Πῶς θά μπορούσαμε νά θεωρηθοῦμε ἄξιοι μαθητές τῶν ἀποστόλων ὅταν, ἐνῶ μᾶς δίνουν ἐκεῖνοι παράδειγμα θυσίας καί σταθερότητας, ἐμεῖς καί σέ καιρό εἰρήνης ἐμφανιζόμαστε δειλοί καί λιποτάκτες; Κανείς δέν μᾶς πολεμᾶ, κι ὅμως αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς σφάζουν. Κανείς δέν μᾶς καταδιώκει, κι ὅμως νιώθουμε ἐξασθενημένοι. Σέ καιρό εἰρήνης καλούμαστε στή σωτηρία καί οὔτε αὐτό τό κατορθώνουμε. Οἱ ἀπόστολοι, ὅταν ἡ φωτιά τῆς ἀπιστίας ἐξαπλωνόταν σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, δέν φοβήθηκαν νά μποῦν σ᾿ αὐτή καί νά ἁρπάξουν μέσα ἀπ᾿ τίς φλόγες ὅσους καίγονταν, ἐνῶ ἐσύ οὔτε τόν ἑαυτό σου δέν μπορεῖς νά σώσεις.
Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά σταθοῦμε μπροστά τους; Δέν ὑπάρχουν πιά οὔτε μαρτύρια οὔτε φυλακίσεις οὔτε ἄρχοντες οὔτε συναγωγές οὔτε κάτι παρόμοιο ἐναντίον μας. Ἀντιθέτως μάλιστα τήν ἐξουσία κατέχουν ἄνθρωποι βαπτισμένοι χριστιανοί. Δηλαδή ὄχι μόνο δέν ὑπάρχουν διωγμοί γιά ὅσους πιστεύουν στόν Χριστό, ἀλλά μποροῦν νά ἀνέλθουν σέ μεγάλα ἀξιώματα καί νά ἀπολαύσουν τιμές καί δόξες. Οὔτε ὅμως καί ἔτσι, μέσα στήν ἄνεση καί στήν ἐλευθερία καταφέρνουμε τή σωτηρία μας.
Οἱ ἀπόστολοι ἀλλά καί οἱ μαθητές τους, ἐνῶ καθημερινά συλλαμβάνονταν καί ἔφεραν πάνω στό σῶμα τους πληγές καί τραύματα ἀπό τά βασανιστήρια, ἔνιωθαν πιό εὐτυχισμένοι κι ἀπό ὅσους εἶναι στόν παράδεισο. Ἐμεῖς ὅμως, ἄν καί οὔτε στόν ὕπνο μας δέν ὑποφέραμε τίποτα ἀπό αὐτά, τό φρόνημά μας εἶναι τόσο «μαλακό», περισσότερο κι ἀπό τό πιό μαλακό κερί.
Καί ἐπιπλέον οἱ ἀπόστολοι συχνά κακοπαθοῦσαν ἀπό ἐκείνους πού εὐεργετοῦσαν. Εἰσέπρατταν κακό ἀντί τοῦ καλοῦ πού ἔκαναν, ἀλλά δέν ταράσσονταν. Ἐσύ ὅμως ἄν τυχόν ἔχεις εὐεργετήσει, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, κάποιον κι ἐκεῖνος σοῦ φερθεῖ ἄσχημα, ἀναστατώνεσαι, ἐνοχλεῖσαι καί μετανιώνεις γιά τό καλό πού ἔκανες. Ἄν, λοιπόν, συμβεῖ διωγμός, πράγμα πού δέν τό εὔχομαι, σκέψου πόσο θά γελοιοποιηθοῦμε καί πόσες προσβολές θά ὑποστοῦμε, διότι δέν ἔχουμε καθόλου τό μαρτυρικό φρόνημα τῶν ἀποστόλων!
Ἰω Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον 33,5· ΕΠΕ 10,446
Ἀπόδοση Ε.Χ.
Ψάχνουμε σήμερα νά βροῦμε πρότυπο γιά τούς νέους μας. Τούς νέους πού ἔμειναν χωρίς πυξίδα στούς κλυδωνισμούς τῆς ἐποχῆς μας, χωρίς στήριγμα στό σάλο τῶν ἰδεῶν, χωρίς ὁδηγό ἀνάμεσα σέ τόσες πλάνες, ἀνασφαλεῖς, ἀνερμάτιστοι, ἀκαθοδήγητοι. Κι ὅμως ὑπάρχουν πρότυπα ἄξια νά ἐμπνεύσουν τή νεανική ψυχή, ζωντανά κι ἀγέραστα στό πέρασμα τῶν αἰώνων, πού δέν θά ξεγελάσουν ποτέ ὅσους θά θελήσουν νά τά ἀκολουθήσουν. Εἶναι οἱ ἅγιες μορφές πού πυκνώνουν τούς χορούς τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας μας. Τό μήνα αὐτό ἰδιαίτερα ἡ ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης προβάλλει ἰδανικό πρότυπο γιά τούς νέους τόν ἅγιό της. Ὁ Δημήτριος ἦταν πράγματι χαριτωμένος σέ ὅλα, ὥστε θά μποροῦσε γι’ αὐτόν νά πεῖ ὁ Θεός αὐτό πού εἶπε γιά τόν Δαβίδ· «εὗρον ἄνδρα κατά τήν καρδίαν μου». Τή σκιαγραφία του μᾶς δίνει στόν ἐγκωμιαστικό λόγο του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γράφοντας:
