Σέ ἕνα φύλλο ἐφημερίδας διάβασα γιά τούς μετανάστες στή χώρα μας, γιά τούς πρόσφυγες πού προσφεύγουν στήν πατρίδα μας ἀπό στεριά καί θάλασσα… «γιά ἕνα καλύτερο αὔριο», σημείωνε ὁ ἀρθρογράφος. Ἔμεινε τό μάτι μου καί ταξίδεψε ἡ σκέψη μου σέ αὐτό τό «καλύτερο αὔριο». «Γιά ἕνα καλύτερο αὔριο», ψιθύρισα στόν ἑαυτό μου, μειδιώντας καί καμαρώνοντας τό τραγικά «καλύτερο» αὔριο, ὅπως τό φωτογράφιζε ἡ ἐφημερίδα πού εἶχα μπροστά μου…
Μά ἡ σκέψη μου ταξίδεψε ὄχι στό αὔριο ἀλλά στό χθές, αἰῶνες πρίν. Ταξίδεψε ὁ νοῦς μου στό πρῶτο ἐκεῖνο ταξίδι τῶν ἀνθρώπων γιά ἕνα «καλύτερο αὔριο»… Τότε πού οἱ πρῶτοι κάτοικοι τοῦ πλανήτη αὐτοῦ ἐγκατέλειψαν τό τέλειο παρόν τους, τήν αἰώνια πατρίδα, τόν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ, γιά ἕνα δῆθεν «καλύτερο αὔριο» κι αὐτοί. Ἦταν οἱ πρῶτοι μετανάστες τοῦ κόσμου πού, ἀντί νά βροῦν ἕνα καλύτερο αὔριο, βρέθηκαν πρόσφυγες στή χώρα τῆς φθορᾶς, στή γῆ τοῦ πρόσκαιρου, στή χώρα τοῦ πόνου, τοῦ κόπου, τοῦ ἀνικανοποίητου. Οἱ ταλαίπωροι! Πρόσφυγες καί αὐτοί στή μακριά ἀπό τόν Θεό πραγματικότητα, γιά ἕνα καλύτερο αὔριο…
Ἡ ματιά μου ἐπέστρεψε στήν ἐφημερίδα πού κρατοῦσα στά χέρια μου. Κι ἡ σκέψη μου, σάν ἄλλος μετανάστης, ἐπέστρεψε κι αὐτή στό παρόν, στό φθαρτό παρόν, στό τώρα, στό δῆθεν «καλύτερο αὔριο» πού ἀναζητοῦν ὅλοι αὐτοί πού κατέφυγαν στήν πατρίδα μου. Μαζί τους μετανάστης κι ἐγώ σέ τοῦτα τά χώματα, ἀλλά καί σέ κάθε γῆ! Ὄχι οἰκονομικός μετανάστης, ἀλλά πνευματικός πρόσφυγας πού ἀπερίσκεπτα προσπαθῶ τόσες φορές νά ξεφύγω ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ…
Ὡστόσο, μένει πάντα μέσα μου ἡ ἀναζήτηση τῆς «μένουσας πόλης», τοῦ ἄυλου, τοῦ ἄπειρου… Κι εἶμαι πάντα νοσταλγός τῆς «μένουσας πόλης», τῆς Νέας Ἰερουσαλήμ. Γι' αὐτό προσφεύγω στό ἔλεος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιά νά μέ δεχτεῖ καί πάλι ἡ αἰώνια πατρίδα, καί νά μεταναστεύσω, μόνιμα πιά, ἀπό τή χωμάτινη γῆ στήν οὐράνια πατρίδα, «συμπολίτης» τῶν ἁγίων καί «οἰκεῖος» τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἐφ 2,19).
Δ. Καλογεράκη
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 247