ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΤΑΘΜΟ   

ΠΡΟΣΩΠΑ:     

  1.Παιδί με εφημερίδες
  2. Αφηγητής
  3. Στρατιώτης Α΄
  5. Στρατιώτης Γ΄
  4. Στρατιώτης Β΄
  6. Στρατιώτης Δ΄
  7. Στρατιώτης Ε΄
  8. Μητέρα Α΄
  9. Μητέρα Β΄
10. Πατέρας
11.  Γυναίκα
12. Αδελφή νοσοκόμα
13. Άννα
14. Λένιω

Α΄ ΣΚΗΝΗ

 Παιδί: Εφημερίδες! Εφημερίδες! Έκτακτες ειδήσεις! Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο! Γενική επιστράτευση! Εφημερίδεεες!
 (Ακούγονται σειρήνες)
Αφηγητής: Οι καμπάνες και οι σειρήνες ήχησαν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά. Οι Έλληνες έπρεπε να κάνουν το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα  και στους προγόνους τους, που με αγώνες και θυσίες κράτησαν ελεύθερο τούτο τον τόπο. Όχι! Απάντησαν με μια φωνή στους Ιταλούς οι γεωργοί, οι ψαράδες, οι βοσκοί, οι άνθρωποι της πόλης και των χωριών.
 Όλοι άφησαν στη μέση τις δουλειές τους και από όλα τα μέρη της Ελλάδας έτρεξαν σε λιμάνια και σταθμούς για να παρουσιαστούν στον τιμημένο μας στρατό που αντιστάθηκε γενναία στους εισβολείς.

      (Το σκηνικό δείχνει ένα σταθμό με τρένο. Η ταμπέλα γράφει σιδηροδρομικός σταθμός. Ακούγονται ήχοι από τρένα. Μπαίνουν στη σκηνή τα φανταράκια που είναι έτοιμα να φύγουν και οι συγγενείς τους. Στο βάθος της σκηνής ένας φαντάρος με τη γυναίκα του βηματίζει κουβεντιάζοντας. Στη μια άκρη μπροστά η μάνα χαιρετά το γιο της, του τακτοποιεί τα ρούχα τον αγκαλιάζει. Στη μέση ο πατέρας χαιρετά τον γιο του. Στην άλλη άκρη της σκηνής μάνα και αδελφή νοσοκόμα χαιρετούν δυο φαντάρους. Όλοι συζητούν χωρίς να ακούμε τι λένε. Έρχεται πιο μπροστά ο στρατιώτης με τη μαυροντυμένη μάνα του.)

Στρατιώτης A΄:  Δώσε μου μάνα την ευχή σου
                        πάει να πολεμήσει το παιδί σου
                        ψηλά στης Πίνδου τα βουνά
                        για της πατρίδας μας τη λευτεριά.

Μητέρα: Παιδί μου να’ χεις την ευχή μου.
             Τον εχθρό που ήρθε πάλι
              την Ελλάδα να προσβάλλει
              να πολεμήσετε σκληρά
              για την πατρίδα τη γλυκιά.

      (Πηγαίνουν και πάλι στην άκρη κι η μάνα σκουπίζει τα μάτια της με ένα μαντήλι. Έρχεται πιο μπροστά στη σκηνή ο πατέρας με το γιο του)

Πατέρας:  Λεβέντης να’ σαι δυνατός
               τίποτε μη φοβάσαι
               η Ελλάδα βγάζει ήρωες
               πάντα να το θυμάσαι.


Στρατιώτης Β΄:  Θ’ αγωνιστώ πατέρα μου
                    κι εγώ σαν παλικάρι
                    στη μάχη μέσα θα ριχτώ
                    με θάρρος σα λιοντάρι.

         (Πηγαίνουν πιο πίσω και έρχεται στο πρώτο πλάνο ο στρατιώτης που δείχνει στη γυναίκα του όλους γύρω του)

Στρατιώτης Γ΄:   Ο πόθος για τη λευτεριά,
                         δες όλους μας ενώνει.                                                        
                         Και τώρα που ήρθε η στιγμή
                         βροντοφωνάζουμε το ΟΧΙ.
                         Όλοι μαζί με μια ψυχή
                         αρπάζουμε τη ξιφολόγχη.

