Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἁγία οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Τά μέλη της ἀπολαμβάνουν τήν ἀγάπη καί φροντίδα τοῦ Θεοῦ πατέρα, κληρονομοῦν τήν ἀτίμητη περιουσία του, χαίρονται τήν κοινωνία καί τόν σύνδεσμο μέ τούς ἀδελφούς, μέ πρωτότοκο ἀδελφό τόν θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι ἐπίσης ἡ ἱερή στρατεία· ὅλοι οἱ πιστοί πειθαρχημένοι στόν νόμο καί τά παραγγέλματα τοῦ ἀρχηγοῦ καί τελειωτοῦ τῆς πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγωνίζονται γενναῖα καί πορεύονται σταθερά πρός τήν νίκη. Ἀλλά γιά νά οἰκειοποιηθοῦν οἱ πιστοί τόν πλοῦτο τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀξιοποιοῦν τά ὅπλα πού τούς χαρίζει ὡς ἱερή στρατεία καί νά ἀγωνίζονται φιλότιμα καί θεάρεστα τόν καλόν ἀγώνα, πρέπει πρωτίστως νά γνωρίζουν καί νά βιώνουν τήν Ἐκκλησία ὡς σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ.
Ὡς διδάσκαλος περπάτησε πάνω στήν γῆ μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός· εἶναι ὁ αἰώνιος καί μοναδικός διδάσκαλος (Μθ 23,8). Οἱ δάσκαλοι τοῦ κόσμου διδάσκουν τίς ἐπιστημονικές ἀλήθειες. Οἱ ἐπιστῆμες, ὅταν ἀσκοῦνται μέ ἀγάπη (βλ. Α΄ Κο 13), καί -ὅπως ἔλεγε ὁ ἀρχαῖος σοφός- δέν ἐξοβελίζουν τήν ἀρετή, βελτιώνουν τήν ζωή· συντελοῦν στήν ἐπαγγελματική ἀποκατάσταση καί καταξιώνουν τήν ἐπίγεια σταδιοδρομία. Οἱ αἰώνιες ἀλήθειες, τίς ὁποῖες ἀποκαλύπτει καί μεταγγίζει ὁ διδάσκαλος Χριστός, ὁδηγοῦν στήν πνευματική ἀποκατάσταση, ἐξασφαλίζουν τήν αἰώνια σταδιοδρομία, διότι ἐλευθερώνουν καί ἁγιάζουν, χαρίζουν τήν αἰώνια λύτρωση καί δόξα. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο ὁ διδάσκαλος τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἐπίσης καί ὁ μοναδικός «καθηγητής», δηλαδή ὁ καθοδηγητής πού προπορεύεται καί δείχνει στούς ἀνθρώπους τόν δρόμο γιά τήν βίωση τῆς ἀλήθειας στήν καθημερινή ζωή.
Βιβλίο στό σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Βίβλος, ἡ ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Ὡς βοηθήματα πού διευκολύνουν καί καθοδηγοῦν στήν κατανόησή της χρησιμοποιοῦνται τά συγγράμματα τῶν ἁγίων καί θεοφόρων πατέρων καί διδασκάλων. Αὐτοί μελέτησαν, βίωσαν καί ἑρμήνευσαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀναδείχθηκαν ἄξιοι μαθητές-μιμητές τοῦ Κυρίου καί θεοφώτιστοι ὁδηγοί τῶν χριστιανῶν. Ἡ σοφία τοῦ πνεύματος καί ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου τούς κατέστησε ἀσφαλές φρούριο, ὅπου συντρίβονται οἱ αἱρετικές κακοδοξίες καί πλάνες.
