Προστάτης καί φίλος

ag dim naosἮταν ὄμορφη ἡ Θεσσαλονίκη, ἀ­λη­θινή νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ, ἔτσι ὅ­πως τήν ἔμαθε ἀπό τά βιβλία τοῦ Δη­μοτικοῦ. Μέ τόν Λευκό της τόν Πύργο καί μέ τήν ὑπέροχη θέα τῶν κάστρων της πού θαρρεῖς κι ἔστεκαν ἐκεῖ, γιά νά ὑπενθυμίζουν πώς ἔχει φρουρούς καί προστάτες. Τοῦ ἔκαναν ἐντύπωση οἱ πολλές ἐκκλησιές της, σχεδόν σέ κάθε τετράγωνο κι ἀπό μία, καί σκέφτηκε πώς ὁ κόσμος σ᾽ αὐτή τήν πόλη πίστευε στόν Θεό. Ἡ σκέψη αὐτή συνειρμικά τοῦ ἔφερε στόν νοῦ τή γιαγιά του, πού μόλις ἔμαθε ὅτι ὁ ἐγγονός της πέρασε στή Θεσσαλονίκη, ἄ­στρα­ψαν τά μάτια της.
- Θά πᾶς στή Θεσσαλονίκη, γιέ μου! Θά σέ ἀξιώσει ὁ Θεός νά πᾶς νά προσκυνήσεις στόν Ἅγιο Δημήτριο, πού ἔ­χεις καί τό ὄνομά του!
- Καλά, γιαγιάκα μου, αὐτό μονάχα ἔχεις νά μοῦ πεῖς; Σέ κοτζάμ Νομική πέρασα κι ἐσύ μονάχα γιά τόν Ἁη-Δημήτρη μοῦ λές;
Γέλασε ἡ γιαγιά κι ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της.
- Πρῶτα αὐτό θά σοῦ πῶ κι ὕστερα ὅλα τά ἄλλα, τοῦ εἶπε, κι ἐκεῖνος ὅπως πάντα κούρνιασε σάν πουλί μέσα.
Ἔνιωσε ξαφνικά τύψεις ὁ Δημήτρης πού χάζευε ὅλη μέρα τίς ὀμορφιές τῆς πόλης καί δέν σκέφτηκε νά περάσει πρῶτα νά προσκυνήσει τόν Ἅγιό της. Εἶ­χε στό πορτοφόλι καί τά χρήματα πού τοῦ ἔδωσε ἡ γιαγιά γιά νά ἀνάψει μία λα­μπάδα. Τί θά τῆς ἔλεγε τό βράδυ στό τηλέφωνο σάν τόν ρωτοῦ­σε, -πού σίγουρα θά τόν ρωτοῦσε- ἄν πῆγε στόν Ἅ­γιο; Ρώτησε κατά ποῦ πέφτει καί ἀνη­φόρισε. Ἰδιαίτερες σχέσεις μέ τήν Ἐκκλησία δέν εἶχε, μά αὐτό πού τοῦ φύτεψε ἡ γιαγιά του ἀπό μωρό, τόν ἔκανε νά νιώθει μία γλυκύτητα κάθε φορά πού τύχαινε νά ἔρ­θει σέ ἐπαφή μέ κάτι πού εἶχε σχέση μέ τόν Θεό καί τήν πί­στη, μά τίποτα παραπάνω.
Διέσχισε τήν Ἀριστοτέλους καί πέρασε ἀπό τήν Ἀρχαία Ἀγορά. Ἐκεῖ ζήτη­σε ξανά πληροφορίες γιά τήν ἐκ­κλησία καί δέν ἄργησε νά βρεθεῖ στόν αὐλόγυρό της. Μπῆκε μέ δέος μέσα καί, ἀφοῦ ἄνα­ψε τό κερί τῆς γιαγιᾶς καί τό δικό του, ἔνιωσε μιά γλυκιά αὔρα νά τυλίγει τήν ψυχή του. Προσκύνησε τή λάρνακα μέ τήν κάρα τοῦ Ἁγίου καί ἔβαλε τό χέρι γιά νά βγάλει τό πορτοφόλι του πού μέσα εἶχε πάντα ἕνα μι­κρό στυλό γιά ὥρα ἀνάγκης. Εἶχε ἐ­ντολή ἀπό τή γιαγιά νά γράψει ὅλα τά ὀνόματα τῆς οἰκογένειάς τους γιά νά τά μνημονεύσει ὁ παπάς. Τόν ἔλουσε κρύος ἱδρώτας, σάν ἀντιλήφθηκε ὅτι τό πορτοφόλι δέν ἦταν στή θέση του. Ἔ­ψαξε στήν ἄλλη τσέπη, μά οὔτε ἐκεῖ ἦταν. Κατάλαβε ὅτι τό ἔχασε, ὅτι κάποιος τοῦ τό ἔκλεψε μέσα στήν ἴδια τήν ἐκκλησία. Εἶχε μέσα τά χρήματα γιά νά περάσει τίς πρῶτες μέρες, τήν ταυτότητά του καί τήν κάρτα τῆς Τράπεζας. Τοῦ κόπηκαν τά πόδια καί στηρίχθηκε πάνω στή λάρνακα μέ τά λείψανα.
