«Φλόγισε καρδιές. Ξεσήκωσε λαό. Ἔδωσε ζωή, πνοή στά νιάτα. Γέμισε τίς ἐκκλησιές... Τό σύνθημά του ἦταν “πίστις - ἀγών - νίκη”. Μ’ αὐτά τά τρία ἐσώθη ἡ Ἑλλάς». Ἔτσι συνοψίζει τήν προσφορά τοῦ π. Αὐγουστίνου στήν πόλη μας ὁ γρεβενιώτης δικηγόρος Θεσσαλονίκης καί ἐπίτιμος πρόεδρος τῆς Ὁμοσπονδίας Δυτικομακεδονικῶν Σωματείων Κωνσταντῖνος Στεργιάδης.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦταν ὁ πρῶτος ἱεροκήρυκας πού ἐκείνη τήν ἐποχή ἔδρασε στήν περιοχή μας καί πραγματικά μέ τή διακονία του μᾶς πῆρε ἀπό τό σκοτάδι καί μᾶς ὁδήγησε στό φῶς. Ἄνοιξε διάπλατα μπροστά μας τούς ὁρίζοντες τῆς πνευματικῆς ζωῆς κι ἔφερε στόν τόπο μας τήν πνευματική ἄνοιξη. Ὁ ἱεραποστολικός ζῆλος καί ὁ ἔμφυτος δυναμισμός του, ἡ πολύπλευρη μόρφωση, ἡ ἱστορική γνώση, ἡ κοινωνική ἐνημέρωση καί κυρίως ἡ ἁγιογραφική καί ἁγιοπατερική κατάρτισή του, σέ συνδυασμό μέ τή βαθειά πνευματικότητα, τήν ἀσκητική ζωή, τήν ἀποστολική αὐταπάρνηση, τή χριστοκεντρική καί ἐφευρετική ἀγάπη του, τόν ἐπέβαλαν στίς συνειδήσεις μας ὡς μεγάλο ἄνδρα καί πνευματικό πατέρα. Τόν κατέστησαν πνευματικό ἡγέτη τῶν Γρεβενῶν.
Ἄν καί δέν ἦταν πολύς ὁ χρόνος πού ἔμεινε κοντά μας -μόλις δύο χρόνια ὡς μόνιμος ἱεροκήρυκας καί ἄλλα τρία ὡς ἐπισκέπτης-, ὑπῆρξε καταπληκτική ἡ ἐπίδραση τοῦ λόγου καί τῆς ἐργασίας του. Ἦταν ὁ ἀδιαμφισβήτητος ρυθμιστής τῆς πνευματικῆς, ἠθικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς τῆς πόλεως. Οἱ νοικοκυρές στίς αὐλές καί στίς βρύσες, οἱ ἄνδρες στά χωράφια καί στό βουνό, οἱ γέροντες στά καφενεῖα καί στήν ἀγορά, τά παιδιά στίς γειτονιές καί στίς ἀλάνες, τά παλληκάρια κι οἱ κοπέλλες στίς συντροφιές τους, οἱ μαθητές καί οἱ δάσκαλοι στά σχολεῖα, οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι στίς τράπεζες καί στίς ὑπηρεσίες, στά ἀστυνομικά τμήματα καί ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, ἰδιαίτερα μέσα στίς οἰκογένειες, συζητοῦσαν αὐτά πού «εἶπε ὁ ἱεροκήρυκας». Τά κηρύγματα ἀποτελοῦσαν καθημερινό οἰκογενειακό θέμα. Κι ὁ καθένας φιλότιμα προσπαθοῦσε νά ἐφαρμόζει ὅσα ἄκουγε.
Μᾶς ἐπηρέαζε ὄχι μόνο μέ τό λόγο, ὄχι μόνο μέ τό παράδειγμα ἀλλά καί μέ μόνη τήν παρουσία του ἀνάμεσά μας.
