Υἱοὶ φωτὸς (Α΄ Θε 5,5-6)

  Οἱ χριστιανοί τῆς Θεσσαλονίκης ζοῦ­σαν κάποτε στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας. ῏Ηλθε ὅμως στή ζωή τους ὁ Χριστός, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» (᾿Ιω 1,9) καί ἐκπληρώθηκε καί γι᾿ αὐτούς ἡ προ­φη­τεία τοῦ ᾿Ησαΐα «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (9,2· Μθ 4,16). Ὁ Χριστός δέν φώτισε μόνο τή ζωή τους ἀλλά κατέστησε τούς ἴδιους «φῶς τοῦ κόσμου» (Μθ 5,14). Αὐτή τή θαυμαστή μεταβολή τούς θυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος διακηρύσσοντας: «Πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. Οὐκ ἐ­σμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους» (5,5).
  ῾Η λέξη φῶς εἶναι μία ἀπό τίς πλουσιότερες λέξεις. Χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐκφράσει ὅ,τι ὄμορφο καί εὐφρόσυνο. Φῶς ὀνομάζεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. ῾Ο εὐαγ­γε­λιστής ᾿Ιωάννης γράφει στήν πρώτη του ᾿Επιστολή: «Ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (1,5). ᾿Αντίθετα, μέ τή λέξη σκότος περιγράφεται ὁ σατανᾶς καί ὅλα τά δικά του (πρβλ. Λκ 22,53· Ρω 13,12· Β´ Κο 6,14· ᾿Εφ 5,11· 6,12· Κλ 1,13). Μέ τό μυστήριο τοῦ Βα­πτίσματος καί τήν παραδοχή τῶν ἐντο­λῶν τοῦ Θεοῦ, διδάσκει ὁ ἅγιος Θεο­φύ­λακτος, οἱ πιστοί ἔγιναν τά παιδιά τῆς ἡ­μέρας. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στήν περιοχή ὅπου διαχέεται τό ἀ­- ληθινό φῶς, οἱ πιστοί τό ἀπολαμβάνουν, βλέπουν μ᾿ αὐτό τά θεῖα πράγματα, καί τό ἀντανακλοῦν στό περιβάλλον τους.
  ῾Ερμηνεύοντας τή φράση «υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας», ὁ Χρυσορρήμων σημειώνει: «Ὅπως ὀνομάζονται υἱοί τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνοι πού πράττουν τά εὐάρεστα στόν Θεό, ἔτσι καί "υἱοὶ φωτὸς" καί "υἱοὶ ἡμέρας" εἶναι ἐκεῖνοι πού πράττουν τά τοῦ φωτός, πού ἔχουν ἔργα φωτεινά».
  ᾿Αξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι ὁ ἀπόστολος συμπεριλαμβάνει καί τόν ἑ­αυτό του ἀνά­μεσα στούς πιστούς πού ἀπό τό σκοτάδι πέρασαν στό φῶς, ἀπό υἱοί τῆς νυκτός ἔγιναν υἱοί ἡμέρας: «Οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐ­δὲ σκότους». Κάνει ἔτσι εὐγενέστερο τόν ἔλεγχο, καθώς ἀ­να­­φέρεται στήν ἀ­νά­μνηση τῆς σκοτεινῆς περιόδου τῆς ζωῆς τους. Δέν λησμονεῖ, ἐξάλλου, ὅτι ἦταν κι αὐτός κάποτε στό σκοτάδι τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τῆς πλάνης· ἦταν κάποτε διώκτης τῆς Ἐκκλησίας. ῾Ο Κύριος ὅμως τοῦ ἔστησε καρτέρι στή Δα­μασκό καί τόν ἔκανε ἀπό διώκτη ἀπό­στολο. Τόν ἔκανε «φῶς ἐθνῶν» (Πρξ 13, 47). Χαρακτηριστι­κές εἶναι οἱ ἐκφρά­σεις μέ τίς ὁποῖες ὅρι­σε τήν ἀποστολή του στά ἔθνη: «Ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐ­τῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν» (Πρξ 26,18).
  ῞Οσοι ἔλαβαν τό φῶς καί ἔγιναν υἱοί φωτός καί υἱοί ἡμέρας, ὀφείλουν νά φανοῦν ἀντάξιοι τῆς μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Παῦλος προτρέπει τούς Θεσσαλονικεῖς: «῎Αρα οὖν μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶ­-μεν καὶ νήφωμεν» (5,6). Ἀναφέρεται ὄχι στόν φυσικό ἀλλά στόν πνευματικό ὕ­πνο. Πνευ­ματικός ὕπνος, κατά τόν ἅγιο Χρυ­σόστομο, εἶναι ἡ κακία, γιά δυό λό­γους: α) Καθιστᾶ ἄπραγο τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἀφήνει νά καλλιεργήσει τά ἔργα τῆς ἀρετῆς. β) Τόν κάνει νά ὀνειρεύεται. ᾿Αντί νά βλέπει τήν πραγματικότητα, τά μόνιμα ἀγαθά, τά πνευματικά καί οὐρά­νια, στυ­λώνει τό βλέμμα του σ᾿ ἀπατηλά ἀγαθά, ὅπως εἶναι ὁ πλοῦτος καί ἡ δόξα, πού γρήγορα χάνονται.