Γυναίκα:   Θα προσεύχομαι να σας σκεπάζει
               της Παναγιάς η άγια χάρη.
               Κανένα μη σας βρει κακό
               να’ ρθετε πίσω νικητές με το καλό.                


    (Του δίνει ένα μπόγο και βηματίζουν πάλι στο πίσω μέρος της σκηνής. Έρχονται στο κέντρο τα τέσσερα άτομα που ήταν στο πλάι)

Μητέρα:  Πάρε, παιδί μου, φυλαχτό
              ετούτο το χρυσό σταυρό
              δύναμη για να σου δώσει
              με νίκες να σε στεφανώσει.

Στρατιώτης Δ΄:   Φεύγουμε για το μέτωπο
                         για πόλεμο κινάμε
                         με τη βοήθεια του Θεού
                         κανένα δε φοβάμαι.

(Γυρνά προς τον άλλο της το γιο)

Μητέρα: Παιδί μου, ώρα σου καλή.
              Η Παναγιά μαζί σου
              σου δίνω την εικόνα της
              να λες την προσευχή σου.

Αδελφή-νοσοκόμα:  Αδέλφια μου, να πάτε στο καλό.
                              Εγώ από εδώ θ’ αγωνιστώ
                              να σώζω τραυματίες
                              χωρίς να σκέφτομαι λεπτό
                              ξενύχτια και ταλαιπωρίες.
                              Γράμματα να μας στέλνετε
                              κι εγώ θα γράφω τακτικά
                              κουράγιο για να παίρνετε.

Στρατιώτης Ε΄:   Σ’ ευχαριστούμε, αδελφούλα μας,
                         στο μέτωπο ψηλά
                         τα όσα θα μαθαίνουμε
                         θα’ ναι για μας χαρά.

         (Ακούγεται σφύριγμα τρένου. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Η μάνα τους δίνει ένα ταγάρι ή ένα καλάθι. Όλες οι γυναίκες κουνούν μαντήλι και σκουπίζουν τα μάτια τους. Οι στρατιώτες κάνουν δυο-τρία βήματα γυρίζουν πίσω και χαιρετούν και μετά φεύγουν. Φεύγουν και οι γυναίκες λυπημένες από την άλλη πλευρά της σκηνής)

Τραγούδι: Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε...

Β΄ ΣΚΗΝΗ

  (Μουσική. Μέσα στο σπίτι είναι η μάνα με την κόρη και συζητούν. Χτυπά η πόρτα και βλέπουν ξαφνικά να μπαίνει η Άννα που κρατά μια πάνινη τσάντα με κουβάρια.)

Μητέρα: Να και η Άννα!

Άννα:  Χαίρομαι που σας βρίσκω εδώ.
          Σοφούλα, κοίτα τι έχω φέρει
          θα΄ρθει κι η Πόπη κι η Ρηνιώ
          να κάνουμε νυχτέρι!

Νοσοκόμα:  Άννα, πώς τα κατάφερες
                 και πήρες τόσο νήμα;
                 Δε σου’ πανε όπως προχθές;
                 «είσαι μικρούλα, κρίμα»

Άννα:  Άστα! Αφού κάθησα τρεις ώρες στην ουρά
          τι μου’ παν όταν έφτασα κι εγώ μπροστά-μπροστά.
          Είν’ τα χεράκια σου μικρά και δεν μπορούν να πλέξουν
          κάτι μικρούλια σαν και σε είναι καλύτερα να παίξουν.

Νοσοκόμα: Και τι απάντησες εσύ;

Άννα:  Ή παίρνω το μαλλί
           ή φεύγω για της Πίνδου
           την πρώτη τη γραμμή.
           Μ’ Ελληνοπούλες άφοβες
           να κουβαλώ ψηλά
           στ’ αδέλφια μας
           τα πυρομαχικά.
           Τότε η κυρία Διανομεύς
            με χάιδεψε απαλά
            και το μαλλί μου ζύγισε
            και τώρα τι χαρά!

