Ἡ φλεγόμενη βάτος

vatos Σύμφωνα μέ τή βιβλική διήγη­ση, ἡ πραγματοποίηση τοῦ σχεδί­ου τῆς θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐγκαινιάσθηκε στόν παράδεισο καί εἰσ­ῆλ­θε στή γνωστή σέ ἐμᾶς ἱστο­ρική περίοδο μέ τή διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἀβραάμ. Ἡ διαθήκη αὐτή προέ­βλε­πε τή δημιουργία πολλῶν ἀπογόνων καί δι’ αὐτῶν τήν εὐλογία ὅλων τῶν λα­ῶν τῆς γῆς ὡς ἀ­μοιβή γιά τήν πίστη τοῦ πατρι­άρ- χη στόν Θεό (βλ. Γέ 12,1-3). Κρίσιμη στιγμή ὑπῆρξε ἡ συγκρότηση τῶν πολ­λῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀ­βρα­άμ σέ ἕναν ἑνι­αῖο λαό. Τό ἐπίτευγμα αὐτό ἐπιτέλεσε ὁ Μωυ­σῆς, ὁ ὁποῖος τούς ἔβγαλε ἀπό τήν Αἴγυπτο, ὅπου ζοῦσαν σκλάβοι μακριά ἀπό τήν πατρογονική γῆ, τούς πέρασε μέ θαυματουργικό τρόπο μέσα ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα, τούς καθοδήγησε σαράντα χρόνια μέσα στίς ἐρήμους τῆς ἀραβικῆς χερσονήσου, καλλι­ερ­γώντας τους ἑνιαία ἐθνική συνείδηση καί συγχρόνως τούς ἔδω­σε καί ἑνιαία θρησκευτική συνείδηση, ὅταν ἔγιναν ὁ «λαός τοῦ Θεοῦ», πού σύναψε διαθήκη μαζί του στό Σινᾶ.
  Ἡ ἐπιλογή τοῦ Μωυσῆ ἔγινε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἡ κλήση του στό ἔργο, ὅπως καταγράφεται στό βιβλίο τῆς Ἐ­ξόδου (κεφ. 3), ἔγινε μέ θαυματουργικό τρόπο, διότι ἔπρεπε νά γίνει αἰσθητή ἡ ὑπερφυσική δύναμη τοῦ Θεοῦ πού τόν καλοῦσε. Κάποια συνηθισμένη ἡμέρα, ὅταν ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ πεθεροῦ του, εἶδε πολύ κοντά του ἕναν θάμνο νά ἔχει τυλιχτεῖ στίς φλόγες. Παρατήρησε ὅμως ὅτι ὁ θάμνος παρέμενε ἄθικτος παρά τήν ἔντα­ση τῆς φωτιᾶς. «Εἶπε δὲ Μωϋ­σῆς· Πα­ρελθὼν ὄψομαι τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦ­το, ὅτι οὐ κατακαίεται ὁ βά­τος» (3,3). Ἐκεῖ, ἐνώπιον τῆς βά­του λαμβάνει χώ­ρα ὁ μεγαλειώδης διάλογός του μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀποκαλύπτει τήν ἀ­ποστολή του καί ὡς ἐγ­γύηση γιά τήν ἐ­πιτυχία της τοῦ χαρίζει τήν ἀποκάλυψη τοῦ προσωπικοῦ ὀνόματός του «Γιαχ­βέ», τό ὁποῖο στά ἑλληνικά μεταφράζεται «ὁ ῍Ων» καί σημαίνει «ἐ­γώ θά εἶμαι πάντα μαζί σου».
  Ἡ ἀξία τοῦ περιστατικοῦ βρίσκεται ἀσφαλῶς στό ἴδιο τό γεγονός. Ἀποτελεῖ ἐκδήλωση τῆς ἰσχύος τῆς θεϊκῆς παρουσίας, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τούς φυσικούς νόμους καί μέ τόν τρόπο αὐ­τό γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τίς φυσικές αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό καταλάβαιναν οἱ ἰουδαῖοι κάθε φορά πού διάβαζαν τό περιστατικό. Τό ἴδιο κα­τα­λά­βαιναν καί οἱ χρι­στιανοί κατά τούς πρώτους αἰῶνες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅ­ταν οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες τό ἑρμήνευ­αν, τόνιζαν μεταξύ ἄλ­λων τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ νά ἐπι­κοινωνεῖ μέ τόν ἄν­θρω­πο μέ τρόπο πού δέν θά τοῦ κά­νει κακό. Ἐπίσης, ἐξηγοῦσαν τή χρήση τῆς φωτιᾶς ὡς σταθερό μέ­σον τῆς θεί­ας ἀ­πο­κάλυψης μέ διπλή ἐ­πίδραση ἐ­πάνω στόν ἄνθρωπο ὡς φω­τιστική ἤ ὡς καυστική ἐνέργεια, ἀνά­λογα μέ τήν πνευματική κατάσταση καθενός.
  Ὡστόσο, κάποια στιγμή ἀπέκτησε ἰδιαίτερη σημασία στήν πατερική διδασκαλία καί ὁ τρόπος ἔκφρασης τῆς θεοφάνειας: ἡ φωτιά πού καίει χωρίς νά καταστρέφει τή βάτο. Τήν παρατήρηση αὐτή ἔκαναν οἱ Πατέρες, ὅ­ταν χρειά­στηκε νά ἐξηγήσουν τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως: Πῶς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι συνε­λήφθη στή μή­τρα τῆς Θεοτόκου ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος Ἰη­σοῦς; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔρθει σέ φυσική ἐπαφή ἡ παντοδύναμη θεότητα μέ τήν εὔθραυστη ἀνθρωπότητα καί αὐτή νά μήν καταστραφεῖ; Τό ζήτημα δέν εἶναι ἠθικό, ἀλλά ὀντολογικό: ἡ διαφορά δυναμικότητας εἶναι χαώδης· ὁ Θεός εἶναι ὁ ἥ­λι­ος· ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό χόρτο· πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγγίξει τό χόρτο τόν ἥ­λιο καί νά μήν καεῖ; Τήν ἀ­πάντηση βρῆ­καν οἱ Πατέρες στή φλεγόμενη βά­το, ἡ ὁποία θεωρήθηκε προ­ει­κόνιση τοῦ γεγονότος τῆς θείας ἐναν­θρωπήσεως: «Ἐ­κεῖνο τό ὁποῖο συνέβη τότε μέ τή φλόγα καί τή βάτο, μετά ἀπό τόν χρό­νο πού μεσολάβησε ἀποκαλύφθηκε ξεκάθαρα στό μυστήριο τῆς Παρ­θένου», ἐπεσήμανε ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμα­σκη­νός τό μετασχημάτισε σέ ποίη­μα, γιά νά ψάλλουν οἱ χριστιανοί στήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ:
  «Κατεμήνυσεν ἡ βάτος, ἀκατάφλεκτος μείνασα δεξαμένη φλόγα, Κεχαριτωμένη ἀνύμφευτε, τοῦ κατὰ σὲ μυστη­- ρίου τὸ ἀπόῤῥητον· μετὰ τόκον γὰρ μενεῖς ἁγνή, ἀειπάρθενος».

Ἀθ. Παπαρνάκης

"Ἀπολύτρωσις", Μάρ. 2024