ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

    Θαύμα ελληνικό! Έτσι χαρακτηρίζεται συχνά η ιστορική πορεία του Έθνους μας, μια πορεία μοναδική στην παγκόσμια ιστορία.
Η αρχή της πορείας αυτής χάνεται στα βάθη του χρόνου. Είναι σαν τις πληγές ενός μεγάλου ποταμού, που βρίσκονται αρίφνητες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις εκβολές του.
  Η Ελληνική Ιστορία στο χάραμά της σμίγει αξεδιάλυτα με το μύθο. Μετά χαράζει η Αρχαία Ελληνική Ιστορία και ακολουθούν η Βυζαντινή και η Νέα, που συνεχίζεται.
  Λαμπρή σελίδα της Νέας Ελληνικής Ιστορίας είναι ο Μακεδονικός Αγώνας, ο πρώτος μετά το Εικοσιένα μεγάλος αγώνας του Ελληνισμού. Ο αγώνας των Μακεδόνων ενάντια στη Βουλγαρική κυρίως επιβουλή που απειλούσε την ελληνικότητα της Μακεδονίας και που επεδίωκε να μετατρέψει την Μακεδονία σε Βουλγαρική επαρχία.
  Ο Μακεδονικός αγώνας άρχισε στα 1870, αφού είχαν προηγηθεί άλλοι αγώνες για την ελευθερία.
  Στα 1878 εκδηλώθηκε η πρώτη μεγάλη εξέγερση των Μακεδόνων εναντίον της σλαβικής επιβολής.
  Στα 1904-1908 ο Αγώνας κορυφώθηκε. Ήταν η πιο δραματική περίοδος του.
  Όταν μιλάμε, βέβαια, για Μακεδονικό Αγώνα, εννοούμε πρόσωπα, αγωνιστές. Και πρώτα-πρώτα αγωνιστές κληρικούς και δασκάλους. Εκατοντάδες οι νεκροί ιερείς και δάσκαλοι τα χρόνια εκείνα. Και ιεράρχες παρόντες από τους πρώτους στο προσκλητήριο. Είχε φροντίσει το Πατριαρχείο να αντικαταστήσει τους αρχιερείς με νέους, δυναμικούς και μορφωμένους. Ο καθένας τους στην περιφέρειά του οργάνωσε τον Αγώνα. Τρεις μόνο θα αναφέρουμε.
  Ο Γερμανός Καραβαγγέλης: ήταν καθηγητής της Φιλοσοφίας στη Βόννη, στη Λειψία, στη Χάλκη. Τα παρατάει όλα. Τοποθετείται μητροπολίτης στην ξεχασμένη Καστοριά. Οπλισμένος γυρίζει τα χωριά. Με το έτσι θέλω, ανοίγει τις εκκλησίες, λειτουργεί ελληνικά, εκφωνεί πύρινα κηρύγματα.
  Μέγας ιεράρχης, επίσης, ο Χρυσόστομος Καλαφάτης. Ήταν δεσπότης στη Δράμα. Οργάνωσε στην κεντρική Μακεδονία τον αγώνα. Αργότερα, 27 Αυγούστου του 1922, τον κατακρεούργησαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη. Είναι ο εθνομάρτυρας και άγιος της εκκλησίας μας σήμερα.
  Στην Κορυτσά ο μητροπολίτης Φώτιος. Πάντα ο παπάς και ο δάσκαλος στο στόχο του εχθρού. Γιατί όταν αυτοί οι δυο κάνουν στέρεα  το καθήκον τους, η πατρίδα έχει ακλόνητα τα θεμέλιά της. Όταν αυτοί σαν φυσικά πρόσωπα περιθωριοποιηθούν ή αποπροσανατολιστούν όλα σωριάζονται σαν χάρτινος πύργος.
