α) Τή θεραπεία τῆς ψυχικῆς του παραλυσίας, τήν ὁποία τοῦ δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία.
Τήν ψυχήν μου, Κύριε,
ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις
καί ἀτόποις πράξεσι
δεινῶς παραλελυμένην,
ἔγειρε τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασία,
ὥσπερ καί τόν παράλυτον
ἤγειρας πάλαι
ἵνα κράζω σεσωσμένος·
Οἰκτίρμον, δόξα, Χριστέ,
τῷ κράτει σου.
β) Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου·
...Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει
πάντα ὑποτέτακται
πάντων ἡμῶν μνήσθητι
καί ἐλέησον, Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος.
Ἡ Ἐκκλησία μας τήν Δ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα διαβάζει τήν περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,1-15). Ζήτημα δημιουργήθηκε γιά τόν καθορισμό «τῆς ἑορτῆς τῶν Ἰουδαίων», τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν ἀρχή τῆς διηγήσεώς του. Ποιά εἶναι αὐτή «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων», μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς βρῆκε τόν ἰσραηλιτικό λαό συγκεντρωμένο στά Ἰεροσόλυμα; Ἕνα χειρόγραφο, ὄχι σπουδαῖο, προσθέτει τήν λέξη «τῶν ἀζύμων», καί ἕνα ἄλλο «τῆς σκηνοπηγίας». Αὐτά εἶναι ἑρμηνευτικά γλωσσήματα τοῦ περιθωρίου. Ἀπό τούς ἑρμηνευτές ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς νεωτέρους ἀκολουθοῦν τόν Χρυσόστομο, κατά τόν ὁποῖο ἡ γιορτή ἦταν ἡ Πεντηκοστή. Γι' αὐτό ἴσως καί ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τά πολύ ἀρχαῖα χρόνια φρόντισε ὥστε σέ μία ἀπό τίς Κυριακές τοῦ Πεντηκοσταρίου νά διαβάζεται καί αὐτή ἡ περικοπή.
Ἡ σύνταξη τοῦ στίχου 2 φαίνεται ἀνώμαλη στό πρῶτο ἄκουσμα· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ, κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς ἔχουσα». Τά «προβατικῇ» καί «κολυμβήθρα» δέν βρίσκονται στήν ἴδια πτώση, οὔτε τό «προβατικῇ» εἶναι ἐπίθετο στό «κολυμβήθρα». Τό «προβατικῇ» εἶναι δοτική καί τό «κολυμβήθρα» ὀνομαστική. Τό νόημα τοῦ στίχου εἶναι· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ (ἐννοεῖται πύλῃ), (μία) κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά».
Τό ἑβραϊκό ὄνομα τῆς κολυμβήθρας παραδίδεται κατά τέσσερις τρόπους· Βηλζαθά, Βαθζαθά, Βηθσαϊδά καί Βηθεσδά. Οἱ δύο πρῶτες γραφές ὑπάρχουν σέ μεμονωμένα χειρόγραφα, εἶναι ἄγνωστες στήν ἔμμεση παράδοση τοῦ κειμένου καί δέν ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα στήν ἀραμαϊκή γλῶσσα. Περισσότερο μαρτυροῦνται στήν χειρόγραφη παράδοση οἱ γραφές Βηθσαϊδά (=οἶκος κολυμβήσεως) καί Βηθεσδά (=οἶκος ἐλέους), κυρίως ἡ δεύτερη, πού ἔχει πολλές καί ἀρχαιότατες μαρτυρίες καί στήν ἔμμεση παράδοση, στά ἔργα δηλαδή τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἡ φράση πού ἀκολουθεῖ, «πέντε στοάς ἔχουσα», ἐπεξηγεῖ τήν γραφή «Βηθεσδά». Εἶναι σάν νά λέει· «Οἶκος ἐλέους», δηλαδή νοσοκομεῖο μέ πέντε πτέρυγες.
Ἡ περικοπή βρίσκεται στήν ἀρχή μιᾶς μεγάλης συνάφειας, ὅπου ὁ εὐαγγελιστής ἐντάσσει τόν πρῶτο μακροσκελῆ λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς Ἰουδαίους. Ἀναφέρει μάλιστα καί τήν πρώτη σοβαρή ἀπόπειρα τῶν Ἰουδαίων νά σκοτώσουν τόν Ἰησοῦ. Μέ τήν ἀφήγηση τῆς θεραπείας ὁ Ἰωάννης ἔχει σκοπό νά δείξει ὅτι ἕνα ἀπό τά κύρια αἴτια γιά τά ὁποῖα «ἐδίωκον τόν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι» ἦταν ἡ κατάλυση τῶν σχολαστικῶν διατάξεων περί Σαββάτου.
