Ὁ ἱεροκήρυκας ἀρχιμανδρίτης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ἕνας σεμνός λευΐτης, πού μέσα στό μοναδικό τριμμένο ράσο του τύλιγε τό μικροκαμωμένο λιπόσαρκο κορμί του, ἔφθασε στή γενέτειρά μου, τά Γρεβενά, στά τέλη Μαΐου τοῦ ἔτους 1945. Ἀδύνατος, ταλαιπωρημένος, σχεδόν καχεκτικός, τράβηξε τήν προσοχή τῶν Γρεβενιωτῶν ἀπό τή στιγμή πού πάτησε τό πόδι του στό πρακτορεῖο τῶν λεωφορείων. Ἐκεῖ δίπλα στεγαζόταν τό φαρμακεῖο τοῦ Οἰκονόμου, ὅπου τήν ὥρα ἐκείνη βρισκόταν ὁ γιατρός Ἀλέξιος Παπαλεξίου, δύο ἄλλοι συνάδελφοί του καί ὁ ἐπ᾿ ἀδελφῇ γαμβρός μου Δημήτριος Ραμαντάνης. Μόλις ἀντίκρυσε τόν ἱεροκήρυκα ὁ Παπαλεξίου, αὐθόρμητα ἀναφώνησε: «Ὤχ! Θά βροῦμε τόν μπελά μας μ᾿ αὐτόν ἐδῶ. Θά μᾶς ξυπνᾶ τίς νύχτες νά τόν γιατρολογοῦμε. Ποῦ ν᾿ ἀντέξει!». «Δύσκολα θά βγάλει τό χειμώνα», συγκατένευσαν καί οἱ ἄλλοι. Πόσο ἀπρόβλεπτα ἐκτυλίχθηκαν τά γεγονότα! Ὅλοι ἐκεῖνοι πού προέβλεπαν τόν γρήγορο θάνατο τοῦ κακουχημένου ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου νωρίς ἀναχώρησαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἐνῶ ὁ π. Αὐγουστῖνος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πλησιάζει τά ὅρια τοῦ αἰώνα ζωῆς.
Ἀλλά καί οἱ θαμῶνες τοῦ καφενείου πού ἦταν ἀπέναντι ἀπό τό πρακτορεῖο σχολίασαν τήν ἄφιξη τοῦ ἰσχνοῦ ἱεροκήρυκα. Ἐπειδή τήν ἐποχή ἐκείνη ἐκπαιδευτικοί καί δημόσιοι ὑπάλληλοι ὑπηρετοῦσαν στήν περιοχή μας μέ δυσμενῆ μετάθεση, θεώρησαν ὅτι τό ἴδιο ἔχει συμβεῖ καί μέ τόν π. Αὐγουστῖνο. Μερικοί βιάστηκαν νά σχολιάσουν πικρόχολα: «Κι ἄλλο στραβόξυλο μᾶς ἦρθε!». Ἐκεῖνοι ὅμως πού τόν γνώριζαν ἀπό τά συσσίτια τῆς Κοζάνης ἔσπευσαν μέ χαρά νά τόν καλωσορίσουν ἀναγνωρίζοντάς τον ὡς πνευματικό πατέρα καί τροφοδότη.
Πράγματι, στό χλωμό, σκελετωμένο του πρόσωπο καθρεφτιζόταν ἡ συμπόνια γιά τόν πονεμένο λαό μας καί ἡ ἀπόφασή του νά ἐργασθεῖ γιά τήν ἀνόρθωσή του. Στά ἐκφραστικά του μάτια, πίσω ἀπό τά μυωπικά γυαλιά, ἀντιφέγγιζε τῆς καρδιᾶς του τό πύρωμα, μιᾶς καρδιᾶς πού εἶχε κάνει βίωμά της τό ἀποστολικό παράγγελμα «μηδείς τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κο 10,24). Αὐτό τό παράγγελμα, πού ἄλλοτε φλόγισε τήν ἱεραποστολική ψυχή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ ἔδινε φτερά, ὥστε μέ τά μισοδιαλυμένα στρατιωτικά ἄρβυλα, τά δεμένα μέ σπάγγους γιά νά μή φύγουν ἀπό τά ἰσχνά πόδια του, νά ὀργώσει κυριολεκτικά τήν περιοχή τῆς προσφιλοῦς του Μακεδονίας· νά τρέξει σέ πόλεις καί χωριά, καί σάν τό πουλί, ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραψε («Ἑστία», ἀρ. φ. 14, Κοζάνη 1945· πρβλ. Αὐγ. Καντιώτου, Ἡ Μακεδονία μας, Ἀθῆναι 1982, σ. 40), νά πετᾶ ἀπό δένδρο σέ δένδρο καί ἀπό κλαδί σέ κλαδί, γιά νά τραγουδᾶ τίς δύο μεγάλες ἀγάπες τῆς ζωῆς του: Χριστό καί Ἑλλάδα.
Μετά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τό Μεσολόγγι, ὅπου εἶχε χειροτονηθεῖ διάκονος, καί τή διάσωσή του ἀπό τό ἰταλικό ἀπόσπασμα στά Ἰωάννινα, ἔρχεται στήν Ἔδεσσα. Στή συνέχεια τά Γιαννιτσά, ὅπου ἔλαβε τόν δεύτερο βαθμό τῆς ἱερωσύνης, ἡ Θεσσαλονίκη, τό Κιλκίς, ἡ Βέροια, ἡ Νάουσα, ἡ Φλώρινα καί ἡ Κοζάνη εὐεργετήθηκαν ἀπό τήν ἱεραποστολική δράση του. Τώρα ἔρχεται στά Γρεβενά.