«Μαθητές» ὀνόμασε ὁ Κύριος τούς πρώτους ἀκολούθους του καί γνωρίζουμε ὅτι ἐκτός ἀπό τόν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν εἶχε ἐπίσης τόν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα καί τόν ἀκόμη εὐρύτερο. Φεύγοντας μάλιστα ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἀνέθεσε στούς δικούς του τήν ἀποστολή νά καταστήσουν μαθητές ὅλα τά ἔθνη· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...» (Μθ 28,19). Ἔτσι ἕνα ἀπό τά ὀνόματα τῶν χριστιανῶν, πολύχρηστο στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, εἶναι «μαθηταί».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τήν χριστιανική πίστη, δηλαδή τήν Ἐκκλησία, «χάριν» (Ρω 5,2· Ττ 2,11) καί τήν θεωρεῖ σχολεῖο, ἐκπαιδευτήριο τοῦ Θεοῦ. Γράφει στόν μαθητή του Τίτο· «Ἐπεφάνη γάρ ἡ χάρις (=ἡ χριστιανική πίστη, ἡ Ἐκκλησία) τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν καί τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν» (Ττ 2,11-12). Ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἀπόστολο, εἶναι νά ἐκπαιδεύει τά τέκνα της στά ἑξῆς μεγάλα μαθήματα: Νά μένουν μακριά ἀπό κάθε δογματική πλάνη (ἀσέβειαν) καί ἀπό κάθε ἠθική διαφθορά (κοσμικάς ἐπιθυμίας). Παράλληλα, νά ζοῦν σέ ἁρμονική σχέση μέ τόν ἑαυτό τους (σωφρόνως), μέ τόν συνάνθρωπο (δικαίως) καί μέ τόν Θεό (εὐσεβῶς).
Γιά νά γνωρίσει καί νά ἐφαρμόσει αὐτά τά μαθήματα ὁ πιστός, «ἀπό βρέφους» (Β΄ Τι 3,14) καί μέχρι τέλους, θά μελετᾶ τά ἱερά γράμματα καί θά ἀγωνίζεται νά τά καθιστᾶ ὁδηγό τῆς ζωῆς του. Εἶναι γνώρισμά του ἰσόβιο ἡ μαθητεία. Μ᾿ αὐτό τό φρόνημα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος σέ μεγάλη ἡλικία, πορευόμενος ἤδη πρός τό μαρτύριο, ἔγραφε «νῦν ἄρχομαι μαθητής (Χριστοῦ) εἶναι» (Πρός Ρωμαίους 5).
Πράγματι, δέν ἐπαρκεῖ ἡ ζωή μας ὅλη γιά νά μελετήσουμε καί νά κατανοήσουμε τίς θεόσδοτες ἀλήθειες τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἡ γνώση μας θά ὁλοκληρωθεῖ καί θά τελειοποιηθεῖ στήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Ἐκεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιο θά μᾶς ἀποκαλύψει ὅλη τήν ἀλήθεια. Ἐκεῖ θά ἀξιωθοῦμε νά βλέπουμε τόν Κύριο πρόσωπο πρός πρόσωπο καί θά ἔχουμε τήν ἐμπειρική γνώση του, ἀφοῦ θά μᾶς καταστήσει «κοινωνούς θείας φύσεως» (Β΄ Πέ 1, 4), μετόχους στήν δόξα του. Μέχρι τότε ὅμως ὀφείλουμε μέ ἐνδιαφέρον καί ἐπιμέλεια νά ἐντρυφοῦμε στά ἱερά λόγια τοῦ Θεοῦ, νά μαθητεύουμε στό ἅγιο θέλημά του. Αὐτή ἡ μαθητεία ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν Θεογνωσία καί τήν ἀνθρωπογνωσία, ἀφοῦ προηγουμένως ὁδηγεῖ στήν αὐτογνωσία. Γίνεται ὁ ἀσφαλής χειραγωγός στήν ἀξιοποίηση τοῦ μοναδικοῦ προνομίου πού μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος νά εμαστε «διδακτοί Θεοῦ» (Ἠσ 54,13). Αὐτή ἡ μαθητεία ἐμπνέει τόν προφήτη Ἀββακούμ, ὥστε στημένος πάνω στό φυλάκιό του νά ἐντείνει ὅλες τίς αἰσθήσεις του πασχίζοντας νά ἀκούσει «τί λαλήσει ἐν ἐμοί» ὁ Κύριος (Ἀβ 2,1).