  Το έμβλημα όμως του Μακεδονικού αγώνα είναι ο Παύλος Μελάς.Τον Ιούλιο του 1904 επιστρέφει για δεύτερη φορά στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο ζωέμπορος Πέτρος Δέδες. Έχει μερικές επαφές και φεύγει, για να έρθει για τρίτη και  τελευταία φορά 18 Αυγούστου του 1904 με ανταρτικό σώμα 35  ανδρών, φορώντας τη στολή, το ντουλαμά του Μακεδονομάχου,  με  έναν σταυρό στο μέρος της καρδιάς, με το ψευδώνυμο  καπετάν-Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των λατρεμένων παιδιών του Μίκη, Μιχάλη, και Ζέζα, Ζωή, που δεν θα τα ξανάβλεπε πια. Αξιωματικός του ελληνικού στρατού ήταν, έγινε σύμβολο για τους Μακεδόνες. Γιατί γι' αυτούς ενσάρκωνε τα πάντα. Από όπου περνούσε, ο αγώνας φούντωνε. Τα 35 του παλικάρια όμως δεν ήταν μαθημένα στο βαρύ χειμώνα της Μακεδονίας ,που άγριος είχε φτάσει τη χρονιά εκείνη. Κοιμούνταν σαν τ' αγρίμια με μια κάπα στα χιόνια, στις παγωνιές, στα δάση κι έπαθαν πυρετούς.
  Κι ένα βράδυ 13 Οκτωβρίου του 1904, μπήκαν στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς (Παύλος Μελάς σήμερα) να διανυκτερεύσουν σε σπίτια, Στα Κορέστια έβρεχε αδιάκοπα τη νύχτα εκείνη. Ο Παύλος με έξι από τα παλικάρια του, θα διανυκτέρευε στο σπίτι του Κατζάκη. Ο κομιτατζής Μητροβλάχος πρόδωσε στους Τούρκους το σώμα. Περικύκλωσαν το χωριό. Το τουφεκίδι άρχισε. Σε μια ανάπαυλα της μάχης, ενώ είχε πέσει πια για τα καλά η νύχτα, κατέβηκε το παλικάρι προσεκτικά από τη σκάλα και στάθηκε κατά μεσής της αυλής να κατοπτεύσει τι συμβαίνει. Λένε οι χωρικοί ότι μέσα στη νύχτα έδωσαν στόχο οι άσπρες του κάλτσες. Κανένας δεν γνώριζε την ταυτότητα του. Ομοβροντία επάνω του έπεσαν τα πυρα. Κι ακούστηκε η φωνή του να λέει, όπως τα περιγράφει το πρωτοπαλίκαρο του  ο Πύρζας,  :  «Ωχ!  Στη  μέση  με πήρε, παιδιά» Μια σφαίρα του χτύπησε δεξιά τη μέση και σφηνώθηκε στο νεφρό του. Από την πληγή του το αίμα σταλαγματιά, 1   σταλαγματιά   έβαφε   τη    Μακεδόνικη   γη    και    «γινόνταν αρραβώνας με τη λευτεριά». Σύρθηκε ματωμένος στο υπόγειο,τον άρπαξαν τα παλικάρια, κάλεσε τον Πύρζα το πρωτοπαλίκαρο του κι έβγαλε το σταυρό του: Το σταυρό μου να το δώσεις στη Ναταλία, στη γυναίκα μου», του είπε. Έβγαλε και το όπλο του: «το όπλο στο Μίκη, στο γιο μου και να τους πεις ότι το χρέος μου έκανα». Κι έπειτα ξεζώσθηκε τα άρματα, κοιτούσε τη φωτογραφία των παιδιών του αδιάκοπα, ενώ πάγωνε, ενώ μελάνιαζαν τα, χείλη του, ενώ η φωνή του έπεφτε και έπειτα είπε δυο φορές «πονώ, πονώ» και ξεψύχησε.
  Όταν όμως μιλούμε για Μακεδόνικο Αγώνα, πώς να μην αναφέρουμε και την προσφορά των αμάχων; Σε πολιτείες και χωριά όλοι επιστρατεύονται. Μετέβαλαν τα σπίτια τους σε πραγματικά οπλοστάσια, άνοιγαν παραπόρτια, που μπορούσε από πόρτα σε πόρτα ένα σώμα να διασχίσει την πόλη ολόκληρη και   να   φύγει,   όταν   καταδιώκονταν   από   τους   Τούρκους. Κατασκεύασαν κρυψώνες που τις γέμιζαν με όπλα ή νοσήλευαν πληγωμένους Μακεδονομάχους. Όλοι παρόντες στον αγώνα. Αλλά όταν μιλάμε για Μακεδονικό Αγώνα, πρέπει να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τον αγώνα στο βάλτο. Τα χρόνια εκείνα στο βάλτο των Γιαννιτσών από τις προσχώσεις του Λουδία σχηματίστηκε   ένας   τόπος   καταραμένος. Λάσπες,   καλάμια, νεροφίδες, βδέλλες, βατράχια, κουνούπια, ελονοσία θέριζε. Εκεί διάλεξαν οι Βούλγαροι να στήσουν το στρατηγείο τους. Εκεί ύψωσαν 22 καλαμένιες καλύβες. Ένα σλαβόφωνο ελληνόπουλο από τα Γιαννιτσά, ο Γκόνος, που έμεινε γνωστός σαν το στοιχειό του βάλτου, έφτιαξε ένα στόλο από παράξενες βάρκες, μπλάβες τις έλεγαν, και μπήκε στο βάλτο. Κι έπειτα ήρθαν παλικάρια πολλά. Όλοι μαζί καθάρισαν το βάλτο. Έπαθαν και πυρετούς, αλλά   δεν ξέφευγαν, από   φόβο   μήπως   ξαναγυρίσουν   οι Βούλγαροι. Θα μιλήσουμε για έναν μόνο, γιατί, αν θέλαμε να πούμε για όλο το Μακεδονικό Αγώνα, δε θα μας έφταναν μέρες και νύχτες.