Ἦταν ἕνας τρυφερός νέος, πολύ ὡραῖος νά τόν βλέπεις ὄχι μόνο ὡς πρός τόν ἔξω ἄνθρωπο, πού ἀντιλαμβάνεσαι μέ τίς αἰσθήσεις ἀλλά πολύ περισσότερο στόν ἐσωτερικό, πού δέν βλέπουμε. Αὐτόν σάν εἶδε ὁ Θεός, πού βλέπει στήν καρδιά, τόσο αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τό πνευματικό καί ἀθέατο κάλλος, ὥστε εὐδόκησε νά κατασκηνώσει σ’ αὐτόν καί νά γίνει ἕνα πνεῦμα μ’ αὐτόν καί ἔτσι νά τόν κατεργασθεῖ θεῖο σ’ ὅλα. Τόν Δαβίδ, ὅπως ξέρουμε, τόν βρῆκε «κατά τήν καρδίαν» του (Ψα 88,20) ὅταν ἦταν ἄνδρας. Τόν Δημήτριο ὅμως τόν βρῆκε ἐργάτη ἀνεπαίσχυντο, ἐκπληρωτή τῶν ἐντολῶν του, ὅταν δέν εἶχε φτάσει κἄν στήν ἀνδρική ἡλικία, πολύ νέο ἀκόμη. Βρῆκε «σκεῦος ἐκλογῆς» κατά τόν Παῦλο, γιά νά βαστάσει τό ὄνομά του μπροστά σέ εἰδωλολάτρες καί βασιλεῖς (Πρξ 9,15), βρῆκε κάτοπτρο ἀκηλίδωτο, πού δεχόταν καί ἔδειχνε τήν οὐράνια καί ἀνέκφραστη καλλονή. Ἐγώ ἀκούω ὅτι καί ἡ φωνή ἐκείνη γι’ αὐτόν λέχθηκε μυστικά· «νά, ὁ δοῦλος μου, τόν ὁποῖο διάλεξα, στόν ὁποῖο εὐχαριστήθηκε ἡ ψυχή μου. Θά βάλω σ’ αὐτόν τό Πνεῦμα μου καί θ’ ἀναγγείλει τή δικαιοσύνη στούς εἰδωλολάτρες» (Ἠσ 42,1). Καί ἄλλους θά τούς ἀλλάξει καί θά τούς κάνει ἀξίους ἀπό ἀναξίους, γιά νά εἶναι αὐτός σάν τό δικό μου στόμα (Ἰε 15,19), κι ἄλλους θά τούς ἐλέγξει καί θά τούς καταισχύνει καί θά ἀποδείξει ὅτι ἔχουν ἑτοιμασθεῖ γιά τήν καταστροφή. Ἄν καί αὐτά γράφτηκαν βέβαια γιά τόν Χριστό, μποροῦμε ὅμως νά τά χαρίσουμε σάν ἀπό μέρους του, σ’ ὅσους ζοῦν ἀκριβῶς κατά τόν τύπο του…
(Ὁ φθονερός διάβολος) κάνει μανιακούς τούς ὑπηρέτες τῆς πλάνης ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου τῆς πλάνης καί συλλαμβάνοντάς τον, τόν διώκτη τῆς ἀπάτης, τόν ὁδηγοῦν στόν βασιλιά τῆς ἀπάτης (δηλ. τόν Μαξιμιανό) κι ἔτσι ἀποδύεται στό στάδιο τοῦ μαρτυρίου ὁ Δημήτριος, πού ἀπό παιδί ἦταν γεμάτος μέ ἀνέκφραστες χάρες καί ἦταν σ’ ὅλα σοφός καί δίκαιος καί ὅσιος καί ἀπόστολος καί παρθένος καί πάναγνος. Καί δέν εἶναι πολύ νά ποῦμε ὅτι ἦταν καί ὁ ἀγαπημένος τοῦ Χριστοῦ μαθητής ἤ δοῦλος ἤ στενός φίλος καί παρά πολύ οἰκεῖος ἤ μᾶλλον ὅλα μαζί, γιατί ἔζησε μ’ ὅλα τά ἀγαπητά στόν Θεό, λογισμούς καί λόγους καί πράξεις.
Ὑπάρχει μία ὑπόγεια στοά στό ναό τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεομήτορος, πού ὀνομάζεται «Καταφυγή». Ἐπειδή ὅταν ἐπικρατοῦσε ἡ ἀσέβεια, οἱ ἐκδηλώσεις τῆς εὐσέβειας δέν μποροῦσαν νά παρουσιάζονται φανερά, ὁ μάρτυρας ἀγαποῦσε νά πηγαίνει σ’ ἐκεῖνα τά ὑπόγεια, ὅπου μετέδιδε σ’ ὅσους ἔρχονταν τήν οὐράνια διδασκαλία καί σ’ ὅσους ἀπό τήν ἀσέβεια σάν ἀπό πολυκύμαντη θαλασσοταραχή κατέφευγαν σ’ αύτόν, πού ἦταν πράγματι τό γαλήνιο λιμάνι τῆς εὐσεβείας, ἄφοβα δίδασκε καί ἐκτελοῦσε τά τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Καί ἔτσι ἦταν πράγματι ὁ μάρτυρας τοῦ Θεοῦ, καταφυγή ὅλων ἐκείνων πού προτιμοῦσαν τήν εὐσέβεια κι ἀπ’ αὐτό ὀνομάσθηκε καί ὁ τόπος καταφυγή.
Γρ. Παλαμᾶ,
Ὁμιλία εἰς τόν ἐν ἁγίοις μεγαλομάρτυρα
καί θαυματουργόν καί μυροβλύτην Δημήτριον