Μέσα μας, μέσα σέ κάθε θεοφιλῆ ψυχή, λαλεῖ ὁ Θεός. Εἶναι πολύ συγκεκριμένη ἡ φωνή του μετά τήν ἐνανθρώπησή του. Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὄχι μόνο ὁ «διδάσκαλος καί καθηγητής», ἀλλά καί τό μάθημα τῶν χριστιανῶν, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφ 4,20). Κι αὐτό τό μάθημα, διδάσκει ἡ σχολική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, προσφέρεται ὡς λόγος ἄσαρκος στό βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀλλά καί ἔνσαρκος στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τό πρῶτο προετοιμάζει τόν πιστό, τό δεύτερο τόν ἁγιάζει. Ἡ ἁγία Γραφή τόν καλλιεργεῖ, τό ἱερό μυστήριο τόν τελειοποιεῖ.
Χωρίς τά ἱερά μυστήρια ὁ Χριστιανισμός χάνει τήν λυτρωτική του δύναμη, διότι παραθεωρεῖ τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καταντᾶ θεωρία, φιλοσοφία, πού ἐλάχιστα σχετίζεται μέ τήν ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἀλλά καί χωρίς τήν μελέτη καί κατανόηση τοῦ θείου λόγου, ὁ χριστιανός βυθίζεται στό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας καί ὑποβιβάζει τά ἱερά μυστήρια σέ τυπικές τελετουργικές πράξεις.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς σκιαγραφεῖ τέσσερις διαβαθμίσεις τῆς μαθητείας στόν Ἰησοῦ Χριστό, πού τίς μελετοῦμε ἀντίστοιχα:
- Σέ μία ἁπλή γυναίκα τοῦ ὄχλου, ἡ ὁποία ἀκούει τόν Κύριο νά διδάσκει, τόν θαυμάζει καί ἐνθουσιάζεται (Λκ 11,27).
- Στήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μαρία· «παρακαθήσασα παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ» (Λκ 10,39) δέν χορταίνει νά ἀκούει τόν λόγο του. Ἔχει ζῆλο.
- Στήν μεγαλύτερη ἀδελφή της Μάρθα· θυσιάζει τήν προσωπική της εὐχαρίστηση γιά νά διακονήσει τόν διδάσκαλο καί τήν συνοδία του (Λκ 10, 40). Αὐτή ἔχει θυσία.
- Στήν Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου, τήν πιό ἐκλεκτή μαθήτριά του, τήν πρώτη μετά τόν Ἕνα. Ἡ Παρθένος δέν ἀρκέσθηκε στόν θαυμασμό, οὔτε μόνο στήν μαθητεία. Δέν περιορίσθηκε σέ μία ὁποιαδήποτε θυσία, ἀλλά πρόσφερε ὁλοκληρωτικά καί ἀπόλυτα τόν ἑαυτό της (Λκ 1,38) σκεῦος ἐκλεκτό, μέσα στό ὁποῖο «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14).
Σ᾿ αὐτές τίς διαβαθμίσεις μπορεῖ ὁ κάθε χριστιανός νά καθρεφτίσει καί νά ζυγίσει τόν ἑαυτό του. Εἶναι δέ φανερό ὅτι, ἄν θέλουμε νά πάει μπροστά ἡ Ἐκκλησία, νά ἀνταποκριθεῖ στήν ὁδηγητική καί σωτήρια ἀποστολή της μέσα στόν κόσμο, ὀφείλει νά λειτουργήσει καί ὡς σχολεῖο. Κι ὅλα τά μέλη της νά ἀνταποκρινόμαστε στίς ὑποχρεώσεις μας ὡς μαθητές της.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 228-230