  Τέλλος Αγαπηνός, ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού από τους Γαργαλιάνους της Πελοποννήσου. Μόλις αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων, έρχεται εθελοντής στο βάλτο. Σε μια συμπλοκή πληγώνεται βαριά. Του σπάνε το δεξιό βραχίονα, την ωμοπλάτη, την κλείδα. Τον φέρνουν στο προξενείο Θεσσαλονίκης να τον κάνει καλά ο γιατρός Ζάνας και έπειτα για ανάρρωση τον πάνε στη Νάουσα, όπου γίνεται στενός φίλος με τον Αντώνη Μίγκα. Κι όποιος δει το Χάρο με τα μάτια, καταλαβαίνει και την αξία της ζωής. Σκέφτεται το παλικάρι: «Ποιον ωφελεί αυτός ο πόλεμος; Γιατί χριστιανοί με χριστιανούς, Έλληνες και Βούλγαροι να ακονίζουμε τα μαχαίρια μας και να αλληλοεξοντωνόμαστε; Δεν μπορούμε ειρηνικά να λύσουμε τις διαφορές μας και από κοινού να διώξουμε τους Τούρκους από την Ευρώπη; Θα μιλήσω». Ο Ζλατάν και ο Κασάπτσε, οι βοεβόδες, του προτείνουν «έλα να κουβεντιάσουμε. Αλλά θα 'ρθεις άοπλος». Και πήγε με συντροφιά το φίλο του το Μίγκα. Τους έψησαν αρνί, τους κέρασαν   κρασί,   έφαγαν,   τραγούδησαν, χόρεψαν.   Πριν ν' αρχίσουν να συζητούν, σφυρίζει κλέφτικα ο Ζλατάν και από τις γύρω λόχμες ορμούν δεκάδες οπλισμένοι κομιτατζήδες. Τα δυο παλικάρια άοπλα. 23 ετών ο Άγρας. Τα πιάνουν, τα δέρνουν, τα ματώνουν, τους ξεσκίζουν τα ρούχα, τους κρεμάνε από μια μεγάλη σιδερένια κουδούνα στο λαιμό, όπως έκαναν τις αρκούδες, και τραβώντας τους από μια τριχιά σαν να ήταν ζώα, τους γύριζαν από χωριό σε χωριό και τους έδερναν άγρια. Τους διαπόμπευαν στους Έλληνες. «Να, χαρείτε τους. Αυτοί οι γελοίοι ήρθαν να σας ελευθερώσουν». Τους διαπόμπευαν στους Βουλγάρους: «Χορέψτε, ορέ, σαν τις αρκούδες να γελάν οι Βούλγαροι». Και αυτοί δε χόρευαν. Αξιωματικός ήταν. Τους ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου κι ύστερα τους κρέμασαν σε μια καρυδιά, ανάμεσα στα χωριά Βλάδοβο και Τέχοβο, που σήμερα αντίστοιχα ονομάζονται Αγρας και Καρυδιά.
  Το 1908 ο Μακεδόνικος Αγώνας διακόπτεται με την επανάσταση των Νεότουρκων.
  Στην περιοχή μας, στα Γρεβενά, το Μάρτιο του 1910 τοποθετείται μητροπολίτης. Μέχρι τότε επίσκοπος Πέτρας Αιμιλιανός Λαζρίδης. Η δράση του ενόχλησε τους ρουμανίζοντες και την 1η Οκτωβρίου του 1911 ανάμεσα στα χωριά, που σήμερα λέγονται Αιμιλιανός και Δεσπότης, τον κατακρεουργούν. Η θυσία του θεωρήθηκε μία από τις αφορμές για την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, που ξεσπούν τον επόμενο χρόνο και χαρίζουν την ελευθερία στη Μακεδονία μας.
