Τά χρωστούμενα

villageἜτριξε μέ ἕνα τρίξιμο, θαρρεῖς, ἀν­θρώπινου ἤχου. Ἕνας ἦχος ἀνάμικτος ἀ­νακούφισης καί λαχτάρας. Εἰκοσιπέντε χρόνια εἶχε νά τήν σπρώξει ἀνθρώπινο χέ­ρι κι ἡ βαρειά δρύινη πόρτα, πού κράτησε σέ ὅλα τά κτυπήματα τῶν βοριάδων καί τῶν νοτιάδων, ὑποχώρησε ἀφήνοντας πρῶτα τό φῶς τοῦ ἥλιου νά περάσει κι ὕστερα τόν ἄνθρωπο πού τήν ξεκλείδω­σε. Ἐκεῖνος ἄφησε τό κλειδί μέσα στήν κλειδαριά καί κρατώντας την ὀρθάνοικτη, στάθηκε στό κατώφλι συγκινημένος.
- Ντάντι, εἶσαι καλά;
Ἡ φωνή τοῦ μεγάλου του γιοῦ, πού ἀκούστηκε πίσω του, τόν ἔκανε νά γυρίσει χαμογελώντας.
- Ὤ, γιές! Εἶμαι καλά, τοῦ ἀπάντησε κι ἔκανε νόημα καί στούς ὑπόλοιπους νά πλησιάσουν.
Ἡ μεγάλη αὐλή μέ τίς ἀκλάδευτες τεράστιες τριανταφυλλιές καί τό ἀναρριχώμενο γιασεμί ἔδιναν τήν ἐντύπωση νεκρο­- στολίσματος, ἀφοῦ ἦταν ὅλα ἀν­θισμένα μέσα στήν ἐρημιά τους.
- Ὁ παππούς ὁ Ἀχιλλέας πέθανε προτοῦ φύγω γιά τήν Ἀμερική κι ἡ μάνα τόν ἀκολούθησε ἕνα χρόνο μετά πού ἔφυγα. Εἶχε ἀρρωστήσει, μά δέν μοῦ τό εἶπε, γιατί ἀκόμα καλά-καλά δουλειά δέν εἶχα πιάσει καί δέν ἤθελε νά γυρίσω πί­σω ἄπραγος. Ἴσως νά μήν πίστευε ὅτι θά ἔ­φευγε τόσο γρήγορα... καί πέρασαν ἀπό τότε εἰκοσιπέντε χρόνια, εἶπε μέ ἀ­ναστε­ναγμό ὁ Γιάννης, ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ καί γιά λίγα δευτερόλεπτα δέν μίλησε κανείς.
Ἦταν ὅλα ὅπως τά εἶχε ἀφήσει ὁ μοναχογιός τοῦ Ἀχιλλέα καί τῆς Ἀνθούσας. Στόν τοῖχο, ξεθωριασμένες ἀπό τήν πολυκαιρία καί τή σκόνη, οἱ κορνίζες μέ τίς φωτογραφίες καί τά κάδρα. Τό εἰκονοστάσι στή θέση του καί τό σβηστό γιά τό­σα χρόνια καντήλι τούς κοιτοῦσε μέ πα­- ­ρά­πονο καί νοσταλγία.
- Θέλετε νά βγεῖτε μία βόλτα στό χω­ριό, ὥσπου νά βάλουμε ἕνα χέρι νά τό καθαρίσουμε, γιά νά μπορέσετε νά μείνετε;
Κοίταξε τήν παρέα τῶν γυναικῶν πού εἶχαν φτάσει στό κατώφλι τους ὁ Γιάννης καί δέν πίστευε στά μάτια του.
- Θεία Στέλλα, ἀναφώνησε μέ ἐν­θου­σιασμό καί χώθηκε στήν ἀγκαλιά της.
- Γιατί, Γιάννη μου, δέν μᾶς εἰδοποίησες ὅτι θά ἔρθεις νά σέ περιμένουμε; Τόν μάλωσε γλυκά ἡ γειτόνισσα.
Σέ δύο ὧρες τό σπίτι ἔλαμπε ἀπό ὀμορφιά καί πάστρα καί ἡ οἰκογένεια τοῦ Γιάννη ἀπολάμβανε τό φαγητό καί τά γλυκά πού τούς ἔφερε ἡ γειτονιά ὅλη.
- Ποῦ καί νά μᾶς περιμένατε, θεία Στέλλα, εἶπε μέ τήν μπουκιά στό στόμα ὁ Γιάννης.
- Ἐμεῖς, ἐδῶ στό χωριό μας, γιέ μου, χρωστᾶμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο καί γιά τοῦ­το νιώθουμε συγγενεῖς μεταξύ μας κι ἄς μήν ἔχουμε τό ἴδιο αἷμα.
Δέν πολυκατάλαβε τόν λόγο τῆς κυ­ρα-Στέλλας ὁ Γιάννης, μά χαμογέλασε καλόκαρδα.
Σάν ἀπόφαγαν, ὁ Γιάννης πῆρε τούς δικούς του, γιά νά πᾶνε στά κοιμητήρια. Ἡ κυρα-Στέλλα προθυμοποιήθηκε νά πά­ει μαζί τους. Κόψανε τριαντάφυλλα ἀ­πό τήν αὐλή καί μέ ἕνα μπουκέτο στό χέρι ὅλοι τους φτάσανε πρῶτα στό μνῆ­μα τοῦ κυρ-Ἀχιλλέα. Τό μνῆμα ἦταν πε­ντακά­θα­ρο καί τό καντήλι ἔκαιγε σάν νά τό εἶχε ἀνάψει κάποιος τό πρωί. Ξαφνιάστηκε ὁ Γιάννης.