  Οἱ χριστιανοί, ὅπως δέν πρέπει νά λυ­ποῦνται «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔ­χοντες ἐλπίδα» (Α´ Θε 4,13), ἔτσι δέν πρέ­πει καί νά ζοῦν «ὡς καὶ οἱ λοιποί», πού δέν ἔχουν τό φῶς. Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν δίχως τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας, αὐτοί στήν πραγματικότητα ζοῦν δίχως Θεό (βλ. ᾿Εφ 2,12) καί στεροῦνται τό φῶς. Δίχως φῶς ὅμως πῶς νά δοῦν καθαρά καί νά ἀξιολογήσουν σωστά τά πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς; Τούς ἀπορροφοῦν οἱ βιοτικές μέριμνες καί οἱ ἐπί­γειες ἀπο­λαύ­σεις, πού ἀποχαυνώνουν τόν ἄν­θρω­πο καί τόν κάνουν μαλθακό, ράθυμο γιά τό καλό.
  Ὁ Κύριος εἶχε πα­ραγ­γείλει στούς μαθητές του: «Προ­σέ­χε­τε δὲ ἑαυτοῖς μή­πο­τε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπά­λῃ καὶ μέθῃ καὶ με­ρί­μναις βιοτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκεί­νη» (Λκ 21,34). ᾿Από ἕναν τέτοιο κίνδυνο δέν εἶναι ἀπαλλαγμένοι καί οἱ πιστοί. ᾿Εφόσον ζοῦν μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, εἶναι ἐ­κτεθειμένοι στά δελεάσματα καί στίς πα­γίδες του. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος ἐ­πανα­λαμβάνει καί μέ θετική διατύπωση τήν προτροπή του: «Γρηγορῶμεν!». Τό ρῆμα αὐτό προέρχεται ἀπό τή στρατιωτική ὁρολογία καί σημαίνει τήν ἐπαγρύ­πνηση τῶν νυκτερινῶν φρουρῶν. Στήν Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεῖται καί μέ μεταφο­ρική σημασία γιά τήν πνευματική ἐγρή­γορση (βλ. Α´ Κο 16,13· Κλ 4,2· Α´ Πέ 5,8).
  Ὁ Παῦλος ζητᾶ ἀπό τούς πιστούς, ἐ­φό­σον εἶναι «υἱοὶ τῆς ἡμέρας», νά εἶναι ξύ­πνιοι, σέ ἑτοιμότητα (πρβλ. Λκ 12,35). ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι εἶ­ναι δυνατόν νά εἴμαστε συνεχῶς σέ ἐγρή­γορση, νά ἔχουμε συνεχῶς ἡμέρα. Αὐτό στή φυσική ζωή δέν ἰσχύει. Τό νά κλεί­σουμε ὅμως τά μάτια τῆς ψυχῆς μας καί νά κοιμηθοῦμε τόν ὕπνο τῆς κακίας ἐ­ξαρτᾶται ὄχι ἀπό τή φύση ἀλλά ἀπό τήν προαίρεσή μας.
  Στήν προτροπή γιά ἐγρήγορση ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος προσθέτει «καὶ νή­φω­μεν!». Δέν ἀρκεῖ ἡ ἐγρήγορση, χρειά­- ζεται καί ἡ νηφαλιότητα (πρβλ. Α´ Τι 3,2· Β´ Τι 4,5· Ττ 2,2· Α´ Πέ 1,13· 4,7· 5,8). «Γρηγο­ρήσεως ἐπίτασις ἡ νῆψίς ἐστιν», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Κι ὁ Οἰκου­μένιος τονίζει ὅτι πρέπει ὄχι μόνο νά μή ραθυμοῦμε νά κάνουμε τό καλό, ἀλ­λά νά τό κάνουμε «νηφόντως». Τό ρῆ­μα «νήφω» στήν κυριολεξία σημαίνει «εἶ­μαι ἀμέθυστος». Μεθάει ὁ ἄνθρωπος ὄχι μό­νο μέ κρασί ἀλλά καί μέ τά πάθη του· μέ ἀλαζονεία καί ἐγωισμό, μέ φθόνο καί μνησικακία, μέ ὀργή καί πλεονεξία. Αὐτό τό κρασί τοῦ διαβόλου ζητᾶ ὁ Παῦλος νά ἀποφεύγουν οἱ πιστοί, οἱ υἱοί τοῦ φωτός καί τῆς ἡμέρας.

Στέργιος Ν. Σάκκος