  Η Ελλάδα εισέβαλε στη Μακεδονία από τη Θεσσαλία και μάλιστα από την Ελασσόνα. Στα Γρεβενά έφθασε στις  13 Οκτωβρίου  1912  υπό το συνταγματάρχη Στέφανο Γεννάδη ανεξάρτητο απόσπασμα που αποτελούνταν από σχηματισμούς πεζών, ευζώνων, πεζοναυτών, ανταρτών. Είχε ενισχυθεί από μια διλοχία   του   24ου   Πεζικού   Συντάγματος   με  διοικητή   τον & ταγματάρχη Κουσουράκη και με τα εθελοντικά σώματα του Μακεδονομάχου οπλαρχηγού - λοχαγού Γ. Κατεχάκη.
  Με την απελευθέρωση της Μακεδονίας, τυπικά, ο Μακεδόνικος Αγώνας τελειώνει. Ουσιαστικά συνεχίζεται, αφού και σήμερα οι προπαγάνδες εις βάρος της Μακεδονίας μας από γείτονές μας οργιάζουν. Έγιναν ανταλλαγές πληθυσμών, υπογράφτηκαν συνθήκες, τους Βουλγάρους τους συγχωρήσαμε και καλά κάναμε. Σήμερα το παρελθόν δε σκιάζει τις σχέσεις μας. «Θα συγχωρούμε, αλλά δε θα ξεχνούμε. Θα θυμόμαστε τι πάθαμε, για να μην το ξαναπάθουμε. Λαοί που ξέχασαν την ιστορία τους, γράφει ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματα του, αναγκάστηκαν να την ξαναζήσουν. Αν ξεχάσουμε τον Μακεδόνικο Αγώνα, μας περιμένουν καινούριες θυσίες, καινούρια κρεμασμένα παλικάρια, κόκίχλα, αίματα, ολοκαυτώματα. Θα θυμόμαστε. Εχθροί μας η άγνοια, η αδιαφορία, ο εφησυχασμός, ο διχασμός. Έναν, έναν αυτούς τους εχθρούς αν ως άτομα και έθνος τους κατανικήσουμε, η νίκη θα είναι δική μας. Γιατί το δίκιο της Ιστορίας είναι με το μέρος μας.                                         
  Τελειώνω με τους βαθυστόχαστους στίχους του Παλαμά: «Χρωστάμε και σ' όσους ήρθαν, πέρασαν, θα 'ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν: οι αγέννητοι, οι νεκροί». Θα περάσουμε κάποια στιγμή όλοι μας: Μακεδόνες και πανέλληνες, λαός, στρατός, μαθητές από το νοητό δικαστήριο της Ιστορίας. Και κριτές που θα μας δικάσουνε, θα ειν' ο καπετάν- Αγρας, θα είναι ο καπετάν- Παύλος Μελάς, ο Μίκης Ζέζας, που 100 χρόνια πριν, άφησε τα κόκαλα του στη • Μακεδονία, για να μείνει ελληνική. Και θα μας ρωτήσουν: «Εμείς ήρθαμε από τα πέρατα της Ελλάδος και αφήσαμε αρραβώνα λευτεριάς με τη Μακεδονία, τα κόκαλα μας στη Μακεδονία. Εσείς, τι κάνατε για την ελευθερία της Μακεδονίας. Θα μας ρωτήσουν οι γενιές που θα 'ρθουν μετά από μας: «Εσείς βρήκατε μια ελεύθερη πατρίδα, χαρήκατε την ελευθερία, κάνατε και κατάχρηση μερικές φορές. Εσείς, τι κάνατε για την ελευθερία της Μακεδονίας;» Μακάρι τότε, παιδιά, όλοι μας, δάσκαλοι, μαθητές, λαός,στρατός, Μακεδόνες, πανέλληνες, απόδημοι να μπορούμε με παρρησία να πούμε ό,τι είπε 100 χρόνια πριν τέτοιο καιρό στη Στάτιστα της Καστοριάς, ο Παύλος Μελάς ξεψυχώντας: «Το καθήκον μας κάναμε για τη Μακεδονία».