«Ἅγιε Δημήτρη, τί θά κάνω τώρα;», ψιθύρισε μέ ἀπόγνωση κι ἕνα παράπο­νο ἔπνιξε τήν ψυχή του. Ἦταν σίγουρος ὅτι μέσα στόν ναό τό ἔχασε, γιατί τό ἔβγαλε γιά νά πάρει χρήματα νά ἀ­νάψει τά κεριά. Ἔτρεξε στόν χῶρο τῶν κεριῶν μέ ἐλπί­δα, μά δέν τό βρῆκε. Ἔψαξε σέ ὅλο τόν ναό, ὅπου περπάτη­σε, μά καί πάλι τίπο­τα. Κάθισε ἀπελπισμένος σέ ἕνα σκαλοπάτι ἔξω ἀπό τόν ναό. Ποτέ δέν φαντά­στηκε ὅτι ἡ ὑπέροχη πρώτη μέρα του στή Θεσσαλονίκη θά κατέληγε ἔτσι.
«Ἄχ γιαγιά, ποῦ νά ξέρεις τί μοῦ συνέβη μέσα στόν Ἁη-Δημήτρη σου», ψιθύρισε.
- Σοῦ συμβαίνει κάτι, φίλε;
Ἡ ζεστή φωνή πού ἄκουσε δίπλα του τόν ἔκανε νά γυρίσει ξαφνιασμένος. Μιά παρέα ἀπό πέντε νεαρούς στεκόταν κοντά του καί τόν κοίταζαν μέ ἐνδιαφέρον.
- Ναί, ἀπάντησε χαμηλόφωνα, μό­λις ἔχασα τό πορτοφόλι μου.
Ἡ παρέα τῶν νεαρῶν κοιτάχτηκε μέ νόημα.
- Τί χρῶμα εἶχε τό πορτοφόλι σου; τόν ρώτησε ὁ ἕνας.
- Καφέ σκοῦρο, ἀποκρίθηκε ὁ Δημήτρης. Ἔψαξα σέ ὅλο τόν ναό, μά δέν τό βρῆκα.
- Τό βρήκαμε ἐμεῖς, εἶπε κάποιος ἄλ­λος, κι ὁ Δημήτρης δέν πίστευε στά αὐ­τιά του. Τό παραδώσαμε στόν ἱερέα, μήπως πάει αὐτός πού τό ἔχασε νά τό ἀναζητήσει.
- Στόν ἱερέα; Μά πῶς δέν σκέφτηκα νά τόν ρωτήσω, εἶπε ὁ Δημήτρης καί τά μάτια του ἄστραψαν. Δηλαδή βρήκατε τό πορτοφόλι μου καί τό παραδώσατε; ρώτησε ὅταν συνειδητοποίησε τό τί ἔγινε.
- Θά κρατούσαμε ξένο πορτοφόλι; Δέν θά μᾶς ἄφηνε ποτέ ἥσυχους ὁ Ἅ­γι­ος ἄν τό κρατούσαμε, τοῦ ἀπάντησε ὁ πρῶτος.
Πήγανε μαζί καί βρήκανε τόν ἱερέα μέσα στό ἱερό.
- Τά παιδιά τό ἔφεραν δίχως νά τό ἀνοίξουν, παιδί μου. Ἐγώ τό ἄνοιξα γιά νά δῶ μήπως ὑπάρχουν μέσα στοιχεῖα γιά νά βρῶ τόν κάτοχό του. Δέν χρειάζεται νά μοῦ ἀποδείξεις ὅτι εἶναι δικό σου. Ἔχει μέσα τήν ταυτότητά σου. Παιδί μου Δημήτριε, νά ξέρεις ὅτι ὁ Ἅ­γιος ἔβαλε τό χέρι του καί τό βρῆκαν αὐτά τά παιδιά πού εἶναι δικά του, παιδιά τῆς Ἐκκλησί­ας. Πήγαινε τώρα νά τά κεράσεις ἕνα γλυκό καί νά γνωριστεῖτε. Θά εἶναι ὅ,τι καλύτερο νά κάνεις φίλους αὐτά τά παιδιά πού ἔχουν φίλο τόν ἅγιο Δημήτριο.
«Ἄχ γιαγιά, θά τρελαθεῖς μέ αὐτά πού θά σοῦ πῶ», ψιθύρισε συγκινημένος ὁ Δημήτρης, σάν ἀποχαιρέτησε τό βρά­δυ τούς καινούργιους φίλους του. «Καλά μοῦ ἔλεγες ὅτι θά μέ περιμένει ὁ Ἅγιος στήν πόλη του! Τήν ἔκανες τή δουλειά σου, γιαγιάκα μου, τήν ἔκανες», εἶπε σχεδόν φωναχτά κι ἔνιωσε ὅτι ἡ γλύκα καί ἡ ζεστασιά θά ἦταν πιά μόνιμη μέσα του.

Ἑλένη Βασιλείου