Ἡ σχολαστικότητα τῶν ραββίνων γιά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶχε φθάσει στίς μέρες τοῦ Χριστοῦ τά ὅρια τοῦ γελοίου. Τό Σάββατο δέν ἐπιτρεπόταν κανείς νά σηκώνει φορτίο. Δέν ἔπρεπε νά φορᾶ παπούτσια μέ καρφιά, διότι τά καρφιά εἶναι βάρος. Ἕνας ἄνθρωπος ἐπιτρεπόταν νά κρατᾶ ἕνα ψωμί, δύο ἄνθρωποι δέν ἐπιτρεπόταν νά κρατοῦν ἕνα ψωμί, διότι αὐτό ἦταν συνεργασία... Ἀλλά γιατί νά ἀνατρέχουμε στίς ραββινικές πηγές, ἀφοῦ καί στό ἴδιο τό εὐαγγέλιο ὁ Ἰησοῦς χαρακτηρίσθηκε «ἁμαρτωλός», διότι ἡμέρα Σάββατο ἔκανε λάσπη μέ τό σάλιο του!
Ὁ Ἰησοῦς παραβλέποντας ὅλες αὐτές τίς ἀνόητες διατάξεις, πλησίασε τόν παραλυτικό καί τόν ρώτησε· «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;». Ὁ ἄνθρωπος ἦταν παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Καί «ἐξεδέχετο», ποιός ξέρει πόσα χρόνια, «τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν». Παρά τό ὅτι δέν εἶχε ἄνθρωπο νά τόν βοηθήσει, ἐπέμενε νά περιμένει τήν κίνηση τοῦ νεροῦ, διότι ἤλπιζε. Ἡ τόση ἐπιμονή καί ἐλπίδα του δείχνει πόσο καιγόταν ἀπό τόν πόθο νά γίνει ὑγιής. Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες ἡ ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ ἦταν μία ἐρώτηση γιά τήν ὁποία ἄλλος στήν θέση τοῦ ἀρρώστου θά ἐξοργιζόταν μέ τόν Ἰησοῦ καί θά νόμιζε ὅτι τόν ἐμπαίζει, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Ἐντούτοις ὁ παραλυτικός ἀπάντησε ταπεινά· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν». Δέν εἶπε κἄν «Ναί, θέλω». Ἦταν τόσο εὐνόητο. Ἀλλά εἶπε τό παράπονό του, καί μάλιστα χωρίς πικρόχολη παρατήρηση ἐναντίον τόσων καί τόσων οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς πολλές φορές τόν παραγκώνισαν γιά νά πέσουν στό νερό πρῶτοι. Πολλοί ἑρμηνευτές ὀρθά συμπεραίνουν ἀπό αὐτά ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔδειξε γενικά ταπείνωση καί ἀκακία. Γι' αὐτό ἴσως καί ὁ Ἰησοῦς, πού δοκίμασε μέ τήν ἐρώτησή του τήν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου, θεράπευσε μόνον αὐτόν ἀπό τόσες δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἴσως ἀσθενῶν.
Ὁ παραλυτικός ἔδειξε στήν συνέχεια καί πίστη. Διότι τό νά ὑπακούσει στήν φωνή ἑνός ἀγνώστου ἀνθρώπου «ἔγειραι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει» καί νά ἀποπειραθεῖ νά σηκωθεῖ ἐκτελώντας μία παράλογη ἐκ πρώτης ὄψεως προτροπή, ἦταν ζήτημα πίστεως. Ὁ παραλυτικός σηκώθηκε, πῆρε τόν «κράββατόν» του καί ἔφυγε.
Ἡ λέξη «κράββατος», πού προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία μακεδονική διάλεκτο, συμπεριλήφθηκε στήν κοινή ἑλληνική καί ἐπικράτησε περισσότερο ἀπό τήν λέξη «κλίνη». Σημαίνει ὅ,τι καί σήμερα. Στούς παπύρους λέγεται «κράββακτος», «κράββατος» καί «κρεββάτι», ὅπως ἀκριβῶς σήμερα.
Οἱ Ἰουδαῖοι, καί μάλιστα οἱ ἐπίσημοι, βλέποντας τόν θεραπευμένο νά κάνει μία τέτοια δουλειά τό Σάββατο, τόν ἐπέπληξαν· «Σάββατόν ἐστιν, οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τόν κράββατον». Αὐτούσιο ραββινικό ἀπόφθεγμα, ἄν ἐξαιρέσουμε τήν λέξη «κράββατος», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ μέ ὁποιαδήποτε λέξη.
Ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ μέ κάποια ἀπολογητική καί ἐλεγκτική ἤ εἰρωνική ἴσως ἔμφαση. «Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει». Ἦταν σάν νά ἔλεγε· «Αὐτός πού εἶχε τήν δύναμη νά μέ θεραπεύσει, αὐτός μοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά κάνω ὅ,τι κάνω. Σεῖς μέ ποιά ἐξουσία μέ παρατηρεῖτε;». Ἤ «Ἐγώ οὔτε αὐτόν οὔτε ἐσᾶς γνωρίζω. Βλέπω μόνο ὅτι ἐκεῖνος εἶχε τήν ὑπερφυσική δύναμη νά μέ κάνει ὑγιῆ, καί στήν ἐντολή ἐκείνου ὑπακούω». Χαρακτηριστική ἀπάντηση, ἀπ' ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζει πολλές ἐντολές, προσέχει νά δεῖ τίνος ἐντολοδότου οἱ ἐντολές ἔχουν ἀντίκρυσμα τά ἀνάλογα ἔργα, καί τίς ἐντολές τῶν ἄλλων τίς θεωρεῖ ἄκυρες.
Οἱ Ἰουδαῖοι ξαναρωτοῦν ποιός εἶναι αὐτός. Μέ εὐφυΐα παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅτι στήν ἐρώτησή τους δέν λένε «τίς ἐστιν ὁ ποιήσας σε ὑγιῆ», ὅπως ἀπαιτεῖ καί ἡ ἀκολουθία τοῦ λόγου μετά τήν σχετική ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει;». Ἀπαξιοῦν νά ποῦν τήν λέξη πού δείχνει τό σημεῖο καί λένε μόνο τήν φράση μέ τήν ὁποία φαίνεται ἡ καταπάτηση τῆς ἐντολῆς.
Ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ κατόπιν τόν πρώην παραλυτικό στό ἱερό καί τοῦ λέει· «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν τί σοι γένηται». Ἀπό τά λόγια αὐτά συνάγεται ὅτι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἦταν κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία ἤ ἁμαρτωλή ζωή. Ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του ἄλλοτε ὅτι αἰτία κάθε ἀσθένειας δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ προσωπική ἁμαρτία ἤ ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων (βλ. Ἰω 9,3). Ἐδῶ ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι αἰτία εἶναι ἡ προσωπική ἁμαρτία. Ἡ παράλυση, πού ὀφείλεται κυρίως σέ βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι δυνατόν νά προέλθει ἀπό διάφορες παθήσεις, ἀλλά καί ἀπό ἀφροδίσια νοσήματα, τά ὁποῖα τότε βέβαια δέν εἶχαν διαγνωσθεῖ, ἀλλά δέν ἦταν ἄγνωστα καί στόν Κύριο.
Ὁ πρώην παραλυτικός «ἀπῆλθε καί ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ». Πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές φρονοῦν ὅτι ὁ θεραπευμένος παραλυτικός ἐνήργησε ἔτσι ἀπό ἀχαριστία καί κακία, διότι θίχτηκε ἀπό τήν προτροπή τοῦ Ἰησοῦ «μηκέτι ἁμάρτανε». Ἡ ἀνακοίνωση κατά τήν ἄποψη αὐτή ἦταν προδοσία. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι καθώς φαίνεται ἀρχαιοτάτη, διότι τήν ἀναφέρει καί ὁ Χρυσόστομος, πού τήν ἀπορρίπτει ὅμως ὡς φαντασιώδη. Ὁ ἄνθρωπος τό ἀνήγγειλε μέ καύχημα μᾶλλον γιά τόν Ἰησοῦ, ὅπως καί στήν πρώτη ἀπάντηση πρός τούς Ἰουδαίους. Ἔχουμε καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες οἱ εὐεργετημένοι ἀπό τόν Ἰησοῦ διαλαλοῦσαν τήν θεραπεία τους στούς Φαρισαίους, ὄχι μόνο ἐρεθίζοντάς τους κατά τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί κάνοντάς το παρά τίς ἐπιπλήξεις του. Ὁ εὐαγγελιστής θέλει νά πεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπέφευγε τήν μεγάλη δημοσιότητα, γιά νά μή γίνεται προκλητικός, ὅπως ἐδῶ, πού ἀμέσως μετά τήν θεραπεία «ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ». Τά ἔργα του ὅμως ἔφθαναν στήν ἀντίληψη τῶν ἐχθρῶν του, διότι διαλαλοῦνταν ἀπό τούς ἴδιους τούς εὐεργετημένους. Εἶναι τό «καί ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λκ 19,40).
Σ. Ν. Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές, σελ. 31-38