Ὠσηέ, ὁ προφήτης τῆς ἀγάπης

VSHEὉ προφήτης Ὠσηέ εἶναι ἕνας ἀπό τούς ἀρχαιότερους προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού μᾶς κληροδότησε γραπτά τό κήρυγμά του. Ἔζησε καί ἔ­δρα­­σε περί τό 750 π.Χ. καί τό βιβλίο του ἀποτελεῖται ἀπό δεκατέσσερα μι­κρά κεφάλαια. Τή σπουδαιότητα τῆς διδασκαλίας του τονίζει ἡ ἱερά παράδοση, ἡ ὁ­ποία κλείνει τό βιβλίο μέ τήν προτρο­πή: «Ὅποιος εἶναι σοφός καί μυα­λω­μέ­νος ἄς δώσει προσοχή σ’ αὐτά πού εἶναι γραμ­μένα σ’ αὐτό ἐδῶ τό βιβλίο, ὥστε νά τά κατανοήσει. Πράγματι, ὁ δρόμος τοῦ Κυρίου εἶναι ἴσιος· σ’ αὐ­τόν βαδίζουν οἱ δίκαιοι, ἐνῶ οἱ ἀσεβεῖς σκοντάφτουν» (14,10).
Χρειάζεται «μυαλό» καί «σοφία», μᾶς λέγει, γιά νά κατανοήσει ὁ ἀναγνώστης τίς πολλές καί σημαντικές διδαχές τοῦ προ­φήτη, παρά τή συντομία τοῦ κειμένου του. Κυρίως ὅμως τή μία και πιό σπου­δαία ἀπό ὅλες: ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἀν­θρώπου μέ τόν Θεό δέν εἶναι σχέση θρη­σκείας, φιλοσοφίας, ὁμολογίας ἀρ­χῶν καί ἀξιῶν πίστεως, θρησκευτικοῦ ἀκτιβισμοῦ καί πράξεων εὐσεβείας. Πρώ­τιστα καί πάνω ἀπό ὅλα εἶναι σχέση προσώπων, ζωντανή σχέση ἀγάπης πραγμα­τι­κῶν προσώπων. Τόσο πραγματικῶν ὅσο εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ξεχωριστά καί τόσο ζωντανῆς, στε­νῆς καί προσωπικῆς ὅσο εἶναι ἡ σχέση τῶν συζύγων μεταξύ τους, πού κατά θεία βούληση ἑνώ­νονται «οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν». «Πιστεύω στόν Θεό» ση­μαί­νει γιά τόν προ­φήτη «ἐρωτεύομαι τόν Θεό» βαθιά καί εἰλικρινά, ἀποκλειστικά καί ἰσόβια, κα­θώς συνδέομαι μαζί του μέ ὅρους συζυγικῆς πίστης καί ἀφοσίωσης γιά μιά ὁλόκληρη ζωή.
Ὅλα αὐτά τά ἐκ­φράζει ὁ προφήτης μέ μία πολύ ἁπλή πρόταση: «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα» (6,6). «Ἔ­λεος» εἶναι ἡ ἀγά­πη, «ἐπίγνω­ση» ἡ συ­ζυγική ἀγάπη, «θυ­­­­σίες» καί «ὁ­λοκαυ­τώ­ματα» οἱ εὐσεβεῖς πράξεις. Ἄν οἱ τελευταῖες δέν θερ­μαίνο­νται καί δέν ζωογο­νοῦνται ἀπό τό «ἔλε­ος» καί τήν «ἐπί­γνω­σιν», εἶναι κενές καί ἄχρηστες. Αὐτό μᾶς λέει μέ ἁπλά λόγια ὁ προφήτης.
Ἡ θρησκεία εἶναι εὔκολη, βολική, κατανοητή καί στά μέτρα μας, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἡ χριστιανική. Ἡ πίστη καί ἡ ἀ­γάπη στόν Θεό, τοῦ τύπου πού προτεί­νει ὁ Ὠ­σηέ, δέν εἶναι καθόλου εὔκολο οὔτε νά τήν καταλάβουμε οὔτε νά τήν ἀποδεχτοῦ­με καί πολύ περισσότερο νά παραδοθοῦ­με σέ αὐτήν. Ἔτσι ὅμως ἐν­νοεῖ ἡ ἁγία μας Γραφή τή σχέση μέ τόν Θεό, ἀ­πό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀκό­μη.
Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριός μας, ἐλέγχο­ντας τίς εὐσεβεῖς ἀλλά χωρίς ἀγάπη πρά­ξεις τῶν Φαρισαίων τῆς ἐποχῆς του, ἐπαναλαμβάνει τά λόγια τοῦ προφήτη καί ἀνανεώνει τήν ἰσχύ τους: «πορευ­θέ­ντες μάθε­τε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν· οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁ­μαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μθ 9,13). Τίς εὐσεβεῖς πράξεις μποροῦν νά τίς δώσουν μόνον οἱ «δίκαιοι», ἀλλά τήν ἀγάπη πού ζητᾶ ὁ Θεός μέσῳ τοῦ Ὠσηέ μποροῦν νά τή δώσουν καί οἱ «δίκαιοι» καί οἱ «ἁμαρτωλοί». Κανείς δέν ἐξαιρεῖ­ται. Αὐτή τήν ἀγάπη, μᾶς λέγει ὁ Κύρι­ος, περιμένει νά τοῦ προσφέρουν οἱ ἄν­θρωποι καί νά συνδεθοῦν μαζί του χωρίς καμιά διάκριση.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γίνεται ἀκόμη πιό συγκεκριμένος, ὅταν χρησιμοποιεῖ ἀ­πό τόν προφήτη Ὠσηέ τήν εἰκόνα τῆς συ­ζυγικῆς ἀγάπης ἀνάμεσα στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, γιά νά δώσει πρότυπο στήν ἀγάπη τῶν συζύγων μεταξύ τους, κά­θε φορά πού τελεῖται ἕνας γάμος. Δέν λέγει ὅτι ὁ Χριστός ἀγαπᾶ τήν Ἐκ­κλησία ὅπως ὁ σύζυγος τή σύζυγο, ἀλ­λά προτρέπει οἱ σύζυγοι νά ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους ὅπως ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκ­κλησία: «Καθὼς ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλη­σίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐ­τῆς... οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀ­γα­­­πᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑ­αυ­τῶν σώματα... καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν ἐκ­κλη­σίαν· ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώ­μα­τος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ... τὸ μυστήριον τοῦ­το μέ­γα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χρι­στὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν» (Ἐφ 5,25-32). Καί ὅ­ποιος ἔχει «μυαλό» καί «σοφία» ἄς τό κατανοήσει.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τή μνήμη τοῦ προφήτη Ὠσηέ στίς 17 Ὀκτωβρίου.

Ἀθ. Παπαρνάκης