Μητέρα: Άκουσε, Αννούλα μου,
            κι αυτό που θα σου πω.
            Μαζί με κάθε βελονιά
            ποτέ να μην ξεχνάς
            μια προσευχούλα στον Χριστό
            να στέλνεις από την καρδιά
            για το στρατό που πολεμά
            στης Πίνδου τα βουνά.

Νοσοκόμα: Πόσο θα το΄θελα κι εγώ
                 να ήμουν εκεί πάνω
                 στη Λένιω μας σιμά
                 που στης Ηπείρου τα βουνά
                 τις σφαίρες κουβαλά
                 για το λεβέντη τον τσολιά.

(Εκείνη την ώρα χτυπά η πόρτα και μπαίνει η Λένιω ντυμένη ηπειρώτισσα και με το χέρι δεμένο με επίδεσμο)

 
Μητέρα: Λένιω! Και μόλις λέγαμε για σε
             Πώς βρέθηκες εδώ;

Λένιω: Κουβάλαγα πολεμοφόδια
            στης Πίνδου μια πλαγιά
            και μια σφαίρα με χτύπησε
            στο χέρι ξαφνικά.
            Με τ’ άλλο το πανέρι άρπαξα
            και τράβηξα μπροστά
            μα δυο λεπτά δεν πέρασαν
            λαβώθηκα ξανά.
            Σβήσανε τα μάτια μου
            κι ούτε θυμάμαι πια...

Νοσοκόμα: Σίγουρα θα σε φέρανε μαζί
                 με άλλους τραυματίες.

Λένιω: Ναι, και τώρα που είμαι πια καλά
           ήρθα για λίγο να σας δω.
           Να μείνω άλλο δε μπορώ,
           θα πάω πίσω κι ας πεθάνω.
           Για την πατρίδα μου θ’ αγωνιστώ
           κι ό,τι μπορώ θα κάνω.

Μητέρα: Πριν φύγεις πες μας τα νέα από τον πόλεμο.

Λένιω: Νίκες λαμπρές! Δόξα τρανή!
           Καινούργιες δάφνες πάλι
           Μπρος ο στρατός μας προχωρεί
           και φεύγουν οι Ιταλιάνοι!
           Πήραμε το Αργυρόκαστρο!
           μετά το Τεπελένι!
           Κι η Ρώμη σύντομα κι αυτή
           ελληνική θα γένει.
           Σκλάβος ο Έλληνας ποτέ
           δεν πρόκειται να ζήσει
           γενναίο θάνατο θα βρει
           ή νικητής θα ζήσει

(Την αγκαλιάζουν, τη φιλούν και την αποχαιρετούν)

Τραγούδι: Πήρες το φόρτωμα στην πλάτη...


ΤΕΛΟΣ

Κοστούμια
Εφημεριδοπώλης: Σκούρο παντελόνι, πουκάμισο με γυριστά μανίκια, τιράντες, τραγιάσκα.
Μητέρα: Μακριά μαύρη φούστα, πουκάμισο, σάλι στον ώμο, σκούρο μαντήλι στο κεφάλι, ταγάρι ή καλάθι.
Γυναίκα: Φούστα μακριά, πουκάμισο, γιλέκο ή ζώνη, καπέλο, σάλι, τσαντάκι, ομπρέλα, κότσο τα μαλλιά, πάνινο μπόγο.
Στρατιώτης: Χακί παντελόνι, χακί πουκάμισο, δίκοχο καπέλο, παπούτσια.
Νοσοκόμα: Άσπρη φαρδιά φούστα, άσπρο πουκάμισο, άσπρο καλσόν και παπούτσια, μπλε μαντήλι με άσπρο.
Πατέρας: σακάκι, παντελόνι, παπούτσια, πουκάμισο, καβουράκι, καλάθι.
Όλοι όσοι αποχαιρετούν κρατούν μαντήλι.