Ἀρχίζοντας τήν πνευματική ἐργασία στά Γρεβενά ὁ π. Αὐγουστῖνος πρῶτο μέλημά του εἶχε νά συγκεντρώσει τό λαό στό ναό, νά ζωντανέψει τή σχέση τοῦ ποιμνίου μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τή θεία λατρεία. Τυραννισμένοι καί παραμελημένοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, πνιγμένοι μέσα στά πολλά καί σοβαρά προβλήματα τῶν ἡμερῶν, ἀκαλλιέργητοι καί βασανισμένοι, ἔμεναν παγερά ἀδιάφοροι γιά τήν πνευματική ζωή. Δέν εἶχαν σχεδόν καμία σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί τόν ἐκκλησιασμό. «Ἐλάχιστοι ἐκκλησιάζονται καί ὡς ἐπί τό πολύ γραΐδιά τινα κακοσυνειθισμένα νά ὁμιλοῦν», μᾶς πληροφορεῖ «Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ» (ἀρ. φ. 6, Φεβρ. 1946). Καί στίς πιό ἱερές ὧρες τῆς θείας Λειτουργίας δέν βρίσκονταν «οὐδέ μικρά παιδία διά τήν ὑπηρεσίαν τοῦ Ἱεροῦ» (ὅ.π.).
Σ’ αὐτούς τούς ἀδιάφορους ἀνθρώπους ἀπηύθυνε θερμό τό προσκλητήριό του ὁ κήρυκας τοῦ θείου λόγου. Παρουσίαζε ὡς ἕνα ἔκτακτο καί ἰδιαίτερα σοβαρό γεγονός τή σύναξη στόν ἱερό ναό. Δέν ἀρκοῦνταν μόνο στίς ἀνακοινώσεις πού γίνονταν στό ναό, στό χτύπημα τῆς καμπάνας. Ἔβαζε καί τούς ντελάληδες νά τό ἀναγγείλουν. Τύπωνε ἀκόμη φέιγ-βολάν, πού προέτρεπαν: «Ὅλοι στήν ἐκκλησία!», «Νά μή λείψῃ κανείς!».
Ἐπινόησε μάλιστα ἕνα ἑλκυστικό καί ἀποτελεσματικό τέχνασμα. Ἀνήγγειλε σέ μικρούς καί μεγάλους: «Ὁ ἱεροκήρυκας θά μοιράσει ἀπό μιά λίρα σ’ ὅσους ἔλθουν στό ναό». Ἐμεῖς, πού εἴχαμε ἤδη μία ἀνάλογη ἐμπειρία, διότι πρίν ἀπό λίγο καιρό ὁ πρώην Κοζάνης, ὁ «μητροπολίτης τῶν βουνῶν», ὁ μακαριστός Ἰωακείμ Ἀποστολίδης, εἶχε πράγματι μοιράσει λίρες στούς πυροπαθεῖς, τρέξαμε. Γέμισε ἀσφυκτικά ὁ ναός. Ἐκεῖ, μετά ἀπό ἕνα γλυκύτατο κήρυγμα, μέ τό ὁποῖο ἔχυσε βάλσαμο στίς πονεμένες καρδιές κι ἔκανε ὅλο τό ἐκκλησίασμα νά κρέμεται ἀπό τά χείλη του, ὁ ἱεροκήρυκας ἐξήγησε ὅτι λίρα χρυσή καί πολύτιμη εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐπιθυμητός «ὑπέρ χρυσίον καί λίθον τίμιον πολύν» καί γλυκύτερος «ὑπέρ μέλι καί κηρίον» (Ψα 18,11), καί μᾶς προέτρεψε νά τόν μελετοῦμε καθημερινά.
- Μήπως σᾶς ἀπάτησα πού ὑποσχέθηκα νά σᾶς δώσω λίρες; ρώτησε πρίν κατεβεῖ ἀπό τόν ἄμβωνα.
- Ὄχι! ξέσπασε ὁ λαός. Θέλουμε κι ἄλλες τέτοιες λίρες!
- Τότε, νά ἔρθετε πάλι τήν ἐρχόμενη Κυριακή. Θά σᾶς μιλήσω γιά τά τέσσερα ἄλογα τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου· ἄσπρο, κόκκινο, μαῦρο, κίτρινο.
Ἐκεῖνο τό κήρυγμά του ἀποτέλεσε τόν πυρήνα γιά τό βιβλίο «Τά τέσσερα χρώματα», πού ἐξέδωσε ἀργότερα (1955) καί σήμερα κυκλοφορεῖ σέ γ΄ ἔκδοση.
......................................................................................................................
Στά χωριά πού ἐπισκεπτόταν καί κυρίως στήν πόλη, ὅπου συστηματικά ἐργαζόταν, σιγά-σιγά οἱ ἄνθρωποι σαγηνεύθηκαν ἀπό τό θεῖο κήρυγμα. Μίλησαν καί σ’ ἄλλους γιά τήν ἐμπειρία τους κι ἔγιναν οἱ ἴδιοι διαφημιστές του. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς κι ἐγώ, δεκαπεντάχρονος ἔφηβος τότε, ὅπου πήγαινα κι ὅπου στεκόμουν μιλοῦσα γιά τό κήρυγμα. Στούς κήπους καί στούς αὐλαγάδες, ὅπου οἱ γυναῖκες πότιζαν, στίς στάνες, ὅπου οἱ θεῖοι μου ἄρμεγαν τά πρόβατα, ἐκεῖ ὅπου οἱ βοσκοί τά μεσημέρια στάλιζαν τά κοπάδια τους, μετέφερα τό συγκλονισμό πού μοῦ προξένησαν τά λόγια τοῦ ἱεροκήρυκα καί ἀπήγγελλα κομμάτια πού εἶχαν ἐντυπωθεῖ στό νοῦ μου. Μιά μέρα βρῆκα στήν πηγή τόν ἀγροφύλακα Ἰωάννη Νώτα.
- Ἄκουσες, μπαρμπα-Γιάννη τόν ἱεροκήρυκα;
- Ὄχι, παιδί μου· τί ἔλεγε;
Ἀποσβολωμένος μ᾿ ἄκουγε γιά ὥρα πολλή ὁ ἀεικίνητος ἀγροφύλακας καί στό τέλος:
- Ὡραῖα πράγματα μοῦ λές! Πότε θά ξαναμιλήσει; Θά ἔρθω κι ἐγώ νά τόν ἀκούσω.
Ἔτσι, κάθε φορά ἔρχονταν περισσότεροι στήν ἐκκλησία. Ἦταν, μάλιστα, τόσο ἐντυπωσιακή ἡ ἀλλαγή πού παρουσίαζε ὁ ναός τῆς Εὐαγγελίστριας, ὥστε ἕνα πρωί Κυριακῆς κατέφθασαν ἐκεῖ δύο λεωφορεῖα μέ Κοζανῖτες, πού ἦρθαν γιά νά διαπιστώσουν τό θαῦμα: Νά δοῦν μέ τά ἴδια τους τά μάτια ὅτι ἐκκλησιάζονται οἱ Γρεβενιῶτες, τῶν ὁποίων ἦταν γνωστή ἡ μέχρι τότε ἀδιαφορία.