Φιλοθεΐα καί φιλοζωία

Ἔχοντας μελετήσει σχετικές ἀναφορές τῶν πατερικῶν ἔργων, διαπιστώσα­με ὅτι ὁλάκερο τό σύμπαν δέν εἶναι παρά ἕνα διδασκαλεῖο θεογνωσίας καί καθρέφτης τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ. Μεγάλος ὁ οὐρανός, σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί ἀπειροπληθής ἡ γῆ, θαύμασε, ἄν­θρωπε, τόν δημιουργό τους! Σ᾽ αὐτόν τόν μεγάλο οὐρανό καί σ᾽ αὐτή τήν ἀπειροπληθῆ γῆ θά βρεῖ ὁ ἔλ­λογος ἄνθρωπος «ὁλοφώτεινα μνημόνια» τῶν θαυμασίων τοῦ «ἀριστοτέχνη» Δημιουργοῦ.
Μέρος αὐτοῦ τοῦ μεγαλείου ἀποτελεῖ καί τό ζωικό βασίλειο. Ἀρωγοί τῶν ἀνθρώπων τά ἄλογα ζῶα ὑπηρετοῦν τό ἔλλογο πλάσμα τοῦ Θεοῦ καί ἐπικοινωνοῦν μαζί του μέσα στόν κῆπο τῆς Ἐ­δέμ. Με­τά τήν πτώση τῶν Πρωτο­πλά­στων, ὡστό­σο, οἱ ἰσορροπίες δια­σαλεύ­ονται. Τά ζῶα, ὅπως καί ἡ ἄψυχη φύση, ὑπέστησαν τίς συνέπειες τῆς εἰ­σόδου τῆς ἁμαρτίας στή δημιουργία. Τά ἄλ­λο­τε φιλικά καί ἥμερα ζῶα γίνονται ἐχθρι­κά. Διατηροῦν ὅμως χαρακτηριστικά πού θυμίζουν τή θεϊκή τους καταγωγή. Ἡ ἁγία Γραφή, ὅπως εἴδα­με, βρίθει ἀ­να­φορῶν τόσο στά θετικά χαρακτηριστικά τῶν ζώ­ων ὅσο καί στά ἀρνητικά, μέ στόχο πάντοτε τήν πνευματική ὠ­φέλεια καί τόν παραδειγματισμό τοῦ ἀν­θρώπου.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμῶ­νται ἅγιοι ὡς προστάτες τῶν ζώων. Ὁ ἅγιος Μόδεστος κυρίως, ὁ ἅγιος Μά­μας ἀλ­λά καί ἄλλοι ἅγιοι ἔχουν περιστατικά τῆς ζωῆς τους στά ὁποῖα πρωταγωνι­στοῦ­σαν τά ζῶα καί θεωροῦνται προσ­τά­­τες τους. Εἶναι γεγονός ὅτι στά συν­αξάρια τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπάρχουν πολλά παραδείγματα ἁγίων πού ἡ σχέ­ση τους μέ τά ζῶα θυμίζει σκηνές τοῦ Παραδείσου. Ἐπίσης, ὑπάρχουν ἀναφορές σέ ἀναστάσεις ζώων, πού ἀ­σφα­­λῶς ἐνεργοῦνται γιά νά ὑπηρετή­σουν κάποιον ἀνώτερο σκοπό πρός ὄφελος τοῦ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασθέντος ἀν­θρώπου. Ἅγιοι ὡστόσο παρεμβαίνουν καί θανατώνουν ζῶα, ὅταν αὐτά ἀπειλοῦν τή ζωή καί τήν εὐημερία τοῦ ἔλλογου ἀνθρώπου.
Γιά τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ κέντρο τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Δη­μιουργός Θεός καί ὄχι ἡ δημιουργία. Ὅ­ταν ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ὑ­περ­χειλίζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ξεχύνεται καί πλημμυρίζει τή δημιουργία Του. Πρῶτα ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ σύγχρονός μας ἅγιος Παΐσιος, ἡ πλεονάζουσα ἀγάπη ἐναγκαλίζεται τόν ἄνθρωπο καί κατά δεύτερο λόγο τά ζῶα. Ἡ ὑπεροχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, διαχρονικά, σαφής καί ἀδιαπρα­γμάτευ­τη στή σκέψη τῶν ἁγίων Πατέρων.
Σέ ἀντίθεση μέ τά ζῶα, προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἁγιότητα. Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅσο ὁ ἔλλογος ἄνθρωπος προσεγγίζει τήν ἁγιότητα, τόσο ἀνακτᾶ τήν παραδείσια, ἁρμονική σχέση πού εἶχε μέ τά ἄλογα ζῶα. Οἱ λέοντες στόν λάκκο, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ὀσμίστηκαν» τήν ἁγιότητα τοῦ προφήτη Δανιήλ καί δέν τόν ἄγγιξαν, παρά τό γεγονός ὅτι πεινοῦ­σαν, διδάσκοντάς μας μέ τόν τρόπο αὐ­τό τήν ἄσκηση τῆς νηστείας. Μέσα στό περιβάλλον τῆς ἁγιότητας ἄν­θρωποι καί ζῶα συνυπάρχουν μέ σεβασμό. Οἱ ἅγιοι, ἑλκύοντας τή χάρη τοῦ Θεοῦ, βιώνουν προπτωτικές καταστάσεις στή σχέ­ση τους μέ τά ζῶα. Ἀφουγκράζονται καί συμ­μετέχουν στόν στενα­γμό τῆς ἄλογης κτίσης, πού περιμένει καί αὐτή τήν ἀνα­καί­νισή της. Στή ζωή τῶν ἁγίων, λοιπόν, ψηλαφοῦμε τήν ἔννοια τῆς ἀληθοῦς φιλοζωίας. Ἡ ὑγιής φιλοζωία πη­γάζει ἀπό τήν ἀληθῆ φιλοθεΐα.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ ἀπά­ντη­ση τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου στό ἐ­ρώ­τημα «τί εἶναι ἡ ἐλεήμων καρδιά;». Εἶναι ἐκείνη, ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος, πού εἶναι ἐλεήμων πρός τήν ἄψυχη καί ἔμψυχη φύση, εἶναι καρδιά πού «καίεται» γιά τήν κτίση ὁλάκερη, τά ζῶα, ἀκόμη καί γιά τούς δαίμονες*. Αὐτή ἡ καύση τῆς καρδιᾶς δέν ἀφήνει προφανῶς ἀσυγκίνητα τά ἄλογα ζῶα, τά ὁποῖα ὑπακούουν καί ὑπηρετοῦν τήν ἁγιότητα, αὐτό τό ἄρω­μα τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Τότε, νερά καί θάλασσες, φυτά καί ζῶα ὑποτάσσονται στήν εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ, στήν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου τέθηκαν ὅλα ἀπό τόν Παντοδύναμο Τριαδικό Θεό.
Θά ἦταν τραγικό, λοιπόν, νά σπαταλήσουμε τήν «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ πλασμένη ὕπαρξή μας, σαγηνευμένοι ἀπό τίς ἀντανακλάσεις τῆς Μόνης Ὡραιότητας -τήν ἄψυχη φύση καί τά ζῶα-, ἀγνοώντας τό ὄντως Ὡραῖον, τόν Τριαδικό Θεό.

Δ. Καλογεράκη


* Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος 81, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, τ. 8Γ, σ. 174.