Μέλη τῆς ὁμάδας τῶν ἐργαζομένων νέων |
- Πόσο μᾶς εἶχε ἐμψυχώσει ἡ παρουσία τοῦ ἱεροκήρυκα στήν ἐξέδρα τῶν ἐπισήμων κατά τίς γυμναστικές ἐπιδείξεις τόν Ἰούνιο τοῦ 1947, ὅταν ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀναπληρώνοντας τόν ἀπουσιάζοντα Μητροπολίτη παραβρέθηκε σ᾿ αὐτές! Φτερά στά πόδια μας ἀποκτήσαμε. Σίγουρα σημειώναμε ὀλυμπιακά ρεκόρ (βλ. «Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ», ἀρ. φ. 18-19, Ἀπρ.-Ἰούν. 1947).
- Ἄνθρωπος δράσεως ἄνοιγε μπροστά μας δρόμους, μέσα ἀπό τούς ὁποίους πραγματοποιούσαμε αὐτά πού μᾶς δίδασκε, καλλιεργούμασταν καί στερεωνόμασταν στήν πίστη.
- Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακή ἦταν ἡ ἀπήχηση τοῦ κηρύγματος στόν γυναικεῖο πληθυσμό. «Ἡ γυναίκα», ἔλεγε, «ἦταν κάποτε δένδρο πού εἶχε ψηλά τούς κλώνους. Κανείς δέν μποροῦσε νά τούς ἀγγίξει. Τώρα ἡ γυναίκα χαμήλωσε τούς κλώνους της καί ὁ κάθε δανδής, ὁ κάθε ἔκφυλος, ἁπλώνει τή χερούκλα του, ἁρπάζει τούς καρπούς καί τούς τσαλαπατᾶ».
- Ἄλλοτε, ὅταν μιλοῦσε γιά τήν αἰδώ, ἔλεγε ὅτι ἡ γυναίκα μοιάζει μέ περιβόλι καί ἡ αἰδώς εἶναι ὁ φράχτης πού τή διαφυλάσσει. Τώρα ἡ γυναίκα γκρέμισε τό φράχτη καί μπαίνουν χοῖροι καί κάθε εἴδους ζῶα, τά ὁποῖα ποδοπατοῦν τά ἄνθη.
- Ζωντάνευαν σκηνές ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, καθώς οἱ ἀκροάτριες τοῦ θείου λόγου πετοῦσαν τά φτιασίδια καί πρόσφεραν πρόθυμα τά κοσμήματά τους γιά ἔργα ἀγάπης. Σεβαστές γερόντισσες σήμερα οἱ τότε νεαρές κόρες θυμοῦνται μέ συγκίνηση τή βαθειά ἐντύπωση πού προξένησαν στήν ψυχή τους τά λόγια τοῦ ἱεροκήρυκα γιά τήν ἀξία τῆς ἁγνότητος: «Ὅλοι χαιρόμαστε καί καμαρώνουμε τήν τριανταφυλλιά πού εἶναι φορτωμένη μέ τά εὐωδιαστά τριαντάφυλλά της. Ὅταν ὅμως τά πέταλα μαδηθοῦν καί τά λουλούδια μαραθοῦν, ποιός γυρίζει νά κοιτάξει τό ἄλλοτε ὄμορφο λουλούδι; Κι ἐσύ, κόρη, πού διατηρεῖς τήν ἁγνότητά σου εἶσαι ἕνα πανέμορφο εὐωδιαστό λουλούδι. Σέ καμαρώνει ὁ οὐρανός, σέ χειροκροτοῦν οἱ ἄγγελοι, σέ θαυμάζει ἡ γῆ, σέ βλέπουν μέ δέος οἱ ἄνθρωποι. Ἄν ὅμως μολύνεις τήν ἁγνότητά σου, ποιά ἀξία ἔχεις πλέον καί ποιός θά γυρίσει νά σέ κοιτάξει;». Ἀθάνατα λόγια, πού γαλούχησαν ἁγνές καί ρωμαλαῖες ὑπάρξεις, ἔθρεψαν γενιές, στήριξαν καί στηρίζουν σπίτια μέχρι σήμερα!