- Προλάβατε καί τό μνῆμα, θεία Στέλ­λα; ρώτησε συγκινημένος.
- Τά μνήματα τῶν γονιῶν σου, Γιάν­νη μου, εἶναι πάντα καθαρά καί μέ ἀναμμένα τά καντήλια, ἀπάντησε μέ συγκίνηση ἡ κυρα-Στέλλα.
Τήν κοίταξε ἀπορημένος ὁ Γιάννης.
- Ποιός τά ἀνάβει; Ποιός μπορεῖ νά κάνει αὐτό τό καλό; Τί κερδίζει;
- Σοῦ εἶπα νωρίτερα ὅτι στό χωριό μας χρωστᾶμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Ἡ μά­να σου ἡ κυρα-Ἀνθούσα δέν σοῦ εἶπε ποτέ ὅτι ὁ κυρ-Ἀχιλλέας, πρίν πεθάνει, δίχως νά τό ξέρει κανένας μας ἔδωσε ὅλες τίς οἰκονομίες του, ὅλα ὅσα μάζευε ὅλα τά χρόνια, γιά νά ξεχρεώσει ἡ χήρα τοῦ Ἀ­ντώνη μέ τά πέντε μικρά παιδιά τό χωράφι καί τό σπίτι, πού ὁ συγχωρεμένος ὁ Ἀντώνης τά εἶχε βάλει σέ ὑποθήκη; «Ἐ­μένα ἕνα γιό μοῦ χάρισε μονάχα ὁ Θεός», εἶπε στή μάνα σου τήν ὥρα πού πέθαινε, «γερός νά εἶναι νά τά μαζέψει ξανά». Ἔτσι ὅταν ἀποφάσισες νά φύγεις γιά νά δουλέψεις στήν Ἀμερική, δέν σέ ἐμπόδισε, γιατί ἤξερε πώς δέν εἶχε τίποτα νά σοῦ δώσει. Ὁ πατέρας σου κι ἡ μάνα σου τό κρύψανε ἀπό ὅ­λους μας, μά σάν πέθαναν κι οἱ δυό τους, ἡ Δέσποινα τοῦ Ἀντώνη μιά Κυριακή στήν ἐκκλησία τό εἶπε σέ ὅλο τό χωριό.
- Ἦταν μεγάλη καρδιά ὁ πατέρας μου, θεία Στέλλα! Μά κι ἡ μάνα μου δέν πήγαινε πίσω, εἶπε δακρυσμένος ὁ Γιάννης. Ἀλλά καί πάλι δέν καταλαβαίνω τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά μέ τά ἀναμμένα καντήλια.
- Μπορεῖ κάποιες μέρες τό καντήλι τοῦ ἄντρα της ἡ Δέσποινα νά μήν εἶχε λάδι νά τό ἀνάψει, μά τά καντήλια τῶν γονιῶν σου θά ἦταν πάντα ἀναμμένα κι ἄς μήν εἶχε λάδι νά ταΐσει τά παιδιά της. Πο­τέ δέν ξέχασε τήν πράξη αὐτή τοῦ πατέρα σου. Καί τώρα πού μεγάλωσαν τά παιδιά της καί πρόκοψαν, ξεχρεώνουν ὅλοι μαζί τό χρέος, κάνοντας ἀγαθοεργίες γιά τήν ψυχή του.
- Δέν τά θυμᾶμαι πολύ τά παιδιά, θεία Στέλλα, γιατί ἦταν πολύ μικρά ὅταν ἔ­φυ­γα, μά θά ἤθελα νά τά γνωρίσω. Νιώ­θω ὅτι εἴμαστε συγγενεῖς! εἶπε ὁ Γιάννης καί τότε κατάλαβε τήν κουβέ­ντα πού τοῦ εἶ­πε νωρίτερα ἡ κυρα-Στέλλα.
- Ἦρθαν, Γιάννη μου, τό πρωί καί κάνανε τρισάγιο, γιατί σήμερα εἶναι 15 Μαΐ­ου, μέρα πού γιόρταζε ὁ πατέρας σου καί εὐεργέτης τους, εἶπε ἡ κυρα-Στέλλα κι ἄναψε τό θυμιατήρι, γιά νά θυμιάσουν τόν κυρ-Ἀχιλλέα, τόν ἄνθρωπο πού τόν κάθε χωριανό του τόν ἔνιωθε συγγενῆ του.
- Τί μάθαμε σήμερα, παιδιά μου, τί μάθαμε! ἔλεγε καί ξανάλεγε στά παιδιά του ὁ Γιάννης, καθώς γυρνοῦσαν στό σπίτι μέ τή δρύινη πόρτα. Μεγαλύτερο θησαυρό ἀπό αὐτόν δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς ἀ­φήσουν οἱ παπποῦδες σας. Ἤρθαμε ἐδῶ καί ἀνακαλύψαμε τή μεγαλύτερη κληρονο­μιά.
Ἡ δρύινη πόρτα ἀνα­τρίχιασε στό ἄγ­γιγμα τοῦ Γιάννη. Ἦταν σάν νά τήν ἄγγιζε ὁ παλιός της νοικοκύρης... Παίρνουν καί τά ἄψυχα αἰ­σθήματα, σάν περισσεύουν στούς ἀν­θρώπους...

Ἑλένη Βασιλείου