά νά λά­βουν τό χριστου­γεν­νιά­τικο βοήθημά τους».
– Ὁ κύριος Σταματίου;
– Ἐγώ εἶμαι, ἀλλά καθίστε μία στι­γ­μή, σᾶς παρακαλῶ, νά τελειώσω κάτι πού γράφω ἐδῶ κι ἀμέσως θά σᾶς δι­ευ­κολύνω… Ὁρίστε, πεῖτε μου.
– Μέ ζητήσατε;
– Ὄχι, ἐγώ δέ σᾶς ζήτησα, ἀλλά ξέ­ρω γιατί ἤρθατε καί θά τελειώσω ἀ­μέ­σως τή δουλειά σας. Μπορεῖτε νά πε­ράσετε ἀπό τό λογιστήριο γιά τά χρή­ματα.
-Σᾶς εὐχαριστῶ... ἀλλά κι αὐτά τά χαρτιά τί νά τά κάμω; Δέν τά θέλετε;
– Κράτησέ τα. Ἐμᾶς δέ μᾶς χρειά­ζονται.
– Τότε, ἀφοῦ δέ σᾶς χρειάζονται αὐ­τά, ἐγώ μέ τί δικαίωμα θά πληρωθῶ;
– Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τόν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.
– Ναί, ἀλλά, ἄν δέν πάρετε αὐτά, ἐ­γώ δέν μπορῶ νά πάρω χρήματα.
– Μά δέν τά παίρνετε ἐσεῖς τά χρή­ματα. Σᾶς τά δίνουμε ἐμεῖς!
– Ἔ, τότε, πάρτε κι ἐσεῖς ἐτοῦτα πού μοῦ τά ζητήσατε.
– Μά τί εἶναι ἐπιτέλους αὐτά, τοῦ λέω, καί πρέπει ἀπαραιτήτως νά τά πά­ρουμε;
– Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, πού μοῦ ἐζητήσατε.
– Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων… καί ποιός εἶστε ἐσεῖς;
– Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
– Ὁ ἴδιος;
– Ὁ ἴδιος καί ὁλόκληρος…
Ὁ ἀφηγητής παίρνει τόν λόγο, πρίν προλάβει ἡ τάξη νά χειροκροτήσει τούς ἠθοποιούς.
– Ἔπεσε τό ταβάνι καί μέ πλά­κω­σε, ἡ πένα ἔφυγε ἀπ᾽ τά χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφη­με­ρίδες, σά νά στροβιλί­στη­καν γύ­ρω μου κι ἔκανα ὥρα νά συνέλ­θω. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτός ὁ πρίγκηψ τῶν ἑλλήνων λογο­γράφων, πού τόν φαντα­ζόμουνα ἀκτινοβο­λοῦ­ντα, γελαστόν, ὡ­ραῖον, καλο­ντυμέ­νον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμό, ἀ­έρα καί μεγαλοπρέπεια, αὐ­τός!… Αὐ­τός ὁ μα­λακός, ὁ καλός, ὁ δει­λός, ὁ φοβι­σμέ­νος, καί τσαλακωμένος ἄν­θρω­πος, πού στεκότανε μέ συστολή μα­θητοῦ ἐπιμε­λοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου! (…) Τοῦ ἔ­σφι­ξα τό χέρι χωρίς νά ἠ­μπο­ρῶ οὔτε μία λέξη νά προφέρω. Ἀπό τήν ταραχή μου καί τή σαστιμάρα μου οὔτε τό φῶς δέν ἄναψα. Αἰ­σθάν­θηκα ἕνα τρεμουλιαστό χέρι νά σφίγγει τό δι­κό μου καί τόν ἔχα­σα μέσα στό σκο­τά­δι…Ἔμεινε ὅμως πί­σω μία μοσ­χοβολιά κε­ριοῦ πού λιώνει ἐμπρός στίς ἅγιες εἰ­κό­νες, κάτι ἀπό τοῦ καντηλιοῦ τό σβήσιμο, κάτι ἀπό θυμιατοῦ πέρασμα μα­κρι­νό πο­λύ...
Ἡ τάξη χειροκροτᾶ τώρα πα­ρα­τε­ταμένα. Ἀναρωτιέμαι κατά πό­σο ἀντι­λή­φθη­καν τό μεγαλεῖο τῆς σκη­νῆς ἤ ἁπλά χάρηκαν τό τα­λέ­ντο τῶν συμ­μα­θητῶν τους.
– Ναί, παιδιά, μποροῦμε νά κα­τα­θέ­σουμε ὅτι ἡ ζωή τοῦ Παπα­δια­μάντη ἦ­ταν σάν τό λιβάνι πού μο­σχοβολᾶ… Μία εὐωδιά ἀποπνέει τό ἔργο του. Ὁ ἴδιος καταθέτει: «Ὅ­σον ζῶ καί ἀνα­πνέ­ω καί σωφρο­νῶ, δέν θά παύσω νά ὑ­μνῶ μετά λα­τρεί­ας τόν Χριστόν μου, νά πε­ρι­γρά­φω μετ᾽ ἔρωτος τήν φύσιν καί νά ζω­γρα­φῶ μετά στοργῆς τά γνή­σια ἑλ­λη­νικά ἤθη». Νομίζω πώς τόν ζω­γραφί­σατε πο­λύ ὄμορφα μπρο­στά μας. Θά  σᾶς θυμί­σω τά λόγια τοῦ νο­μπελίστα ποι­ητῆ μας Γιώργου Σε­φέρη: «Ὁ Μα­κρυ­γιάννης εἶ­ναι ὁ πιό ση­μαντικός πε­ζο­γράφος τῆς νέας Ἑλληνικῆς Λογο­τε­χνίας, ἄν ὄχι ὁ πιό μεγάλος, γιατί ἔ­χομε τόν Παπα­δια­μάντη». Καί ὁ  ἐπίσης νομπε­λί­στας Ὀδυσσέας Ἐλύτης στό «Ἄξιόν ἐστι» σημειώνει: «Ὅπου σᾶς εὕρει τό κακό, ὅπου θολώ­νει ὁ νοῦς σας... μνη­μονεύετε Διονύσιο Σολω­μό καί μνημο­νεύετε Ἀλέξαν­δρο Πα­παδια­μάντη».

M.E.X.