Ἡ χαρά τῆς ἀναστάσεως πού πλημμύρισε τίς καρδιές μας τήν νύχτα τοῦ Πάσχα ὁλοκληρώνεται μέ τήν δεσποτική ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως. Ὁ Κύριος ἔχοντας συντρίψει τόν θάνατο καί τήν φθορά ἀνυψώνει τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε ἀπό τά σπλάχνα τῆς παρθένου Μαρίας, τῆς μητέρας του, στά δεξιά τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τήν ἀφθαρτίζει καί τήν θεώνει. Πρέπει βέβαια νά τονισθεῖ ἐδῶ ὅτι στήν πραγματικότητα ἡ ἀνάληψη ταυτίζεται μέ τήν ἀνάσταση. Ἅμα ἀνάσταση ἅμα ἀνάληψη. Τό ὅτι ἡ ἀνάληψη συνέβη ἱστορικά σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἀνάσταση, αὐτό ὀφείλεται σέ λόγους οἰκονομίας: Ἔπρεπε οἱ μαθητές νά βεβαιωθοῦν ὅτι ὁ διδάσκαλός τους ἀνέστη ἀπό τούς νεκρούς. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς δέν παύει νά τούς ἐμφανίζεται ἐπί σαράντα ἡμέρες «λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πρξ 1,3).
Ἐδῶ ἀνακύπτει ἕνα πολύ σημαντικό ἐρώτημα: Ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καί οἱ συνέπειές τους, ἡ νίκη πάνω στήν ἁμαρτία καί στόν θάνατο καί ἡ μετοχή στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ πῶς ἀληθινά ἀφοροῦν σ’ ἐμένα; Ὅλα αὐτά πού ἔχουν σχέση μέ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, τόν Ἰησοῦ ἀπό τήν Ναζαρέτ, πῶς συνδέονται μ’ ἐμένα καί μέ τόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά; Διότι ἄν δέν μέ ἀφοροῦν μέ κάποιον τρόπο οὐσιώδη, τότε εἰς μάτην ἑορτάζω καί πανηγυρίζω. Παραμένω θνητός, ἁμαρτωλός καί ἄγευστος σωτηρίας. Καί ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νά εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλά ὄχι σωτήρας μου.
Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι μίλησα γιά «τρόπο οὐσιώδη». Αὐτό σημαίνει μέ ἁπλά λόγια ὅτι δέν ἀρκεῖ ἡ πίστη μου γιά νά σωθῶ. Δέν εἶναι ἡ σωτηρία μου ὑπόθεση πνευματική ἤ ἠθική μόνο, ἀλλά κυρίως καί προπάντων ὑπαρξιακή. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐδέμ ὑπῆρξε ἕνα κατεξοχήν ὑπαρξιακό γεγονός. Ἡ ἁμαρτία κατέστρεψε τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁδήγησε στόν θάνατο, στό μηδέν· δέν τήν σπίλωσε μόνον. Αὐτή δέ ἡ τραγική κατάσταση μεταδίδεται στόν κάθε ἄνθρωπο σάν κληρονομικότητα, σάν ἀναπόδραστη γενετική ἀσθένεια.
Πῶς λοιπόν θά μποροῦσα νά σωθῶ; Πῶς θά μποροῦσα νά ξεπεράσω αὐτό τό φοβερό τεῖχος τῆς ὀδύνης; «Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρω 7,24). Ἐπειδή ἀκριβῶς τό πρόβλημά μου ἦταν ὁ θάνατος, αὐτό πού ἀπαιτοῦνταν ἦταν μέ κάποιο τρόπο νά κοινωνήσω ἀθανασία. Ἀλλά κάτι τέτοιο ἦταν ἀδύνατο στά πλαίσια τοῦ θνητοῦ κόσμου μας· ὅλα γύρω μας μυρίζουν θάνατο καί φθορά.
Γι’ αὐτό ἀνέλαβε τοῦτο τό ἔργο ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ ἅγιος Θεός. Ἔγινε ὁ ἴδιος ἄνθρωπος καί ἔκανε τήν φύση μας ἑαυτό του. Κι ὄχι μόνον αὐτό· ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ νικητής τοῦ θανάτου, Αὐτός πού μέ τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του, ὅπως εἶπα παραπάνω, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε, μᾶς τήν προσφέρει, ἑνωμένη μέ τήν θεότητά του, νά γίνει τροφή μας. Τό ψωμί καί τό κρασί τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνονται σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Δέν συμβολίζουν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ ποικιλώνυμοι αἱρετικοί. Γίνονται, εἶναι. Ὁ Χριστός ξεκαθάρισε ὅτι «τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου» καί «τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου» (Μθ 26,26. 28) καί ὅτι «ἡ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις» (Ἰω 6,55).
Κάθε φορά λοιπόν πού κοινωνοῦμε, ἑνώνουμε τήν ἄρρωστη ἀνθρωπότητά μας μέ τόν ἐσταυρωμένο, ἀναστημένο καί ἀναληφθέντα Κύριο. Ἔτσι ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν θάνατο γίνεται καί δική μου ὑπόθεση, καί ἡ ζωή Του ζωή μου. Δέν εἶναι πλέον τελικός προορισμός μου ἡ νέκρωση καί τό μνῆμα. Δέν μέ τρομάζει ὁ σκοτεινός Ἅδης. Ἀφοῦ ὁ Χριστός, ἡ ζωή μου, πέθανε μέν ἀλλά ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε, τό ἴδιο θά συμβεῖ καί μ’ ἐμένα. Θά πεθάνω, ἀλλά θά ἀναστηθῶ καί θά μετάσχω στήν βασιλεία Του. Γι’ αὐτό δίκαια γιορτάζω καί πανηγυρίζω.
Ὑπάρχει βέβαια μία προϋπόθεση γιά νά γευθῶ αὐτή τήν χαρά: Νά προσέρχομαι στό μυστήριο τῆς ζωῆς κατόπιν αὑτοεξετάσεως. «Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κο 11,28), ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δηλαδή πρῶτα νά σφραγίζω τόν ἑαυτό μου μέ τήν μετάνοια καί ἔπειτα νά πλησιάζω. Διότι ἄν ἡ ἁμαρτία μέ ἀποξένωσε ἀπό τόν Θεό, ἡ μετάνοια -καί μόνον ἡ μετάνοια- μοῦ ἀνοίγει τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Δρ Θεολογίας, Φιλόλογος