- Ὑποδειγματικός ἦταν ὁ ἐκκλησιασμός τῶν παιδιῶν τοῦ Κατηχητικοῦ, ἡ τάξη καί ἡ συχνότητα μέ τήν ὁποία συμμετείχαμε στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἀνά μήνα κοινωνούσαμε ὅλοι. Κάθε Κυριακή γνωρίζαμε ποιοί θά κοινωνοῦσαν. Εἶχαν προετοιμασθεῖ, ἐξομολογηθεῖ καί ἀπό τόν Ὄρθρο καταλάμβαναν τό κέντρο τοῦ ναοῦ, μπροστά στό σολέα, δεξιά τά ἀγόρια, ἀριστερά τά κορίτσια. Οἱ μεγάλοι στήν ἀρχή παραξενεύθηκαν καί σχολίαζαν: «Τί εἶναι αὐτά πού κάνει ὁ ἱεροκήρυκας; Θά μᾶς χαλάσει τή θρησκεία. Γίνεται Κοινωνία παραπάνω ἀπό τέσσερις φορές τό χρόνο;». Στή συνέχεια ὅμως μέ τήν καλλιέργεια πείσθηκαν καί ἄρχισαν νά προσέρχονται καί οἱ ἴδιοι συχνότερα στό μυστήριο.
- Μᾶς ἔμαθε ἐπίσης νά προσερχόμαστε νωρίς στή θεία Λειτουργία. Σύμφωνα μέ τόν κανονισμό τοῦ σχολείου ὅλοι οἱ μαθητές πού μέναμε τήν Κυριακή στά Γρεβενά -πολλοί ἔφευγαν στά χωριά τους- ἐκκλησιαζόμασταν συνοδευόμενοι ἀπό ὁρισμένους καθηγητές. Ἐκεῖνοι ὅμως καθυστεροῦσαν, μέ ἀποτέλεσμα νά φθάνουμε στό ναό ὄχι, ὅπως ἔπρεπε, στή Δοξολογία ἀλλά ἀκόμη καί μετά τή Μεγάλη Εἴσοδο, κάποιες φορές. Σχηματίσαμε, λοιπόν, μία ἐπιτροπή καί παρουσιασθήκαμε στό Σύλλογο τῶν καθηγητῶν. Παρακαλέσαμε νά ξεκινοῦμε ἐγκαίρως γιά τόν σχολικό ἐκκλησιασμό. Τό αἴτημά μας δέν βρῆκε ἀνταπόκριση. Ἐπανήλθαμε μέ θερμότερη παράκληση. Οἱ ὑπεύθυνοι καθηγητές προσπάθησαν νά δικαιολογηθοῦν, νά δώσουν ἐξηγήσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως ὄχι μόνο δέν ἔπειθαν, ἀλλά ἦταν σαφῶς προκλητικές. Τούς προειδοποιήσαμε ὅτι, ἄν δέν προσέλθουν στό σχολεῖο τήν ὁρισμένη ὥρα, θά ξεκινήσουμε γιά τήν ἐκκλησία μόνοι μας. Καί... τό κάναμε. Τό πρωί τῆς Κυριακῆς 30ῆς Μαρτίου 1947, ἀφοῦ μάταια περιμέναμε νά φανοῦν οἱ καθηγητές μας, πενηνταδύο μαθητές -ὅσοι εἴχαμε συγκεντρωθεῖ στήν αὐλή τοῦ σχολείου- συνταχθήκαμε μέ ἐπικεφαλῆς τό μαθητή τῆς ὀγδόης Ἠλία Ντινόπουλο, καί ἐν παρατάξει πήγαμε μόνοι μας στό ναό. Ὁ ἱεροκήρυκας ἐπήνεσε τήν πράξη μας, ἔγραψε μάλιστα τότε στή «Χρ. Σπίθα» τό ἄρθρο «Οἱ μικροί ἀγωνίζονται». Ὁ Σύλλογος ὅμως τῶν καθηγητῶν μᾶς τιμώρησε.